Η κοινωνική και πολιτική πορεία της Ελλάδας, της Χιλής, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας λίγο διαφέρουν σε εκείνα τα κρίσιμα χρόνια της δεκαετίας του ’60 και του ’70 όταν είχαν και στις τέσσερεις χώρες εδραιωθεί απολυταρχικά και δικτατορικά καθεστώτα καταπατώντας κάθε έννοια δημοκρατίας. Τα καθεστώτα αυτά ήταν αναμφίβολα σκληρά και αδυσώπητα, απάνθρωπα και αμείλικτα καθώς προσπαθούσαν να επιβάλλουν με βάρβαρο τρόπο τις πολιτικές τους και να φιμώσουν κάθε μορφή αντίστασης. Η συγγραφέας, με αυτό το συγκλονιστικό μυθιστόρημα που αγγίζει τόσο την ιστορία όσο και την πολιτική και βέβαια την ίδια την κοινωνία, καταβυθίζεται σε έναν κόσμο όπου το λόγο έχουν οι βασανιστές, αυτοί που το πρωί βασάνιζαν και χτυπούσαν δίχως έλεος ανθρώπους και το βράδυ διάβαζαν παραμύθια στα παιδιά και ζούσαν μια κανονική ζωή σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό.

Είναι γνωστές άλλωστε οι μέθοδοι της δικτατορίας Πινοτσέτ που καθαίρεσε τον εκλεγμένο πρόεδρο της χώρας Σαλβαδόρ Αλιέντε, δολοφονώντας τον χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Ο Πάμπλο Νερούδα έχει αφιερώσει στίχους του για αυτήν την περίσταση και κυνηγήθηκε σφόδρα από το καθεστώς χωρίς αυτό να τον πτοήσει ούτε στιγμή. Πολλοί άνθρωποι δημοκράτες πάλεψαν για τη δημοκρατία και για την ελευθερία με τίμημα τη ζωή τους και χύθηκε αθώο αίμα από τους δυνάστες που είχαν σπείρει τον πανικό και είχαν θρέψει την ασυδοσία με την οποία αντιμετώπιζαν τους κατατρεγμένους ανθρώπους που το μόνο που ζητούσαν ήταν δικαιοσύνη. Η ιστορία και του δικού μας Αλέξανδρου Παναγούλη είναι γνωστή σε όλους, έτσι όπως μας τα περιγράφει και η Οριάνα Φαλάτσι στο βιβλίο της.

Η Φερνάντες επιχειρεί με εξαιρετική δεξιοτεχνία και ωριμότητα γραφής να μιλήσει για εκείνα τα συμβάντα που καίνε τους βασανιστές, για τον τρόπο καταστολής, για τα επικίνδυνα παιχνίδια των αξιωματικών που υπηρετούσαν ένα φαύλο καθεστώς. Στη ζώνη του λυκόφωτος πέφτει το φως της έρευνάς της, σε εκείνη τη ζώνη όπου από τη μία εμφανίζονται φαντάσματα με πρόσωπο απρόσωπο και εξοντώνουν συνειδήσεις και αξιοπρέπεια ενώ από την άλλη υπάρχουν οι γεμάτοι με αίματα άνθρωποι, με εμφανή τα σημάδια των βασανισμών πάνω στο κορμί τους να γεύονται τον πικρό καρπό της απανθρωπιάς ωσάν Άγιοι ζωγραφισμένοι από τον Καραβάτζιο ή τον Μαντένια.

Με ένα κείμενο τόσο ωμό αλλά και τόσο αληθινό, ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός μιας κατάστασης που δεν χωράει ωραιοποιήσεις μα αναζητά μαρτυρίες και καταγραφές για να ξεγυμνώσει και την παραμικρή αμφιβολία ως προς τη δράση ενός συστήματος εξόντωσης και εξολόθρευσης ανθρώπων. Λόγο στο μυθιστόρημα έχει ο βασανιστής, αυτός είναι ο πρωταγωνιστής που λύγισε και αναγκάστηκε να εξομολογηθεί όλα όσα συνέβαιναν στα παρασκήνια, όλα όσα λάμβαναν χώρα στα σκοτεινά και ανήλιαγα δωμάτια όπου οδηγούνταν οι αντιστασιακοί και ελεύθεροι άνθρωποι που διεκδικούσαν κάτι τόσο απλό μα και τόσο πολύπλοκο, την ελευθερία τους από τα βάσανά τους και την επαναφορά της δημοκρατίας. Τα λόγια του βασανιστή είναι μαχαιριά στην καρδιά, είναι ανοιχτή πληγή για εκείνους που διαβάζουν το κείμενο αλλά δεν πρέπει να εκπλήσσονται γιατί η ανθρώπινη αγριότητα έχει δείξει και στο παρελθόν πως μπορεί με ευκολία να γίνει μια θλιβερή κανονικότητα.

“Ο άντρας που βασάνιζε λέει πως αυτός συνέχισε να κάνει τη δουλειά του με τους κρατούμενους. Έμαθε να τους πηγαίνει στις ανακρίσεις και στα βασανιστήρια. Έμαθε να τους φέρνει πίσω. Έμαθε να τους επιτηρεί για να μη μιλάνε μεταξύ τους, έμαθε να τους κάνει να τρώνε ή να στέκονται όρθιοι, αν αυτό ήταν η σειρά τους να κάνουν”. Ο άνδρας που βασάνιζε μιλάει για όλα και αποκαλύπτεται η υποκρισία του, η αναισθησία και το πάθος του να διαλύει κάθε ικμάδα αξιοπρέπειας, να μην ενδίδει στην καλοσύνη και την κατανόηση, να δρα ως ένα κτήνος που το μόνο που ζητάει είναι να ξεσκίζει σάρκες και να βλέπει τον ιδρώτα και το αίμα να τρέχει σαν ποτάμι. Αναρωτιέται κανείς μέσα από τις περιγραφές της Φερνάντες αν όλα αυτά τροφοδοτούν μια κάποιου είδους ικανοποίηση, μια ευχάριστη θρέψη του εγώ και της ανάγκης για επίδειξη εξουσίας.

“Ο άντρας που βασάνιζε λέει πως ο σύντροφος Γιούρι ζήτησε νερό και ένας από τους δεσμοφύλακες άνοιξε λίγο τη βρύση του ντους για να πιει ο σύντροφος Γιούρι. Ο άντρας που βασάνιζε λέει πως ο δεσμοφύλακας έκλεισε τη βρύση, αλλά ο σύντροφος Γιούρι συνέχισε να παραπονιέται ότι διψούσε”. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε παρά πλασματικό ενδιαφέρον για τους κρατούμενους, μιας και οι συνθήκες κράτησης και η διαβίωση στις γεμάτες υγρασία φυλακές ήταν γεμάτες με ένα ανυπόφορο συναίσθημα που δύσκολα εκφράζεται και τουλάχιστον χαρακτηρισμένες από μια αθλιότητα. Οι βασανιστές δεν είχαν καμία ενσυναίσθηση για τα πεπραγμένα τους και δεν υπήρχε ούτε καν από μέρους η αντιμετώπιση των κρατουμένων ως όντα. Είναι αλήθεια πως σε τέτοιες συνθήκες ούτε ζώα θα μπορούσαν να επιβιώσουν.

Η Φερνάντες μας παραδίδει ένα μοναδικής ομορφιάς μυθιστόρημα που αξίζει να διαβαστεί και να προσεχτεί γιατί τα διδάγματα είναι πολλά, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ξεδιπλώνει το κουβάρι των γεγονότων, ο τρόπος με τον οποίο εστιάζει στο πρόσωπο του βασανιστή που αποφάσισε τελικά να μιλήσει ως εκ θαύματος είναι στοιχεία που αποκαλύπτουν το μέγεθος και το ευρύ φάσμα της χειρότερης πλευράς της ανθρώπινης φύσης, μια παράδοση κακή που νομίζαμε πως είχαμε ξεχάσει. Η μετάφραση τέλος του Κώστα Αθανασίου δίνει πνοή στο κείμενο και ο Έλληνας αναγνώστης δεν μπορεί να μείνει ακλόνητος.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

“Δεν έχει σημασία αυτό που βλέπεις, σημασία έχει αυτό που νομίζεις ότι βλέπεις”
“Είναι πάντα ερεθιστικό να βλέπει κανείς ελκυστικούς ανθρώπους να μάχονται για τη δικαιοσύνη”

Διαβάστε επίσης:

Η Ζώνη του Λυκόφωτος: Το βιβλίο της Νόνα Φερνάντες Σιλάνες από τις εκδόσεις Gutenberg