Το βιβλίο του Λέοντος Τολστόι, Η σονάτα του Κρόυτσερ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές σε μετάφραση του Ολέγ Τσυμπένκο.

Η “Σονάτα του Κρόυτσερ”, ίσως το πιο αμφιλεγόμενο έργο του Λέοντα Τολστόι, ανήκει στην ύστερη φάση της λογοτεχνικής του πορείας, γραμμένο την εποχή που ο Ρώσος κλασικός έχει ξεπεράσει τη βαθιά κρίση που επηρέασε κάθε πτυχή της ζωής του, έχει αποκηρύξει την πρότερη δημιουργία του κι έχει επαναπροσδιορίσει τον συγγραφικό του ρόλο. Στη φιλοσοφική αυτή νουβέλα, ισορροπεί με μαεστρία ανάμεσα στην ψυχογραφική ανάλυση, την κοινωνική κριτική και τη λογοτεχνική αφήγηση, φωτίζοντας τις πολύπλευρες διαστάσεις ενός φαινομενικά απλού εγκλήματος.

Στο βαγόνι ενός τρένου, σ’ ένα ιδανικό σκηνικό για μύχιες εκμυστηρεύσεις μεταξύ αγνώστων, ένας ιδιόρρυθμος άντρας εξηγεί γιατί σκότωσε τη σύζυγό του – και, καθώς ξετυλίγει την ιστορία του, περιγράφει πώς διαταράχθηκε, απ’ τα εφηβικά του κιόλας χρόνια, μια για πάντα η σχέση του με τη Γυναίκα, πώς έμαθε να καταπιέζει τη σεξουαλικότητά του, πώς βίωνε την υποκρισία που χαρακτηρίζει την ερωτική συμπεριφορά, πώς τελικά αποδέχτηκε τη νόμιμη πορνεία του γάμου. Μ’ ένα λόγο που ταλαντεύεται ανάμεσα στον νηφάλιο κυνισμό και την ωμή ειλικρίνεια, ο παράδοξος αυτός ήρωας του Τολστόι αποκαλύπτει αλήθειες που εξακολουθούν να σοκάρουν και καλεί τον αναγνώστη να επανεξετάσει τις αντιλήψεις του σχετικά με τη “μάχη” των δύο φύλων, την αληθινή φύση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και την τάση του να εκχωρεί ή να επιζητεί εξουσία πάνω στο συνάνθρωπο.

Στην έκδοση περιλαμβάνεται και ο “Επίλογος” του συγγραφέα, στον οποίο ο Τολστόι δίνει απάντηση στην κριτική που δέχθηκε το έργο -ένα κείμενο που συζητήθηκε εξίσου, ίσως και περισσότερο απ’ την ίδια τη νουβέλα και που μας βοηθά να προσεγγίσουμε τον Τολστόι ως συγγραφέα, ως φιλόσοφο και ως άνθρωπο-, καθώς και αναλυτικό επίμετρο με βιογραφικές και κριτικές αναφορές στη “Σονάτα”.


Ο Λέων Τολστόι (1828-1910) είναι ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες, γνωστός στο ευρύ κοινό πρωτίστου για τα έργα του “Πόλεμος και Ειρήνη” και “Άννα Καρένινα”, που συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών. Η ζωή του Τολστόι χαρακτηρίστηκε από μεγάλες αντιθέσες, καθώς τα πρώτα άσωτα χρόνια της αριστοκρατίας τα διαδέχτηκε η ριζοσπαστική μεταστροφή του προς την άρνηση του πλούτου, τη φιλανθρωπία και προς έναν ιδιόμορφο ειρηνιστικό και χριστιανικό αναρχισμό, που έτυχε θαυμασμού από προσωπικότητες όπως ο Γκάντι και επισφραγίστηκε με τον αφορισμό της Ρωσικής Εκκλησίας. Η στροφή στην κοσμοθεωρία του άρχισε να συντελείται με την απογοήτευση που γεύτηκε πολεμώντας με τον ρώσικο στρατό σε διάφορα μέτωπα μέχρι το 1856, όταν και έγραφε τα πρώτα του έργα, αυτοβιογραφικά σε μεγάλο βαθμό. Ο πόλεμος γυμνός, χωρίς πατριωτικά πλουμίδια, σκιαγραφήθηκε στα “Διηγήματα της Σεβαστούπολης” (1855). Λίγο μετά ο Τολστόι αφοσιώθηκε στα κτήματα του, γράφοντας παράλληλα τους “Κοζάκους” (1863) και τον “Πολικούσκα” (1863), έκφραση της γοητείας που του ασκούσε ο χωριάτικος τρόπος ζωής και συνάμα της αποστροφής του για την αριστοκρατική τάξη πραγμάτων, της οποίας ο καθωσπρεπισμός στηλιτεύτηκε στην “Άννα Καρένινα” (1875-77). Στον “Πόλεμο και Ειρήνη” (1865-69), έργο που βασίστηκε σε ιστορικές μαρτυρίες και ντοκουμέντα όπως τα επεξεργάστηκε η πολιτική σκέψη του Τολστόι, επιχειρήθηκε η ανατροπή της ιστορικής μυθοπλασίας, η αποκαθήλωση των ηγετικών μορφών και η ανάδειξη του ρόλου των απλών στρατιωτών. Στα τελευταία έργα του, όπως είναι “Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς”” (1886), “Η σονάτα του Κρόιτσερ” (1887-9), “Ο Διάβολος” (1889-90) και η “Ανάσταση” (1899), ο Τολστόι ανέλυσε πτυχές της γνήσιας χριστιανικής αρετής σε αντιδιαστολή με τον τυπικισμό, μια αρετή που εφάρμοσε ζώντας ασκητικά, παρά τις σοβαρές αντιρρήσεις της γυναίκας του και την αποστασιοποίηση του από το οργανωμένο κράτος και την επίσημη Εκκλησία. Πλήθη όμως ολόκληρα τον θεωρούσαν πρότυπο και προσπαθούσαν να τον γνωρίσουν από κοντά, στη δύση πλέον της ζωής του.


Ο Γιάννης Αντωνιάδης γράφει κριτική για το βιβλίο.