«Μια αληθινή ιστορία» είναι ο υπότιτλος του τελευταίου βιβλίου του Ηλία Μαγκλίνη και, πράγματι, πρόκειται για την αληθινή ιστορία της οικογένειας του ίδιου του συγγραφέα, η οποία συνδέθηκε καθοριστικά με την Ιστορία του τόπου. Ζωές που χάθηκαν βίαια, οικογένειες που διαλύθηκαν ή κατάφεραν να κρατηθούν ενωμένες παρά τη διαφορετική πολιτική τους στάση. Και μέσα σ’ όλα, μια μαρτυρία για τις ανθρώπινες σχέσεις, με επίκεντρο τη σχέση πατέρα-γιου όπως αυτή βιώθηκε από γενιά σε γενιά.


– Το βιβλίο σας Είμαι όσα έχω ξεχάσει δεν κατηγοριοποιείται εύκολα: δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας, αφού πραγματεύεται την ιστορία της οικογένειάς σας με επίκεντρο τον παππού και τον πατέρα σας, παρά την εκτενή αναφορά σε ιστορικές πηγές και μαρτυρίες είναι πολύ προσωπικό για να χαρακτηριστεί ιστορικό, ενώ διανθίζεται και με σύντομα κείμενα σε ποιητική γραφή. Ποιος ήταν ο προσωπικός σας στόχος γράφοντας αυτό το βιβλίο;

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να αφηγηθώ αυτή την ιστορία οικογενειακών μυστικών και απωθημένων. Ήθελα απεγνωσμένα, νομίζω, και επί σειρά πολλών ετών, να δώσω σχήμα, μορφή, να ενώσω το νήμα που συνέδεε μια σειρά άναρχων εικόνων, μισοειπωμένων προτάσεων, παράξενων, εξωτικών φωτογραφιών που ξεθάβονταν κατά καιρούς. Κυρίως είχα ανάγκη να δώσω σχήμα σε έναν κυκεώνα συναισθημάτων και νησίδων μνήμης που με παίδευαν από μικρό. Να βρω απαντήσεις σε ερωτήματα και απορίες. Ήταν σα να φτιάχνεις ένα παζλ, μονάχα που στο τέλος απόμειναν κάμποσα κενά, χαμένα κομμάτια που για ένα μεγάλο διάστημα πίστευα ότι δεν μπορώ να κάνω χωρίς αυτά. Στο τέλος όμως, κατάλαβα πως ίσως να μην είχε και τόση σημασία. Αυτά τα χάσματα ίσως να είναι πιο αναγκαία από τα άλλα. Κάποια ερωτήματα να μείνουν αναπάντητα. Και όλο αυτό υπό την προϋπόθεση ότι η «προσωπική» ιστορία θα έπαυε να είναι προσωπικά ειπωμένη αφού έτσι δεν θα αφορούσε κανέναν. Οπότε έκανα μια καταβύθιση στο προσωπικό για να το διανοίξω προς όλες τις κατευθύνσεις. Μου έφυγε ένα βάρος γράφοντας αυτό το βιβλίο.

– Παρότι παραθέτετε πλήθος προσωπικών μαρτυριών, ταυτόχρονα κλείνετε το μάτι στον αναγνώστη αναφέροντας τη ρωσική παροιμία «λέει ψέματα σαν αυτόπτης μάρτυς». Τελικά υπάρχει μία και μόνη αλήθεια, και πώς μπορεί να φτάσει κανείς σ’ αυτήν;

Δεν θα φτάσει ποτέ σε αυτή. Και δεν ξέρω αν υπάρχει μία και μόνον αλήθεια. Δεν είμαι σίγουρος, δε νομίζω. Η αλήθεια του συγκεκριμένου βιβλίου είναι μία από τις πολλές αλήθειες μιας οικογενειακής ιστορίας ή της ιστορίας μιας κοινότητας, μιας κοινωνίας, μιας χώρας, μιας ιστορικής περιόδου. Όταν ο μεγάλος μου αδελφός διάβασε το βιβλίο, τον εξέπληξαν πολλά: δεν θυμόταν κάποια γεγονότα καθόλου, κάποια δεν τα γνώριζε, άλλα τα θυμόταν αλλιώς. Στο τέλος, καταλήγεις να μην είσαι σίγουρος πως έτσι συνέβησαν τα πράγματα, ότι τα θυμάσαι σωστά. Αρχίζεις να είσαι καχύποπτος με τη μνήμη την ίδια η οποία, είναι γνωστό αυτό, αποτελεί και μια μορφή μυθοπλασίας, επινόησης. Δεν θυμάσαι τα γεγονότα της ζωής σου, θυμάσαι τον τρόπο με τον οποίο τα κατέγραψες, συνειδητά και ασυνείδητα. Και σε μια καταγραφή υπάρχει πάντοτε η επιλογή, η απόκρυψη, το τι αφήνεις έξω και τι αποφασίζεις να συμπεριλάβεις. Σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο βιβλίο, αν υπάρχει μια αλήθεια όντως, αυτή είναι των συναισθημάτων που αναδύονται από τις σελίδες του. Το ότι υπήρξες φορτισμένος με ένα ηλεκτρικό ρεύμα την προέλευση του οποίου αγνοείς επί της ουσίας, αυτό είναι το μόνο στέρεο έδαφος που έχεις κάτω από τα πόδια σου. Ακόμα και αυτό όμως δονείται αέναα. Είναι ένα κατ’ εξοχήν σεισμογενές έδαφος.

– Στο βιβλίο σας τολμάτε να θίξετε σελίδες της ιστορίας που πολλοί θα ήθελαν να ξεχάσουν, στο πλαίσιο της ωραιοποίησης και ηρωοποίησης του “ένδοξου” παρελθόντος, όπως για παράδειγμα τις αγριότητες του ελληνικού στρατού κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας. Πιστεύετε ότι είμαστε συλλογικά έτοιμοι να αντικρίσουμε το παρελθόν με νηφαλιότητα;

Είμαστε περισσότερο έτοιμοι απ’ ό,τι παλαιότερα, νομίζω. Πριν από εβδομήντα χρόνια, π.χ., ο Βελουχιώτης ήταν ένα αιμοσταγές κτήνος και τίποτε άλλο. Πριν από τριάντα χρόνια ο Βελουχιώτης ήταν ένας μυθικός ήρωας και τίποτε άλλο. Σήμερα, νομίζω, πως μπορούμε να μιλήσουμε λίγο περισσότερο για τέτοιες ιστορικές φυσιογνωμίες προσεγγίζοντάς τες πιο γήινα: μπορούμε να δούμε ότι είχαν σάρκα και οστά, ότι ήταν άνθρωποι με αντιφάσεις και αντιθέσεις, με μεγαλείο αλλά και μικρότητες.

Παραδοσιακά είχαμε πρόβλημα με αυτές τις «γκρίζες ζώνες», ακόμα έχουμε. Αλλά όχι τόσο όσο πριν από κάποιες δεκαετίες. Κυλάει ο χρόνος, παίρνουμε τις απαραίτητες αποστάσεις, ωριμάζουμε συλλογικά σε ορισμένα πράγματα, που σημαίνει ότι είμαστε πιο έτοιμοι να ακούσουμε κάποιες δυσάρεστες, ή μάλλον όχι ωραιοποιημένες, αλήθειες. Η Ιστορία στην Ελλάδα αντιμετωπιζόταν κυρίως ως κάτι τέτοιο: ως ένα πεδίο ηρωισμού ή προδοσίας χωρίς να υπάρχει τίποτα στο ενδιάμεσο. Αυτό το ενδιάμεσο όμως είναι η ουσία εν τέλει. Είναι ζωή.

– Εργάζεστε εδώ και πολλά χρόνια ως δημοσιογράφος στην «Καθημερινή». Πώς σας διευκόλυνε ή σας δυσκόλευσε στην έρευνα και στη συγγραφή η τριβή με τον δημοσιογραφικό λόγο;

Με δυσκόλεψε ως προς τους χρόνους, την πίεση και την κόπωση, τις αντοχές μου. Κυρίως όμως με δυσκόλεψε ως προς τον τρόπο. Κάθε φορά που κάθομαι να γράψω, πρέπει να ξεφλουδίσω πολλές φορές αυτό που γράφω για να πετάξω από πάνω του τον δημοσιογραφικό λόγο, που είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τον λογοτεχνικό. Φαινομενικά μοιάζουν μόνον, επιδερμικά, σχηματικά. Είναι δύο τελείως διαφορετικοί τρόποι προσέγγισης των πραγμάτων, αντίληψης, έκφρασης. Η δημοσιογραφία απαιτεί ταχύτητα, η λογοτεχνία βραδύτητα, αν μη τι άλλο. Μπορεί η μία να δανείζεται από την άλλη, μπορεί το ρεπορτάζ να έχει συνειδητά από έναν συγγραφέα αποτελέσει τρόπο ενός μυθιστορήματος ή ένα άρθρο ή μια συνέντευξη να έχει αφηγηματικά χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν περισσότερο σε ένα διήγημα, ωστόσο, είναι δύο πεδία έκφρασης πολύ απομακρυσμένα μεταξύ τους.

Ως προς την έρευνα, που πήρε πολλά χρόνια, με διακοπές και παύσεις φυσικά, η εφημερίδα με δυσκόλεψε και πάλι ως προς τους χρόνους και την ενέργεια που απαιτεί, από την άλλη όμως, το διαπιστευτήριο της «Καθημερινής» μου άνοιξε πόρτες – χώρια που η τριβή με τον δημοσιογραφικό τρόπο συγκέντρωσης υλικού με βοήθησε στο να εξασκηθώ καλύτερα σε αυτό. Πάνω απ’ όλα όμως, η δημοσιογραφία με βοήθησε σε κάτι ζωτικής σημασίας: με βοήθησε να βγω απ’ το καβούκι μου και να έχω πάντοτε κατά νου ότι εκεί έξω υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που δεν ενδιαφέρεται για τις δικές μου εμμονές. Πώς θα τις κάνω και δικές του; Πώς θα ξεσκαρτάρω τις άγονες, αυνανιστικές εμμονές από τις γόνιμες, τις δημιουργικές, αυτές που μπορούν να αποτελέσουν κοινό τόπο με τον άλλο, με τον άγνωστο; Εκεί έγκειται όλη η ουσία. Αυτή η γείωση είναι πολύ σημαντική – αρκεί να μην αφεθείς και σε αποτρέψει από τις απαραίτητες, κάθε τόσο, πτήσεις. Δεν μπορείς συνέχεια να είσαι στον αέρα όπως δεν μπορείς συνέχεια να είσαι δεμένος στο έδαφος.

– Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, της συγγραφής και της έκδοσης του Είμαι όσα έχω ξεχάσει, νιώθετε ότι έχετε καλύψει τα κενά ή έχουν μείνει αναπάντητα ερωτήματα με τα οποία δεν έχετε ακόμα συμφιλιωθεί;

Νομίζω απάντησα παραπάνω: Κάποια ερωτήματα ας μείνουν αναπάντητα. Η όποια συμφιλίωση έγκειται σε αυτή την παραδοχή. Αφήστε που δεν μπορείς να συμφιλιωθείς με όλα, με όλες σου τις μνήμες, τους διαλόγους και τους μονολόγους, τα βλέμματα και τις χειρονομίες που αντάλλαξες είτε με γονείς και φίλους είτε με ερωμένες και συντρόφους. Δυσκολευόμαστε πολύ να το αποδεχθούμε αυτό, ότι δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα (και μιλώ από προσωπική πείρα, δεν εξαιρώ διόλου τον εαυτό μου). Ότι μεγαλώνοντας χάνεις παρά κερδίζεις. Αλλά μέσα από αυτές τις απώλειες υπάρχει και ένα αίσθημα πληρότητας: τα έζησες κάποια πράγματα, τα δοκίμασες, ακόμα κι αν αστόχησες και απέτυχες σε ορισμένα, ακόμα κι αν πλήγωσες και πληγώθηκες, ακόμα κι αν χάθηκαν κάποιοι άνθρωποι και κάποια πράγματα, τα έζησες, είναι δικά σου. Είναι το φυλακτό σου. Αυτό λέγεται ζωή, νομίζω. Μονάχα οι νεκροί δεν κάνουνε λάθη.

– Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, είμαστε άλλοι κλεισμένοι στα σπίτια μας και άλλοι στην πρώτη γραμμή στον πόλεμο με έναν αόρατο εχθρό, έναν ιό. Υπάρχει κάτι να κερδηθεί από αυτό το συλλογικό τραύμα;

Δεν ξέρω, νομίζω αυτό θα φανεί εν καιρώ. Χρειάζεται χρόνος. Κάποια πράγματα θα αλλάξουν, άλλα θα παραμείνουν ίδια. Η ισπανική γρίπη, το 1918, κράτησε χονδρικά περί τους τριάντα μήνες – αλλά αυτό σε μια εποχή χωρίς αντιβιοτικά και με μια ιατρική που ουδεμία σχέση έχει με τη σημερινή. Τριάντα μήνες με περίπου 500 εκατομμύρια κρούσματα και περίπου 50 εκατομμύρια νεκρούς. Απίστευτα νούμερα στην «ουρά» ενός παγκοσμίου πολέμου. Τι δοκιμασία για τις κοινωνίες τότε, ε; Αναλογιστείτε ότι όταν ξεσπούσε η ισπανική γρίπη, η Ελλάδα ξεκινούσε τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Φυσικά και δεν ήταν ίδιος ο κόσμος που ξημέρωσε το 1920 από εκείνον που νύχτωσε το 1918. Αλλά δείτε και πόσα πράγματα παρέμειναν ίδια και απαράλλαχτα. Τα καφέ, τα θέατρα, τα πάρκα, οι παραλίες συνέχισαν να έχουν κόσμο, οι άνθρωποι συνέχισαν να ερωτεύονται, να δημιουργούν και να σκοτώνονται.

Η δική μας γρίπη ήρθε σαν ουρά σε μια δεκαετή οικονομική κρίση που άλλαξε πολλά. Οπότε θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε σε ποιο βαθμό πανδημία και οικονομία θα αλλάξουν τις ζωές μας στη συνέχεια. Προσωπικά, περισσότερο ανησυχώ από τυχόν ανάφλεξη του ιού στο κοντινό μέλλον αλλά και από άλλες επιδημίες εξαιτίας της ανωμαλίας στην διατροφική αλυσίδα και της κλιματικής αλλαγής γενικότερα. Κάποιοι ειδικοί λένε πως θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τις πανδημίες από δω και πέρα. Ελπίζω να μην είναι έτσι, κυρίως για τα παιδιά μας. Αν είναι να κερδηθεί κάτι, αυτό είναι ό,τι ο αποκομίζει ο καθένας μας, και η κάθε κοινωνία συλλογικά, μέσα από μια ακραία εμπειρία. Ίσως και τίποτε απολύτως.


Κεντρική φωτογραφία θέματος: Χριστίνα Μπρατούσκα


Διαβάστε επίσης:

Είμαι όσα έχω ξεχάσει – Ηλίας Μαγκλίνης