H Mars Field Gallery παρουσιάζει την έκθεση ζωγραφικής του Ιάκωβου Κουμή στην έβδομη ατομική του έκθεση με τίτλο: «ναρκισσισμοί»…

από τις 30 Μαρτίου  έως τις 17 Απριλίου 2011. Τον κατάλογο της έκθεσης του ζωγράφου προλογίζει ο καθηγητής Μεθοδολογίας της Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μ. Ζ. Κοπιδάκης, ο οποίος μεταξύ άλλων σημειώνει:

[…] Ο Ιάκωβος Κουμής, γέννημα θρέμμα των Χανίων, σπούδασε δύο τέχνες, την ιατρική (τεχνέων μεν πασέων έστιν επιφανεστάτη, κατά τον Ιπποκράτη) και τη ζωγραφική. Και τις δύο τις υπηρετεί με αποστολικό ζήλο και αφοσίωση. Πολλοί νομίζουν ότι οι δυο αυτές ανθρωπογνωστικές τέχνες είναι ασύμβατες. Λάθος μέγα! Και οι δυο βασίζονται στη γνώση της ανατομίας, στο οξύ όμμα που «ετάζει νεφρούς και καρδίας» και βέβαια στο αποφασιστικό πιτήδειο χέρι που εκτελεί το δράσιμο.

Ο ζωγράφος δεν υποχρεούται να ανήκει σε σχολή, σε τεχνοτροπία ή σε κίνημα. Μπορεί κάλλιστα με οδηγό «το Απόκρυφο της Τέχνης» του να ακολουθήσει τον δικό του μοναχικό δρόμο ή να είναι εκλεκτικιστής, πειραματιζόμενος πότε επί παραδείγματι με τον εξπρεσσιονισμό, πότε με τον κυβισμό και πότε με τον φωβισμό.

Πάντως, στο βάναυσο ερώτημα «το σχέδιο ή το χρώμα;» ο Ιάκωβος Κουμής φαίνεται να απαντά «το χρώμα, αλλά και το σχέδιο!» Το χρώμα λοιπόν υπηρετεί, όπως στον Paul Klee («το χρώμα κι εγώ είμαστε ένα. Είμαι ζωγράφος»), τη συναισθηματική διάσταση του πίνακα: την ανάμνηση αρχαίων ημερών, την κραυγή εκ βαθέων, τα κινήματα της ψυχής, τον οραματισμό, τον πρωτογονισμό, που μια μικρή του δόση είναι απαραίτητη σε κάθε έργο τέχνης.

Από τα χρώματα πάλι την πρωτοκαθεδρία κατέχει το κόκκινο εκείνο που οι Γάλλοι αποκαλούν «apres le crime». Απέναντί του στέκει η οικογένεια του μπλε, που όπως μας δίδαξε στη σειρά των 140 πινάκων τού Ocean Park ο Richard Diebenkorn, είναι και πολυμελής και φωτεινή. Το σχέδιο πάλι «αεί γεωμετρεί». Κρατά τις εύθραυστες ισορροπίες στη σύνθεση, επιβάλλει πειθαρχία στο αδέσποτο βλέμμα και σε αγαστή συνεργασία με τις τονικές διαβαθμίσεις του χρώματος αποκαλύπτει τον εσώτερο ρυθμό του έργου. Με ένα λόγο: το χρώμα ερεθίζει, το σχέδιο χαλιναγωγεί.   

     
Όπως πολλοί μοντέρνοι εικαστικοί έτσι και ο ζωγράφος μας ταλαντεύεται ανάμεσα στην παραστατικότητα και την αφαίρεση. Αυτός ο διχασμός ωστόσο αποδεικνύεται γόνιμος: και τούτο ποιείν κ’ ακείνο μη αφιέναι! Μόνο ο αμφιδέξιος αντιλαμβάνεται πως η επιλογή μιας τεχνοτροπίας δεν γίνεται χάριν της τεχνοτροπίας, αλλά χάριν της Τέχνης. Ο ζωγράφος λοιπόν οφείλει να μετασχηματίζεται.
[…] Ευπρόσδεκτος είναι και ο θεματολογικός τίτλος της έκθεσης: «Ναρκισσισμοί».

[…] Ο μύθος για τον Νάρκισσο, τον εκπάγλου καλλονής γιο του βοιωτικού Κηφισσού και της Νύμφης Λειριόπης παραδίδεται από τον Οβίδιο στις Μεταμορφώσεις του (ΙΙΙ, 341, κε). Άνδρες και γυναίκες, αλλά και η Νύμφη Ηχώ με τη θρυμματισμένη φωνή ερωτεύονται τον Νάρκισσο, που παραμένει ψυχρός και απόμακρος. Μια μέρα που είχε σκύψει διψασμένος στα κρυστάλλινα νερά μιας λίμνης είδε το είδωλο της μορφής του να καθρεπτίζεται και το ερωτεύτηκε παράφορα. Όλες οι προσπάθειές του να αγκαλιάσει και να φιλήσει το είδωλο αυτό απέβησαν μάταιες. Πέθανε λοιπόν από το μαράζι τού ανεκπλήρωτου έρωτα και μεταμορφώθηκε στο ομώνυμο άνθος με το μεθυστικό άρωμα.

[…] Νάρκισσος όμως δεν είναι μόνο ο ποιητής, αλλά και ο ζωγράφος, όπως μαρτυρεί η πληθύς των αυτοπροσωπο-γραφιών. Όσο για το ζωικό βασίλειο δεν είναι μόνο ο αλέκτωρ που αρχίζει όρθρου βαθέος να ναρκισσεύεται, αλλά και όλα τα άλλα ζώα στον καιρό των ερώτων τους.

[…] Είμαστε ευγνώμονες στον Ιάκωβο Κουμή που τόλμησε να κάνει ορατή μιαν από τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου, το Ναρκισσισμό. Ήδη στον Όμηρο οι αοιδοί, όπως υποδηλώνουν τα ονόματά τους, Φήμιος (: ο ξακουστός) και Δημόδοκος (: ο κοσμαγάπητος) και η γεμάτη αυταρέσκεια δήλωση του ενός «αυτοδίδακτος δ’ ειμί» (Οδ. χ 347), αλλά και οι πλαστουργοί της αρχαϊκής εποχής που έγραφαν μετά από το όνομά τους το επίθετο σοφός (: ο καλός τεχνίτης) ήταν αθώοι νάρκισσοι, και δικαίως. Όσο για την εποχή μας, βρισκόμαστε, όπως έδειξε ο Ch. Lasch, Das Zeitalter der Narzissmus (Μόναχο 1980), στον αιώνα του γενικευμένου ναρκισσισμού.

Ο ίδιος ο ζωγράφος, για τους «Ναρκισσισμούς», την αγάπη του για τη ζωγραφική  και την έως τώρα πορεία του, αναφέρει:

Γεννήθηκα και μεγάλωσα δίπλα στη θάλασσα, εκεί που συχνά φυσάει δυνατός άνεμος, έχοντας κατανοήσει ότι οι γρήγορες ζωγραφιές με προετοίμαζαν για το Μεγάλο Πίνακα. Έτσι όπως γίνεται με τα καράβια που πιάνουν λιμάνια στο δρόμο της επιστροφής, ώσπου να αράξουν στην πατρίδα. Κι ενώ έπρεπε να κάνω υπομονή, συνέχιζα να ονειρεύομαι…

Στην πρώτη μου ατομική έκθεση ζωγραφικής, με τίτλο «Όταν αλλού πατάει η καρδιά και αλλού ο νους», φιλοδοξία μου ήταν να καταδείξω τη δυσκολία τού να επιδίδεται κανείς ταυτόχρονα σε δύο φαινομενικά ασύμβατες ενασχολήσεις, την Tέχνη και την Iατρική -αμφότερες απαιτητικές- που καταλαμβάνουν εξίσου ζωτικό χώρο στην ζωή μου.

Η δεύτερη ατομική μου έκθεση, με τίτλο «Ασκήσεις Υπομονής», αποτελεί συνέχεια της πρώτης. Σ\’ αυτή τη δουλειά, μέσα από έντονα χρώματα, έκανα μια προσπάθεια αποτύπωσης του επιθυμητού μέλλοντος, διάστικτου από σταλαγματιές μνήμης, το οποίο κυριαρχεί στα όνειρά μου, έστω κι αν πρέπει να γίνονται Ασκήσεις Υπομονής μέχρι την πραγμάτωσή του. Η τεχνική με τις σύριγγες και τα ακρυλικά χρώματα που χαρακτηρίζει τη δουλειά της πρώτης έκθεσης, συμπληρώνεται με χρωματιστή κιμωλία η οποία «βάφει» τα όνειρα. Αλλά χρειάζεται υπομονή.

Η τρίτη μου ατομική έκθεση, με τίτλο «Στιγμές κόκκινες», έρχεται να συμπληρώσει τις άλλες δυο και είναι η έκθεση της καρδιάς! Έργα που έχουν ζωγραφιστεί στα διαλείμματα των «Ασκήσεων Υπομονής». Οι στιγμές που η καρδιά αγνοεί το νου είναι βαμμένες κόκκινες.

Η τέταρτη έκθεση, με τίτλο «Ρίζες ονείρων», πραγματεύεται τις διαστάσεις των ονείρων: τη μνήμη, τις επιθυμίες και τους φόβους μας. Στις μνήμες μου, τα πρόσωπα, τα καράβια και τα σπίτια μπερδεύονται και φτιάχνουν όνειρα.

Η πέμπτη έκθεση, με τίτλο «Φυγή», προανήγγειλε τη φυγή μου από την Αθήνα. Για να προχωρήσεις πρέπει πρώτα να φύγεις…

Η έκτη έκθεση στα Χανιά, με τίτλο «Συλλογή μνήμης», ήταν κατά κάποιο τρόπο μια αφήγηση της πορείας μέχρι την επιστροφή στη δική μου Ιθάκη.