Η αφήγηση στο βιβλίο “Φυγόδικος δεν ήμουν” κάνει ένα ταξίδι στον χρόνο: από τη χούντα, στον Εμφύλιο, και φτάνει στο σήμερα. Το σκηνικό είναι μια πόλη του Βορρά. Ο πρωταγωνιστής και αφηγητής του βιβλίου, φυγάς, αν και όχι φυγόδικος, προσπαθεί να βρει καταφύγιο. Το πέτρινο αρχοντικό που θα τον φιλοξενήσει θα τον τοποθετήσει ακριβώς στην τομή δύο αντιθέτων, στην καρδιά μιας σύγκρουσης παλιάς, η οποία όμως δεν έσβησε ποτέ.

– Ο τόπος στον οποίο εκτυλίσσεται το τελευταίο σας βιβλίο είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος η γενέτειρά σας, η Ήπειρος. Με ποια αφορμή αποφασίσατε να τοποθετήσετε εκεί τον κορμό της ιστορίας σας;

Κατά καιρούς επισκέπτομαι το κουτί με τα γράμματα που έχω φυλάξει –πολύτιμα για μένα–, ανοίγω κάποια στην τύχη και τα ξαναδιαβάζω. Το ωραίο είναι ότι το εκάστοτε γράμμα κάθε φορά μού αποκαλύπτεται ετεροτρόπως. Μου συμβαίνει και με τα βιβλία. Το γράμμα είχε αποσταλεί από μένα την ίδια –πριν χρόνια– στον έφηβο τότε γιο μου από την πόλη όπου –όντας άρρωστη– είχα καταφύγει. Η πόλη βρίσκεται στην Ήπειρο πολύ κοντά στη γενέθλια πόλη. Είναι η πόλη όπου περνούσα τα καλοκαίρια σαν παιδί. Το γράμμα είναι γραμμένο στον κήπο του σπιτιού όπου είχα καταλύσει. Διαβάζοντάς το ταξίδεψα άμεσα, με κατέκλυσε με συναισθήματα, ενεργοποίησε τη μνήμη μου, με συνέδεσε με τον κήπο, με τα δωμάτια, με τα πρόσωπα, με τη γεωγραφία του τόπου των παιδικών χρόνων, αλλά και των νεανικών, ως αυτήν του σήμερα. Η μνήμη είναι αμείλικτη, επιλέγει τις δικές της ατραπούς και σε παρασύρει άμεσα στο αντικείμενο του πόθου της.

– Το μοτίβο της φυγής διατρέχει το βιβλίο σας, με τη φυγή άλλοτε να ευοδώνεται και άλλοτε όχι. Πιστεύετε πως μπορεί ποτέ κάποιος να αφήσει οριστικά πίσω του το σπίτι, την οικογένεια, την πατρίδα του;

Ένας λόγος –και ίσως ο βαθύτερος– που καθορίζει τη στάση μου ως προς τη φυγή είναι ότι είμαι γόνος προσφύγων. Οι γονείς μου άφησαν αναγκαστικά πίσω τους μεγάλη περιουσία και έφτασαν στη νέα πατρίδα με τα ρούχα τους. Το σίγουρο είναι πως μου λείπει το γονίδιο που ενθαρρύνει έναν άνθρωπο να μείνει για καιρό στον ίδιο τόπο ώστε να βγάλει ρίζες. Οι φιγούρες του κυνηγημένου, του φυγά, του εξόριστου, του παράνομου, της ερωμένης, του μποέμ, του κοσμοπολίτη, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά μοτίβα του πλάνητα –κατά τον Μπένγιαμιν– έχουν επηρεάσει σημαντικά τη συγγραφή μου και στις σελίδες των βιβλίων μου μετουσιώνονται σε ήρωες. Η εγκατάλειψη του οικείου, του αγαπημένου, της θαλπωρής μπορεί να περικλείει οπωσδήποτε ένα ολισθηρότατο ρίσκο, ωστόσο η ανάγκη να εμπιστευτείς στα πόδια σου τη δυσκολία να βρουν τον δρόμο τους πάνω στην άγνωστη τοπιογραφία του χαλιού παραμένει επιτακτική. Με την υπόμνηση ότι η εγκατάλειψη αυτή καθαυτή δεν είναι ποτέ οριστική: Το αίμα, η μητρική γλώσσα, τα μύχια είναι η πατρίδα μας. Στο φινάλε σκέφτομαι καθαρά πως η αποστολή της φυγής ίσως να είναι αυτή: Να σηκώσει επιτέλους τον απαραίτητο κουρνιαχτό στην αναζήτηση του αλλότριου, του ανοίκειου, και του ξένου, σαν επισφράγισμα της συμφιλίωσης με το ξένο μέσα μας. «Αρκετά έμεινα ετούτη τη φορά. Αν έμενα περισσότερο, θα ήμουν ανάξιος της μεγάλης ευλογίας του να είναι κανείς ξένος», με τα λόγια του Ροτ.

– Το πέτρινο αρχοντικό μοιάζει να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο σας. Με ποιον τρόπο μπορεί να επηρεάσει ο χώρος τα άτομα που ζουν και κινούνται εντός του;

Ο χώρος! Κλασικός πρωταγωνιστής στις μυθιστορίες μου αλλά και στη ζωή μου. Σας ευχαριστώ γι’ αυτή την ερώτηση. Ο χώρος και τα πρόσωπα είναι ένα και το αυτό, φτάνεις στα πρόσωπα με πρόσχημα την αναζήτηση του χώρου και ανακαλύπτεις το χώρο με πρόσχημα την αναζήτηση των προσώπων. Αναζητώ έναν δρόμο όπως αναζητώ ένα πρόσωπο ή διασχίζω μία γέφυρα όπως γράφω ένα γράμμα, εξερευνώ ένα σπίτι όπως προσεγγίζω τα πρόσωπα που το κατοικούν και χάνομαι στην πόλη όπως χάνομαι σ’ ένα δάσος. Στο “Φυγόδικος δεν ήμουν’’ ο Σπήλιος, ιχνηλατώντας το χώρο του δωματίου όπου φιλοξενείται για ένα μόνο βράδυ, φτάνει στο σημείο να συγκρουστεί με τον εαυτό του και να εξετάσει το ενδεχόμενο ίσως της συμφιλίωσης με τους οικοδεσπότες του αρχοντικού. Η γιγάντια τραπεζαρία στο κέντρο του αρχοντικού γίνεται το θέατρο ενός αναγνωριστικού προοιμίου ανάμεσα στους οικοδεσπότες και τους φιλοξενούμενους αλλά και το θέατρο της σύγκρουσής τους. Θα τολμούσα να αναφερθώ στο ευάλωτο της αλληλεπίδρασης χώρου και προσώπων περνώντας από το ποιητικό παραλήρημα του Μπωντλαίρ για μια όμορφη περαστική στους δρόμους του Παρισιού, στο πάθος του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι για τη συνάντηση της Ναστιένκα και του νυχτερινού περιπατητή σ’ ένα κανάλι της Πετρούπολης.

– Εκτός από συγγραφέας είστε αρχιτέκτονας, αλλά και ζωγράφος. Με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι οι πολλαπλές αυτές ιδιότητες συνομιλούν και αφήνουν το αποτύπωμά τους στο συγγραφικό σας έργο;

Θα μπορούσα να μιλάω ατέλειωτες ώρες για τις Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες για τις οποίες εργάστηκα ως χωροτάκτης-αρχιτέκτονας και την εμπειρία που αποκόμισα από αυτές, αλλά και για την ατελέσφορη πορεία τους. Κατά τη διάρκεια της εκπόνησής τους άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι η προστασία των ευαίσθητων περιοχών Natura δεν είναι απλά ένα θέμα εκπόνησης μελετών αλλά οπωσδήποτε ένα θέμα κοινωνικοπολιτικό. Η ανάγκη μου να εκφράσω αυτή την άποψη δημόσια, μετά από το ανεκπλήρωτο της εφαρμογής των μελετών μας, με έκανε να καταφύγω στη ζωγραφική και στη συνέχεια στη συγγραφή. Μέσα από την πολυδαίδαλη διαδρομή μου –όλα αυτά τα χρόνια– από την αρχιτεκτονική, στην σκηνογραφία, στη ζωγραφική, και τέλος στη συγγραφή, έφτασα να υιοθετήσω την άποψη πως: η “τέχνη” είναι “μία”. Οι τέχνες μεταξύ τους είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Ο δημιουργός από τη στιγμή που θα εμβαπτισθεί σε ένα από αυτά με ζέση και έρωτα, θα μπορέσει ίσως να περάσει σε ένα επόμενο “δοχείο” – αν το θελήσει βέβαια και αν διακατέχεται οπωσδήποτε από τον ίδιο αρχικό ενθουσιασμό.

– Ανήκετε στην ίδια γενιά με τους βασικούς ήρωες του βιβλίου σας. Πιστεύετε ότι έχουν γιατρευτεί οι πληγές από τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν εκείνα τα χρόνια;

Αν στο απόσπασμα που ακολουθεί αποδίδαμε στη λέξη “σπίτι” την έννοια της λέξης “επικράτεια” θα απαντούσα στην ερώτηση σας –ακόμη και σήμερα– με τα λόγια του Σπήλιου – του ήρωα του “Φυγόδικος δεν ήμουν”:

«Ησύχασαν όλοι στα δωμάτια.[…] Το σπίτι τώρα είναι βουτηγμένο στην ησυχία. Όμως για να είμαστε ειλικρινείς ο αέρας του μυρίζει αντιπαράθεση. Κάργα διαφωνία. Το διατρέχει η διχογνωμία: Γλιστράει ήσυχα ήσυχα κάτω από τις πόρτες, πάει από την τραπεζαρία στη σάλα και στις κάμαρες, σέρνεται έπειτα από δωμάτιο σε δωμάτιο και γκρεμίζεται στις σκάλες, κάνει ακόμη και τις κουρτίνες να σαλεύουν. Δεν έχει γνωρίσει τέτοιο θέατρο το σπίτι ως τώρα.[…] Σκηνές από πνεύσεις έως εννέα μποφόρ θυελλωδών ανέμων –ως γνωστόν χρόνια σαρώνουν τη χώρα.»

Και με δικά μου λόγια, οι πληγές δεν έχουν γιατρευτεί, ούτε βλέπω να γιατρεύονται. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει μια τέτοια δυνατότητα μέσα στο χρόνο. Και το να “γιατρευτούν” εδώ εμπεριέχει τουλάχιστον την έννοια της συναποδοχής της διαφορετικότητας των “κατοίκων” της απέναντι όχθης.

Διαβάστε επίσης:

Φυγόδικος δεν ήμουν: Νέο βιβλίο από την Ισμήνη Καρυωτάκη και τις εκδόσεις Ποταμός