Είκοσι χρόνια μετά το φονικό ναυάγιο του πλοίου «Τάναϊς» που στοίχισε τη ζωή των επιβατών του το 1944, στον θαλάσσιο χώρο ανάμεσα στη Σαντορίνη και στην Κρήτη, ένας άντρας επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο του και προσπαθεί να βρει τα ίχνη του πατέρα του, ο οποίος φέρεται να έχει χαθεί στο ναυάγιο. Αυτός είναι ο κεντρικός άξονας του βιβλίου πάνω στον οποίο περιστρέφεται το μυθιστόρημα του Νίκου Ψιλλάκη «Κι οι θάλασσες σωπαίνουν» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καρμάνωρ.

Ο συγγραφέας γίνεται ο ίδιος η καταγγελτική φωνή της ιστορικής συγκυρίας που αναδεικνύει τη ζωή όλων εκείνων που χάθηκαν στο ναυάγιο ενός πλοίου που στα αμπάρια του μετέφερε συνολικά τριακόσια σαράντα δύο άτομα, μεταξύ των οποίων εκατόν είκοσι παιδιά,  όλη την εβραϊκή κοινότητα της Κρήτης, εκατόν δέκα Έλληνες ομήρους και εκατόν είκοσι Ιταλούς αντιφασίστες και έμελλε να γίνει ένα από τα πιο τραγικά και σκοτεινά σημεία της Ιστορίας του εικοστού αιώνα. Και παράλληλα βιώνει μαζί τους τον όλεθρο αυτής της ναυτικής τραγωδίας.

Είναι ξεκάθαρος ο τρόπος με τον οποίο ο Νίκος Ψιλάκης αρέσκεται να συνδιαλέγεται με την Ιστορία στα έργα του. Ανοίγει έναν διάλογο μαζί της την ίδια στιγμή που ο ίδιος καταβυθίζεται στις μαρτυρίες της εποχής, για να φέρει στο φως και να ανασυνθέσει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα αναπλάσουν, με τη μεγαλύτερη λεπτομέρεια, την ιστορική καταγραφή της εποχής με την οποία καταπιάνεται κάθε φορά.

Παράλληλα συνθέτει την κοινωνική ανθρωπογεωγραφία της εποχής, δημιουργεί μια σαφή εικόνα της καθημερινότητας των ανθρώπων παρακολουθώντας τη ζωή τους την οποία αναβιώνει με ευρηματικότητα και με διάτορη αφηγηματική ένταση, πάντα ρέουσα, άλλοτε γλαφυρή, ενίοτε αφαιρετική, πάντα ωστόσο καίρια αισθητικά.

Αναμφίβολα αποδίδει με λεπταίσθητους χειρισμούς την περιέουσα ατμόσφαιρα ακόμα και όταν περιγράφει τραγικές στιγμές, όπως η πορεία προς το λιμάνι των Εβραίων. Ο αναγνώστης τους βλέπει κυριολεκτικά μπροστά του. Ακούει το θρηνητικό τραγούδι του αποχαιρετισμού ενός Κρητικού, βλέπει να περνούν από μπροστά του «οι μελλοθάνατοι». Βουτηγμένοι σε ένα αβύθιστο άηχο μοιρολόι οι άνθρωποι αυτοί βαδίζουν προς τον αφανισμό τους, επιβιβάζονται σε ένα πλοίο που θα βυθιστεί μαζί τους.

«[…] Κάποιοι τολμούσαν να φωνάξουν “κουράγιο”, άλλοι σήκωναν τα χέρια και χαιρετούσαν αμήχανα. Ξεχώρισα μια μωρομάνα που κρατούσε πάνω στην κεφαλή το φασκιωμένο βρέφος της και όπου έβλεπε μια γυναίκα της φώναζε να το πάρει, να το κάνει δικό της παιδί. Οι μάνες έχουν πάντα την ικανότητα να προαισθάνονται το κακό. Στεκόμουν στην κατηφόρα κοντά στην Πύλη του Ιησού κι είχα καρφωμένα τα μάτια μου σ’ αυτούς που περνούσαν, στη μακρά πομπή των μελλοθανάτων».

Παρακολούθηση των ηρώων

Ο συγγραφέας στέκεται παράμερα και κοιτά τους ήρωές του. Καταγράφει τους εφηβικούς τους  έρωτες, τις γειτονιές που αδειάζουν μέσα σε λίγα λεπτά, έναν ναυαγό που παλεύει στα κύματα, μια γυναίκα που διαπομπεύεται μετά την απελευθέρωση, η Εσθήρ και τα ανεπίδοτα γράμματά της, ιστορίες περιφερειακές που δορυφορούν το κεντρικό θέμα του βιβλίου. Σε όλους όμως τους ήρωές του βλέπει τη βαθύτερη  αγωνία στα μάτια τους, το σβησμένο χαμόγελο στην ψυχή τους. Τον πόνο να παίρνει τη θέση της χαράς, τον φόβο να διαποτίζει αιφνιδιαστικά τη ζωή.

Και σε αυτά στέκεται. Συνομιλεί με τους ήρωές του, ακούει τη φωνή τους, βιώνει την κοινωνική τους απαξίωση, την στοχοποίηση που υφίστανται, ξεσκεπάζει τις αγωνίες τους και τις μεταφέρει στον αναγνώστη υποδόρια αλλά επιβλητικά. Αναπαράγει τις ιστορικές στιγμές με ενάργεια και στρέφει τους συγγραφικούς του προβολείς για να φωτίσει σκοτεινές στιγμές μιας ζοφερής πραγματικότητας που ταλάνισε τον κόσμο κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αναψηλάφηση της ιστορικής μνήμης

Και τι κρύβει η έρευνα για τη βύθιση του πλοίου; Πρόκειται για ένα έγκλημα που έγινε από τους Άγγλους, οι οποίοι δεν έδωσαν καμία σημασία στην ύπαρξη τόσων ανθρώπων πάνω στο πλοίο, όπως μαρτυρούν τα νέα δεδομένα της ιστορικής έρευνας και οι μαρτυρίες των επιζώντων ή οι ίδιοι οι Γερμανοί το βύθισαν όπως γνωρίζουμε έως τώρα;

Ο αναγνώστης ακούει τις θάλασσες να σωπαίνουν όταν το έγκλημα συντελείται. Την ίδια στιγμή όμως υψώνεται από τον ωκεάνιο ζόφο η φωνή των ηρώων και εκκωφαντικά φωνάζει την ιστορική αμφίπλευρη αλήθεια ανατρέποντας τα δεδομένα. Και οι λέξεις αναδύονται με μια έντονη εσωτερική μουσικότητα που υπαγορεύεται από τη γλωσσική αγωγή του Νίκου Ψιλάκη. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια γλώσσα εμπλουτισμένη με μια τρυφερή ντοπιολαλιά που σε καμιά περίπτωση δεν κουράζει τον αναγνώστη, αποδίδει ωστόσο στο κείμενο έναν εσωτερικό ρυθμό.

Ο Νίκος Ψιλάκης υπογράφει και αυτή τη φορά ένα καλογραμμένο, αξιανάγνωστο ιστορικό μυθιστόρημα. Τεκμηριώνει τις απόψεις του με βάση έναν αδιόρατο αλλά υπαρκτό αρχιτεκτονικό ιστό πάνω στον οποίο δομείται το έργο, τόσο με αφηγηματική δεινότητα όσο και με ιστορική εμβρίθεια σε ισόποσες δόσεις που κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη λαγαρό από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου συνθέτοντας παράλληλα ένα κεφάλαιο της μεγάλης Ιστορίας που συνέθλιψε στο ανελέητο πέρασμά της τις μικρές ιστορίες των ανθρώπων εκείνης της ταραγμένης εποχής.