Την Τετάρτη 9 Νοεμβίου 2016 στις 20:00 εγκαινιάζεται η ατομική έκθεση του Νίκου Παπαδόπουλου με τίτλο «Η Πόλη των Βράχων» στην γκαλερί ΑΔ.

Η αφήγηση που δημιουργεί ο Νίκος Παπαδόπουλος με την έκθεση αυτή, αλλά και με το σύνολο της τελευταίας δουλειάς του, είναι ένα προσωπικό μονοπάτι που ακολούθησε στο λόφο του Φιλοπάππου. Συχνοί περίπατοι αλλά και in situ καλλιτεχνικές δράσεις με την «Ομάδα Φιλοπάππου» το 2001 τον οδήγησαν να θέσει το ερώτημα του λόφου – κήπου. Ο κήπος δεν αποτελεί φυσικό τοπίο, αλλά αντικατοπτρίζει τις ανθρώπινες αντιλήψεις κάθε εποχής. Συνιστά ένα «ενδιάμεσο» προστατευμένο περιβάλλον ως προς την παρθένα φύση, «εντός των τειχών» του οποίου μπορούμε να διερευνήσουμε και να πειραματιστούμε, να ελέγξουμε και να κρίνουμε, να αποδεχτούμε ή να απορρίψουμε απόψεις για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και το σύμπαν, για τη διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου, για την ίδια την ζωή.

Ο Παπαδόπουλος άρχισε να φωτογραφίζει τους ολάνθιστους «κατοίκους» του λόφου προκειμένου να συντάξει ένα αρχείο χλωρίδας. Σε συναντήσεις όμως με τους υπεύθυνους αρχαιολόγους του λόφου πληροφορήθηκε ότι παλαιότερα ο λόφος ονομαζόταν “Πόλη των Βράχων”. Οι φωτογραφίες έως και το 1920 μαρτυρούν ως κύριο χαρακτηριστικό του τη γύμνια με το μνημείο να αναδύεται στην κορυφή και να διαφαίνονται μόνο κάποια σκόρπια φρύγανα στο τοπίο. Τί μεσολάβησε κι από αυτό το άνυδρο και γυμνό περιβάλλον φτάσαμε σήμερα να περπατάμε στα καταπράσινα μονοπάτια του λόφου;

Μέσα στην παγκόσμια τάση ανασυγκρότησης της θρυμματισμένης Εδέμ, η βασίλισσα Αμαλία δημιουργεί τον πρώτο βοτανικό κήπο στην Ελλάδα, τον Εθνικό Βασιλικό Κήπο. Το Γενάρη του 1900 η πριγκίπισσα Σοφία οργανώνει εκστρατεία φύτευσης στο λόφο. Με πολιτική απόφαση του Κων. Καραμανλή τον Ιανουάριο του 1957, ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης αναλαμβάνει, εκτός από τον περιβάλλοντα χώρο της Ακροπόλεως, το λόφο του Φιλοπάππου και την εκτέλεση της μελέτης του σχετικά με τη χλωρίδα της περιοχής.

Την σχέση πόλης – κήπου – φύσης πραγματευόταν ο Νίκος Παπαδόπουλος και στις δύο προηγούμενες εκθέσεις του στην γκαλερί ΑΔ. Είτε ως κήπος, είτε ως εξοχή, είτε ως στοιχείο που φύεται απρόσμενα και σχεδόν παρασιτικά μέσα στον αστικό ιστό, τα τοπία του Παπαδόπουλου αναπτύσσονται πάνω στις λευκές επιφάνειες με έναν τρόπο ελλειπτικό. Πεδίο της έρευνάς του είναι η ζωγραφική επιφάνεια και πάνω ακριβώς σε αυτήν ξεδιπλώνει τις σκέψεις του, αποτέλεσμα παρατήρησης, μελέτης και τέλος σχολιασμού. Ο κενός χώρος του χαρτιού λειτουργεί υπαινικτικά σαν μία δέσμη που λούζει με άπλετο φως τις εικόνες και το πενάκι ή το μολύβι αντίστοιχα υπακούει στους βασικούς κανόνες του πουαντιγισμού επάνω στο λευκό. Η τελεία παίρνει τη θέση του κόκκου του φωτογραφικού φιλμ ή του ψηφιακού pixel. Με αυτόν τον τρόπο η ποιητική του μετασχηματισμού των φυσικών αντικειμένων σε εικόνες συνεχίζεται με την ζωγραφική γλώσσα η οποία πρώτα αποδομεί την κάθε σκηνή και στη συνέχεια την ανασύνθετει επιλεκτικά. Το κάθε σημείο του έργου μιμείται την ακίδα του εκτυπωτή και η κάθε εικόνα συγκροτείται μόνο με την επανάληψη του σημείου. Απέναντι στην ταχύτητα της μηχανικής διαδικασίας, ο καλλιτέχνης παραθέτει μία ανάποδη χρονικότητα, εκείνη του ανθρώπινου χεριού που ακολουθεί τον νου. Η περίοπτη θέση που δίνεται στο κενό, η ημιτελής και φθίνουσα εικόνα, επαναφέρει την απόφαση και την χειρονομία του καλλιτέχνη. Έτσι, μέσα από την παρατήρηση και την μίμηση ο Παπαδόπουλος φτάνει σε αυτό που ο Goethe ονομάζει ρυθμό.

Στα έργα του Παπαδόπουλου με αφορμή τον λόφο συνήθως δεν υπάρχουν πρόσωπα εκτός ενός μοναχικού περιπατητή που αγναντεύει το περιβάλλον, αναφορά στο γνωστό έργο του Φρήντριχ. Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί συχνά τον σχολιασμό γνωστών έργων τέχνης, όπως το Πρόγευμα στην Χλόη, του Μανέ.

Τα τραπεζομάντηλα, με προκαθορισμένα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, παίρνουν τη θέση του φυσικού τοπίου και αντίστροφα. Άλλοτε εμφανίζονται ως τεχνητό φόντο ενός πικ-νικ στην εξοχή και άλλοτε το φυσικό χώμα, η γη, χρησιμοποιείται για την ανακατασκευή της  προσομοίωσης ενός τραπεζομάντηλου. Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάζει τα τοπία του λόφου παρουσιάζει αυτή την αμφισημία.