Θα ήταν ύβρις να προκαλέσει και να αμφισβητήσει κάποιος με τη γραφή του τη φήμη και το όνομα του Αργεντινού Χόρχε Λουίς Μπόρχες; Θα ήταν άτοπο να ευαγγελιστεί την μη ύπαρξη ενός λογοτεχνικού θηρίου όπως ήταν ο Μπόρχες και να συνωμοτήσει ως προς την ίδια του την οντότητα; Όχι απαραίτητα και αυτό αποδεικνύει ο Γκάστον Φιόρδα, ο οποίος ουσιαστικά γράφει ένα μυθιστόρημα ιδιότυπα ευφυές που αγγίζει τα όρια της μεταφυσικής και του παραλόγου. Σαν να είναι αυτό το βιβλίο μία από εκείνες τις εκκεντρικές και αλλόκοτες υπάρξεις που ο μέγας δάσκαλος Μπόρχες έπλασε με το μυαλό του βασισμένος σε μυθικά όντα άλλων πολιτισμών. Σαν ο Φιόρδα να πήρε το νήμα από εκεί που ο Μπόρχες το άφησε και να συνεχίζει τον ρου της λογοτεχνικής αφήγησης. Ο ίδιος ο Μπόρχες είναι το εργαλείο και ο μοχλός έμπνευσης για τον Φιόρδα και χτίζει αυτό το σύγγραμμα με τόλμη και θάρρος απέναντι σε έναν λογοτέχνη που αρεσκόταν να παίζει με παράξενα όντα και φανταστικές ιστορίες. Σε αυτό το πλαίσιο και σε αυτό το φάσμα κινείται ο Φιόρδα και παρουσιάζει μία άλλη πτυχή της λογοτεχνικής ιστορίας παραμένοντας πιστός στον δάσκαλό του ενώ αποτίνει τον πρέποντα φόρο τιμής.

Η επινόηση ενός περίεργου “μύθου”

Η ιστορία του Φιόρδα είναι ένα μυστήριο, είναι όμως παράλληλα και ένα παιχνίδι, ένα αίνιγμα σαν εκείνο της σφίγγας που ο Μπόρχες είχε μελετήσει. Ποιος κρύβεται πίσω από τη συνωμοσία, ποιος λέει αλήθεια και ποιος ψέματα, ποιος ήταν ο Μπόρχες τελικά; Ο Φιόρδα καταπιάνεται με την πεποίθηση πως ο Μπόρχες ποτέ δεν υπήρξε και πως η μορφή του είναι ένα απλό αποκύημα της υπέρμετρης φαντασίας αλλά και ένα τέχνασμα μιας ομάδας, της λεγόμενης Sur. Τα μέλη της τελευταίας θεωρητικά σκαρφίστηκαν το όνομά του αλλά στην πραγματικότητα πίσω από τα αριστουργήματα του Αργεντινού λογοτέχνη είναι ένα άλλο πρόσωπο και μάλιστα θηλυκού φύλου. Πραγματοποιείται μέσα από έντονους αλλά και πικάντικους διαλόγους η πλήρης αποδόμηση της φυσιογνωμίας Μπόρχες και σιγά σιγά αποκαλύπτεται η πλεκτάνη και η συνωμοσία της επινόησης του ονόματος Μπόρχες. Η ιστορία μέσω της αφήγησης λαμβάνει πράγματι διαστάσεις κανονικού θρίλερ και ο αναγνώστης βρίσκεται ανάστατος περιμένοντας να λυθεί ο γόρδιος δεσμός. Το βιβλίο αυτό, το αντίτυπο που ανακαλύπτεται, είναι η επιτομή της δραματικής κορύφωσης ενός αινίγματος που σιγά σιγά ξεδιπλώνεται για να αναδειχθεί τελικά ο ρόλος του Μπόρχες στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ο Μπόρχες σε κάθε περίπτωση και στη πορεία της αφήγησης είναι ο πρωταγωνιστής, είναι εκείνος που λαμβάνει όλα τα φώτα πάνω του. “Στο άγριο κέρας ενός ουράνιου τόξου εμείς, / οι ξιφολόγχες, / θα υμνήσουμε το έπος τους / μ’ ένα ξημέρωμα σε κάθε αιχμή μας.”

Όλα περιστρέφονται γύρω από τις ιστορίες και τις απόκοσμες αφηγήσεις του ίδιου του Αργεντίνου, άρα και η ιστορία αυτή εγγράφεται με δεξιοτεχνία και περίτεχνο τρόπο στον συμπαντικό κόσμο του Μπόρχες μέσω του  θρύλου του, μέσω των ιστοριών που ο ίδιος άφησε παρακαταθήκη και άρα ο Φιόρδα χρησιμοποιεί κατά μία έννοια για να στήσει τη δική του μοναδική ιστορία. Πρέπει κανείς να γνωρίζει τα όριά του και να γνωρίζει επίσης πως μπορεί να αναμετρηθεί, έστω και σε αυτό το επίπεδο, με το όνομα Μπόρχες. Ο Φιόρδα δεν προσβάλει κανέναν αλλά καταφέρνει να συναρπάσει τον αναγνώστη και να εμφυσήσει την αγάπη και το πάθος για το έργο του Μπόρχες καλώντας μας να ανατρέξουμε εμμέσως πλην σαφώς στα βιβλία και τους στίχους του. Παίζει ανοιχτά ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, στο φυσιολογικό και το μεταφυσικό, ανάμεσα στο μύθο και την αλήθεια, εγγράφει στην αφήγησή του τη δύναμη που έχει ο λόγος του Μπόρχες και είναι συχνές οι αναφορές σε έργα του. Είναι και αυτό ένα αποδεικτικό στοιχείο πως ο Φιόρδα καθίσταται ο καλύτερος διαφημιστής του Μπόρχες, χωρίς να σημαίνει πως ο τελευταίος έχει ανάγκη κάτι τέτοιο. Και όμως αφού η επανάληψη είναι η μήτηρ της μαθήσεως ο Φιόρδα είναι ένας πιστός και άξιος γιος.

“Ξεκίνησα όπως έπρεπε: συστηματοποιώντας τις πληροφορίες για όλα όσα είχαν συμβεί ͘  ακόμα κι αυτές για τις οποίες η ενημέρωση μου ήταν ελλιπής. Κι οδηγήθηκα αστραπιαία σ’ ένα συμπέρασμα: σύμφωνο υπήρξε. Μία πράξη ανάμεσα στο ονειρικό και στο πραγματικό, ανάμεσα σε δύο φύσεις όχι αντιφατικές με τη στενή έννοια του όρου, αλλά σχεδόν συμπληρωματικές και κατ’ ανάγκην αλληλένδετες”. Και στο διήγημα “Ο άλλος” ο Μπόρχες αυτοψυχαναλύεται: “Εγώ που δεν υπήρξα πατέρας, ένιωσα γι’ αυτό το καημένο αγόρι, που το αισθανόμουν πιο οικείο κι απ’ το αν ήταν σαρξ εκ της σαρκός μου, ένα κύμα αγάπης”. Αυτή την αγάπη σίγουρα ο Μπόρχες τη μεταλαμπάδευσε και στις επόμενες γενιές και ιδού το αποτέλεσμα. Εξάλλου ο Μπόρχες ήταν αυτός που είχε πει “πάντα φανταζόμουν τον παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης”.


Απόσπασμα

“Είχε δίκιο εκείνος ο άλλος όταν προειδοποιούσε ότι βιβλιοθηκάριοι απεχθάνονται τη δεισιδαίμονα και ανώφελη συνήθεια της αναζήτησης νοήματος στα βιβλία, και την παρομοιάζουν με τη συνήθεια να διαβάζουμε τα όνειρά ή τις χαοτικές γραμμές του χεριού”.