Μια παρθένα–μητέρα που γοητεύει εδώ και έναν αιώνα: Η Θεία Τούλα ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματα ενός από τους μεγαλύτερους Ισπανούς λογοτέχνες, του Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, ένα «από τα 100 καλύτερα βιβλία που γράφτηκαν στα ισπανικά», όπως τονίζει η El Mundo.

Η Χερτρούδις, μια γυναίκα που ξυπνά «τη λαχτάρα για απόλαυση» απορρίπτει προτάσεις γάμου και επιλέγει να αγνοεί τον έρωτα και το κορμί της για να μεγαλώσει τα παιδιά της αδελφής της. Ζει με τον κουνιάδο της, αλλά δεν θέλει να τον παντρευτεί για να μην σπιλώσει τον χώρο όπου ζουν τα «παιδιά της»· απεχθάνεται την «αντρίλα», αλλά είναι στιγμές που «νιώθει μέσα της καταιγίδες»· είναι πουριτανή, αλλά αρνείται πως μοναδικός σκοπός της γυναίκας είναι ο γάμος· δεν έχει ερωτικές σχέσεις, αλλά γίνεται μητέρα· κυβερνιέται από την πίστη της στην αγνότητα και την αθανασία, αλλά αναγνωρίζει και το «ερεθιστικό αεράκι της θάλασσας». Μια γυναίκα, παράδοξη, περίπλοκη, στο πρόσωπο της οποίας ο Ουναμούνο βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τις γυναίκες, τον ερωτισμό, τον θεσμό της οικογένειας, τη μητρότητα, την αδελφική αγάπη, τη θρησκεία, την έννοια της «θυσίας».

Ένα μυθιστόρημα με γρήγορη δράση που παραμένει πάντα σύγχρονο μια και, όπως γράφει ο μεταφραστής του Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, «τα πρόσωπα μας παρουσιάζονται ουσιαστικά χωρίς τον περιβάλλοντα υλικό κόσμο: διαθέτουν μόνο τα συναισθήματά τους, τα πάθη τους, τα μίση και τις συμπάθειες τους», χαρακτηριστικά δηλαδή διαχρονικά.

Η μετάφραση του μυθιστορήματος βασίζεται στην εγκυρότερη εκδοχή του, αυτή των εκδόσεων Cátedra. Το βιβλίο περιλαμβάνει επίσης τον πρόλογο του Μιγκέλ ντε Ουναμούνο και εκτενές επίμετρο με πλήθος πληροφορίες για το έργο και τον συγγραφέα.


Ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο (Μπιλμπάο, 1864 – Σαλαμάνκα, 1936) είναι, όπως γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης, «η πιο παλλόμενη και πιστή προσωποποίηση του αιώνιου Δον Κιχώτη». Από τους σημαντικότερους και γνωστότερους Ισπανούς μυθιστοριογράφους, ποιητές, θεατρικούς συγγραφείς και φιλοσόφους σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή της Μαδρίτης και το 1891 έγινε Καθηγητής των Ελληνικών, και μετά Πρύτανης, στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας. Το 1914 απολύθηκε από τη θέση του, εξαιτίας της αντίθεσής του προς τη συντηρητική κυβερνητική πολιτική, αφενός, και των αμφιβολιών του σχετικά με τον βαθιά ριζωμένο στην Ισπανία καθολικισμό, αφετέρου, που εξέφραζε με τα έργα του. Το 1923 το δικτατορικό καθεστώς του Πρίμο ντε Ριμπέρα τον εξόρισε στις Κανάριες Νήσους, απ’ όπου διέφυγε στη Γαλλία, όπου έμεινε μέχρι την πτώση της δικτατορίας του Ριμπέρα, το 1930, για να επιστρέψει μετά στο Πανεπιστήμιο. Ανήκει στη λεγόμενη «Γενιά του 1898», μαζί με τους Αντόνιο Ματσάδο, Ασορίν, Πίο Μπαρόχα, Βάλλιε-Ινκλάν.