Από τις εκδόσεις Ροές, και στη σειρά «Ισπανόφωνοι και πορτογαλόφωνοι συγγραφείς», κυκλοφόρησε, σε μετάφραση του Νίκου Πρατσίνη (ο οποίος υπογράφει επίσης την εισαγωγή και τις κατατοπιστικές σημειώσεις), το βιβλίο Απομνημονεύματα του Άιρες (1908) του μεγαλύτερου Βραζιλιάνου συγγραφέα Joaquim Maria Machado de Assis (1839-1908), τον οποίο ο Harold Bloom κατέταξε στους 100 μεγαλύτερους συγγραφείς του δυτικού λογοτεχνικού κανόνα, επισημαίνοντας ότι ήταν ο πλέον σημαντικός μη λευκός ανάμεσά τους.

Στο ιδιότυπο και εν πολλοίς αυτοβιογραφικό αυτό μυθιστόρημα υπό μορφή ημερολογίου, πρωταγωνιστής και αφηγητής είναι ο σύμβουλος Άιρες, διπλωμάτης, που επιστρέφει οριστικά από την Ευρώπη στο Ρίο ντε Ζανέιρο, χήρος και άτεκνος, για να ξεκινήσει τη ζωή του ως συνταξιούχου. Στο ημερολόγιό του καταγράφει και σχολιάζει τη μουντή «νέα ζωή» του, ενώ παρακολουθεί με εμμονή και πάθος τη ζωή του γηραιού αγαπημένου άτεκνου ζεύγους των Αγκιάρ. Ειδικότερα, την περίεργη σχέση που αυτό αναπτύσσει με την όμορφη νεαρή χήρα Φιντέλια, προσηλωμένη ακόμη στον νεκρό σύζυγό της, που τόσο αγάπησε, καθώς και με τον φιλόδοξο νεαρό Τριστάου. Με το ίδιο πάθος μελετάει και το φαινόμενο του έρωτα στον εαυτό του και στους νέους. Ο φιλογυνισμός του είναι εντυπωσιακός για τα δεδομένα της εποχής.

Η γραφή, εναλλάξ περίτεχνη και «ατημέλητη», παλιομοδίτικη και μοντέρνα, μελαγχολική και ειρωνική, σκληρή και τρυφερή, νηφάλια και ταραγμένη, έχει ως φόντο την ιδιόμορφη αστική ζωή των Τροπικών στο Ρίο ντε Ζανέιρο –την αγαπημένη πόλη που ο συγγραφέας νιώθει πως αποχαιρετά– της διετίας 1888-1889, τότε που η Βραζιλία κατάργησε τη δουλεία και τη μοναρχία.

Κύκνειο άσμα του συγγραφέα, το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί ένα πολιτικό, κοινωνικό και ιστορικό σχόλιο για τη Βραζιλία αλλά και την ίδια τη λογοτεχνία, απ’ όπου δεν λείπει ο πρωτότυπος εμπειρικός φιλοσοφικός στοχασμός για τα ανθρώπινα (έρωτα, γάμο, θάνατο, πίστη, ιδανικά κ.ά.) – για τα οποία ο συγγραφέας είχε κάποτε δηλώσει επιγραμματικά: Ο Θεός, για να είναι ο άνθρωπος ευτυχισμένος, επινόησε την πίστη και τον έρωτα. Ο Διάβολος, καθότι φθονερός, έκανε τον άνθρωπο να συγχέει την πίστη με τη θρησκεία και τον έρωτα με το γάμο.