Υπάρχουν άνθρωποι που με την ταπεινότητα, την διασημότητα της ανωνυμίας τους και την γενναιότητα της σεμνότητάς τους μπόρεσαν να αφήσουν πίσω έργο πολυσχιδές και πολυποίκιλο, έχουν δε την ικανότητα να αλλάζουν τον τρόπο θέασης του κόσμου γύρω μας, να εμπνέουν με το έργο τους, να συγκινούν με την ανιδιοτελή προσφορά τους και τον ζήλο τους για το κοινωνικό σύνολο. Ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς δεν είναι απλά ένας συγγραφέας γιατρός ή ένας γιατρός συγγραφέας, είναι μια φυσιογνωμία που άφησε παρακαταθήκη τόσο το έργο του ως γιατρός όσο και ως συγγραφέας με την ίδια ακριβώς επιτυχία. Τι και αν έγραφε όπως έλεγε στον ελεύθερό του χρόνο, το στίγμα της παρουσίας του στα γράμματα – να σημειωθεί πως επηρέασε τους συγγραφείς της μπιτ λογοτεχνίας – έχει μείνει ανεξίτηλο όπως στις αρχές του προηγούμενου αιώνα έπραξε το ίδιο ο Τσέχοφ, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω υπήρξε επίσης γιατρός.

Υπηρετώντας τον άνθρωπο μέσω της λογοτεχνίας

Δεν έχει καμία απολύτως σημασία να συγκριθούν τα δύο μεγέθη γιατί είναι σαν να συγκρίνει κάποιος ανόμοια πράγματα, έχει όμως σημασία πως και οι δύο υπήρξαν παρατηρητές των ανθρώπων της εποχής τους και μοιράστηκαν στα γραπτά τους, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, όσα είδαν κατά τη διάρκεια των επισκέψεών τους στους ασθενείς που χρειάζονταν οπωσδήποτε την πολύτιμη βοήθειά τους. Ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς όπως και ο Τσέχοφ άλλωστε υπηρέτησε την ιατρική με πάθος, ζέση και βλέμμα στον άνθρωπο για αυτό και πολλές φορές δεν πληρωνόταν από τους ασθενείς του, ως ένδειξη ανθρωπιάς. Το γράψιμό του, τόσο τα πεζά όσο και η ποίηση, αντλούν έμπνευση, εικόνες και περιγραφές από αυτόν τον κόσμο των ανθρώπων που η ζωή τους κρέμεται από τα χείλη ενός εμπειρογνώμονα, ανθρώπων που δεν έχουν δυνατότητα να ξοδέψουν ούτε ένα δολάριο και όμως είναι ειλικρινείς.

Στις ιστορίες του, ο Γουίλιαμς διεισδύει σε έναν κόσμο από τον οποίο αντλεί δυνάμεις γιατί βρίσκεται εκεί την στιγμή που πρέπει, είναι ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή. Στον πρόλογο του βιβλίου, ο Γιάννης Ζέρβας γράφει χαρακτηριστικά και αποκαλύπτει: “Το βιβλίο αυτό, πέρα από υψηλή λογοτεχνία από έναν σπουδαίο ποιητή, είναι μια μαρτυρία γραμμένη ταυτόχρονα από έναν γιατρό που νοιαζόταν για τους ανθρώπους και που ήξερε να ξεχωρίσει όλες τις αποχρώσεις της ανθρωπιάς και της απανθρωπιάς, των αντοχών και των ορίων τους στον εαυτό του και στους άλλους, χωρίς διακρίσεις και χωρίς υποκρισίες”. Είναι όντως αυτός ο άνθρωπος που κρύβεται πίσω από τις ιστορίες, ένας υπηρέτης της ιατρικής του τέχνης από την οποία ξεπήδησε τόσο πηγαία τόσο η συγγραφική όσο και η ποιητική του τέχνη.

Ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας γιατρός με ευαισθησίες, τόσο πνευματικές όσο και συναισθηματικές και αυτό διαφαίνεται και στις εξιστορήσεις του, κάποιες από τις οποίες τις εμποτίζει και με υπερβολές για να δείξει πόσο η ιατρική είναι μία επιστήμη που απαιτεί αφοσίωση και ιδιαίτερη προσέγγιση, ίσως κάποιες φορές όχι και τόσο ορθολογική και ορθόδοξη. Όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του ηλικιωμένου γιατρού Ρίβερς όπου μας παρουσιάζει έναν μέθυσο ηλικιωμένο γιατρό με περίεργες και παράλογες μεθόδους που άλλοτε τις επιβραβεύουν οι ασθενείς και άλλοτε απορούν αν θα επιφέρουν αποτέλεσμα και θεραπεία που είναι και το ζητούμενο. Και όμως αυτόν τον γιατρό τον αποζητούν όλοι, ακόμα και τις πιο δύσκολες ώρες εκείνος είναι ταμένος στην αποστολή του αν και όχι πάντα νηφάλιος. Γιατί άλλωστε ποια ιδιοφυία είναι συμβατή με την εποχή της και μπορεί να μπει σε στεγανά και πρέπει;

Στο μετερίζι των αποστολών για ίαση

Οι ιστορίες του δεν είναι απόρροια κάποιας τελειότητας, ενέχουν όμως το μεγαλείο του γιατρού που ξέρει να ορίζει τις λέξεις που χρησιμοποιεί για να μετουσιώσει την αγάπη του στον άνθρωπο. Ο αναγνώστης ανατριχιάζει πολλές φορές μπροστά στις περιγραφές του που είναι λεπτομερείς και δείχνουν το μέγεθος της γνώσης του. Ο αναγνώστης όμως σαγηνεύεται και από το ύφος του ανθρώπου λογοτέχνη που γνωρίζει πως να χειρίζεται τον λόγο και να παραδίδει ιστορίες γεμάτες πόνο, αγωνία και παρηγοριά στον άρρωστο, κυρίως στον πένητα άρρωστο που μετράει κουκί κουκί τα χρήματα για να μπορέσει να πληρώσει τον γιατρό. Είναι μια εικόνα που ούτε σήμερα ούτε και ποτέ πρόκειται να αλλάξει γιατί οι μη έχοντες πρέπει να είναι οι κατέχοντες την προσοχή μας.

Ως συγγραφέας, μας αναφέρει στην υπέροχη εισαγωγή του βιβλίου ο δόκτωρ Ρόμπερτ Κόουλς, ο Γουίλιαμς δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση στους σύγχρονούς του και είναι λογικό γιατί δεν ανήκε στην λεγόμενη αμιγή κατηγορία συγγραφέων που ζουν για να γράφουν και είναι εξολοκλήρου αφοσιωμένοι σε αυτό. Ο Γουίλιαμς αντλεί έμπνευση από τα περιστατικά του και γράφει ποίηση στο περιθώριο, στον λιγοστό κενό χρόνο. Συλλέγει πληροφορίες και γράφει έπειτα πάνω σε ανθρώπινες ανησυχίες βγαλμένες από το μέτωπο των ασθενών που του αφηγούνται ένα κάτι και αυτό είναι αρκετό για να τον καταστήσει ακόμα πιο άξιο στα μάτια μας. Γιατί ο Γουίλιαμς μπορεί για κάποιους να υπολείπεται σε ύφος και συγγραφικό ταλέντο όμως αν κάτι τέτοιο συμβαίνει εξισορροπείται και με το παραπάνω από την ειλικρίνεια της αφήγησης που πάλλεται από αυτόν τον παλμό της ανάγκης για προσφορά και τελικά ίαση.

“Οι ασθενείς του μπορεί να ήταν άσημοι, αγράμματοι και απόκληροι, αλλά, όπως είχε απ’ την αρχή διαισθανθεί, ήταν υπέροχα ζωντανοί – γεμάτοι από σημαντικές εμπειρίες, μνήμες και ιδέες που τις μοιράζονταν μ τον πιο σημαντικό τους επισκέπτη, τον πολυάσχολο γιατρό που μαγευόταν από κάτι που τύχαινε ν’ ακούσει και το κρατούσε στο μυαλό του μέχρι τη νύχτα, όπου η γραφομηχανή αντικαθιστούσε το στηθοσκόπιό του”. Θα αποτελούσε σίγουρα τόσο για τον ίδιο όσο και για τους ασθενείς του μέγιστη χαρά να μπορούν να μοιράζονται ο ένας με τον άλλον αυτές τις μοναδικές εμπειρίες εντός, εκτός και επί τα αυτά για να μιλήσουμε με όρους μαθηματικούς. Σε αυτό Τσέχοφ και Γουίλιαμς διήγαν βίους παράλληλους και κέρδισαν σίγουρα λιγότερα χρήματα αλλά ικανοποίησαν την πυξίδα της ψυχής τους, μία ικανοποίηση που δεν πληρώνεται με όλα τα χρήματα του κόσμου!

Αποσπάσματα του βιβλίου

Θέλω να ζήσω γιατί έχω βρει τη θέση μου στον κόσμο. Είμαι νοικοκυρά. Έχω τον άντρα μου και τη δουλειά μου, αυτός είναι ο κόσμος μου. Έχω ανακαλύψει, πρόσθεσε, ότι πρέπει να ζούμε για τους άλλους, ότι δεν είμαστε μόνοι μας στη γη κι ότι δεν μπορούμε να ζούμε μονάχοι. Από την ιστορία Το μυαλό και το σώμα

Είναι η ταπεινή ρουτίνα, το μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, η καθημερινή δουλειά που δίνει την πραγματική ικανοποίηση στην άσκηση της ιατρικής ͘ οι χίλιοι πεντακόσιοι ασθενείς που είδε ένας άντρας στις επισκέψεις του μέσα σε μια περίοδο σαράντα χρόνων κάθε μέρα της εβδομάδας, και τις Κυριακές, είναι ό,τι έδωσε σχήμα στη ζωή του. Ποτέ δεν άσκησα την ιατρική για τα λεφτά, θα ήταν αδύνατον για μένα.

Διαβάστε επίσης:

William Carlos Williams – Ιστορίες ενός Γιατρού