Ο Λέων Τολστόι είχε γράψει στα ημερολόγιά του: «Για να μπορέσει κανένας να πλησιάσει το Θεό, πρέπει να ναι εντελώς μόνος». «Το πιο αξιοσημείωτο συμβάν της ζωής του ανθρώπου είναι η στιγμή που παίρνει συνείδηση του εαυτού του.

Οι συνέπειες του περιστατικού αυτού μπορεί να ναι οι πιο ευεργετικές ή οι πιο φοβερές». Η Σονάτα του Κρόυτσερ είναι εμπνευσμένη από τον Μπετόβεν, την ομώνυμη σονάτα από όπου και πήρε το όνομά της η νουβέλα. Δεν είναι υπερβολή το γεγονός πως ο ρυθμός της νουβέλας αυτής, η οποία έχει εγείρει πλείστα ερωτήματα σχετικά με το νόημά της και τα μηνύματά της, έχει την δραματικότητα του Μπετόβεν, σαν να έχει ντυθεί η μουσική με λόγια μέσα από το πνεύμα του Τολστόι. Εκείνη την εποχή, δηλαδή το 1887 που γράφτηκε η παρούσα νουβέλα, ο Τολστόι είχε φτάσει στην κορύφωση της συγγραφικής του ζωής και είχε εξασφαλίσει στον εαυτό του την άνεση να εκφράζει την εσωτερική φωνή του. Αυτήν δηλαδή την ισχυρή φωνή που αντιπάλευε μέσα του και που ξεστόμιζε και εξωτερίκευε όλα αυτά που τον απασχολούσαν στο μυαλό του, τον προβλημάτιζαν, τον κυρίευαν σε τέτοιο βαθμό που να του προκαλούν πολλές φορές αυτοκτονικές τάσεις. Εργάστηκε πολύ με την σκέψη του, αγαπήθηκε και μισήθηκε για τις απόψεις του, συγκρούστηκε με το κατεστημένο και κήρυξε τον λόγο του Ευαγγελίου βλέποντας γύρω του αλλά και μέσα στην ίδια του την πολυμελή οικογένεια την σαθρότητα και την διάβρωση που είχε υποστεί το ανθρώπινο είδος με πλήθος αμαρτιών που για τον ίδιο ήταν ολέθριες και όφειλαν να διορθωθούν.

Η νουβέλα αυτή προκαλεί στον αναγνώστη την απορία για ποιο λόγο στην πραγματικότητα γράφτηκε. Περιγράφει την σύγκρουση στα ενδότερα της ζωής ενός ζευγαριού με απρόβλεπτες συνέπειες και με την τρέλα να διακατέχει και τους δύο, τρέλα από την μία για την απόλαυση και τρέλα από την άλλη για την παράνοια της απιστίας. Ο αφηγητής που παρακολουθεί τον μοιραίο ήρωα να του αφηγείται τα τεκταινόμενα, ακούει την ιστορία με προσοχή και εμείς, ως αναγνώστες, γινόμαστε μάρτυρες μίας αποτρόπαιης ενδοσυζυγικής αλλοφροσύνης που οδηγεί στο έγκλημα. Ένα έγκλημα βαμμένο με τα χρώματα της εκδίκησης για αυτόν που δεν αντέχει στην ιδέα της δικής του αφοσίωσης και στην ιδέα της εξαπάτησης από την ίδια του την γυναίκα. Στον επίλογο, ο Τολστόι αναπτύσσει ουσιαστικά τους λόγους του ειδεχθούς εγκλήματος ή μάλλον προσκαλεί τον αναγνώστη να αναζητήσει ο ίδιος την δική του ερμηνεία σε όλο αυτό που πριν λίγο αφηγήθηκε. Ο ίδιος ο Τολστόι, από όσο είναι γνωστό, είχε πολλές φιλονικίες με την γυναίκα του, η οποία τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε πάρα πολλές συναισθηματικές εξάρσεις και αντιδράσεις ανεξέλεγκτες σε βαθμό που του προκαλούσε σκηνές αντιζηλίας και είχε εχθρική διάθεση για τα παιδιά του και για τον ίδιο. Ο Τολστόι είχε ανέκαθεν την ανάγκη να καταφύγει στο θείο και δεν είναι τυχαίο πως οι νουβέλες του, τα μυθιστορήματά του όσο και οι χαρακτήρες του έχουν μία αθόρυβη φυγή προς τον δρόμο της σωτηρίας μέσα από γεγονότα που κλονίζουν και ξαφνιάζουν τους ίδιους. Εκεί έγκειται το μεγαλείο του Τολστόι, να καταφέρνει πλήγματα στους ήρωές του και να τους θέτει τα αιώνια ερωτήματα της ύπαρξης, της αγάπης, της πίστης, της ίδιας της ύπαρξης ακριβώς όπως ο ίδιος ένιωθε την γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του και να στροβιλίζεται συνεχώς σε σκέψεις και σε συλλογισμούς.

Ανασφαλής και ανικανοποίητος με τα πλούτη του, αναζητούσε διακαώς και αενάως την σωτηρία της ψυχής του. Στην σονάτα βρίσκουμε όλα εκείνα τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν και επισφραγίζουν μία πορεία διαλόγου με το εγώ του. Δεν γνωρίζουμε ποιον σκοπό εξυπηρετούσε η γραφή αυτής της νουβέλας, ούτε ποιον κατακεραύνωνε, αν κατακεραύνωνε κάποιον ή πάλι σε ποιον απευθυνόταν. Πάντως ο επίλογος που συνοδεύει την ιστορία καθώς και το επίμετρο της Βιργινίας Γαλανοπούλου – εξαιρετική μετάφραση και επιμέλεια για άλλη μία φορά – βοηθάει να κατανοήσουμε πως ο Τολστόι είχε αισθανθεί βαθιά απογοήτευση από την κοινωνία και στόχος του ήταν να επιτελέσει το έργο του συμβούλου προς το κοινό που τον παρακολουθούσε. Η εκκλησία τον είχε αφορίσει και δεν επέτρεπε την έκδοση των βιβλίων του, οι άνθρωποι είχαν διχαστεί σε φανατικούς θαυμαστές και αντίδικούς του, η οικογένειά του η ίδια ήταν χωρισμένη στα δύο. Δεν πρέπει να λησμονούμε πως οι επαφές του με ανθρώπους πνευματικούς της εποχής σε συνδυασμό με τις δικές του αναζητήσεις μέσω των αναγνωσμάτων του είχαν εμφυσήσει μία αγάπη για προσφορά και αφοσίωση στην διαπαιδαγώγηση των χαμένων ψυχών και κυρίως των νέων. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της κατά τα άλλα φιλήσυχης ζωής του, μιας και είχε ανέκαθεν την οικονομική άνεση, είχε εναποθέσει τις ελπίδες του στην καταγραφή των αγωνιών που τον συντρόφευαν και μέσω της νουβέλας αυτής αντιλαμβάνεται κανένας πως η οικογενειακή του ζωή βρισκόταν σε αναβρασμό.

Στο κείμενο αυτό γίνεται λάβρος κατά των σεξουαλικών σχέσεων που δεν αποσκοπούν στην αγάπη, δεν ορίζονται από αγάπη, δεν έχουν την ανάγκη να ενώσουν τους ανθρώπους μέσα από την ανιδιοτελή αγάπη. Οι σχέσεις που προκαλούν την οργή του δεν διέπονται από αληθινή αφοσίωση στον άνθρωπο, είτε πρόκειται για γυναίκα, είτε για άντρα. Μιλάει ανοιχτά για περιορισμό των επίγειων ηδονών, για μελέτη του Ευαγγελίου και για κάθαρση εσωτερική μέσα από συγκεκριμένες καθημερινές δραστηριότητες που δεν μολύνουν το σώμα και το πνεύμα αλλά μας ανυψώνουν στα μάτια του Θεού. Ο λόγος του είναι απόλυτος και κάθετος, διέπεται από μία προφανή διάθεση για κατακραυγή των εκφυλισμένων τακτικών των συμπατριωτών του αλλά και των υψηλά ιστάμενων σε κράτος και εκκλησία. Η ίδια η ιστορία προφανώς και έχει ηθικά διδάγματα για αυτά που κανείς πρέπει να αποφεύγει, να τηρεί και να φυλάει μέσα του, δηλαδή την φλόγα της αληθινής αγάπης και της πίστης σε αυτόν που έχει επιλέξει ως σύντροφο και προστάτη των παιδιών του. Διερωτάται όμως ο σημερινός αναγνώστης, αν όλα αυτά είναι παρωχημένα και πεπαλαιωμένες αντιλήψεις σε μία κοινωνία που όλα έχουν αλλάξει και αυτές οι διδαχές φαντάζουν κάτι ουτοπικό και ονειρικό στην σφαίρα του φανταστικού. Αυτό όμως που είναι σαφές και οφείλει κανείς να λάβει υπόψιν του είναι αυτό που ο ίδιος αναφέρει και έχει επίγνωση αυτού που δηλώνει προς τους ενδιαφερόμενους: «Δεν μας χρειάζονται ιδανικά αλλά κανόνες, σαφείς κατευθυντήριες γραμμές, που να ναι στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, ν’ανταποκρίνονται στις δυνάμεις του μέσου πολίτη». Με λίγα λόγια, ο ίδιος γνωρίζει πως μία τέτοια ιστορία, απλή αλλά και περίπλοκη ταυτόχρονα, μπορεί να βοηθήσει τον σύγχρονο άνθρωπο τόσο της εποχής του όσο και της δικής μας, της ακόμα πιο πεζής, να βρει κάποια πατήματα, να φωτίσει την ψυχή του και να ερμηνεύσει τα λεγόμενά κατά το δοκούν χωρίς όμως να αποκλίνει από αυτά που ο ίδιος πρεσβεύει. Εξάλλου όπως και ο ίδιος πάλι μας επισημαίνει τόσο εύστοχα: «Η λογική είναι ένα φανάρι που κρέμεται στο στήθος καθενός μας. Ο άνθρωπος μπορεί να βαδίσει, να ζήσει, μόνο στο φως του, κι εκείνο πάντα θα φέγγει το δρόμο που απλώνεται μπροστά του». Όπως και αν ερμηνεύσει ο καθένας τα λόγια του Τολστόι και τις φιλοσοφικές του τάσεις για τον κόσμο, ένα είναι βέβαιο. Η διαχρονικότητά του, η αυθεντικότητα του και η προφητική του ματιά στα πράγματα.

«Η ζωή μας θα ήταν μία κόλαση απελπισίας αν είχαμε συναίσθηση της κατάστασής μας. Εμείς όμως ούτε την καταλαβαίναμε ούτε την βλέπαμε»

«Η εγκράτεια είναι λιγότερη επικίνδυνη και λιγότερο βλαβερή για την υγεία απ’ότι η αποχαλίνωση της ερωτικής επιθυμίας»

«Όσο πιο αδύναμο είναι το χέρι μου, τόσο πιο έντονη είναι η ανάγκη για ένα τέλειο πρότυπο»

Το βιβλίο του Λέοντος Τολστόι, Η σονάτα του Κρόυτσερ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές.