Ένα βιβλίο-σταθμός στην ελληνική λογοτεχνία, ένα κλασικό μυθιστόρημα που εξακολουθεί να γοητεύει και να «σκανδαλίζει». Ο συγγραφέας του Εμμανουήλ Ροΐδης εκμεταλλεύεται μια μεσαιωνική ιστορία (για το σκάνδαλο ενός θηλυκού Πάπα που γέννησε στη μέση του δρόμου), με σκοπό να στηλιτεύσει τον σκοταδισμό της εκκλησιαστικής εξουσίας και να παρωδήσει την κοινωνική υποκρισία.

Αν η πρόσληψη ενός βιβλίου είναι ένας ασφαλής δείκτης για να εντοπίσουμε τον κοινωνικό αντίκτυπο της λογοτεχνικής γραφής, τότε μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα πως η εμφάνιση της Πάπισσας Ιωάννας του Εμμανουήλ Ροΐδη (1866) δεν σηματοδοτεί μόνο την κατάκτηση ενός ιδιαίτερου λογοτεχνικού ύφους, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα ένα κρίσιμο επεισόδιο μιας ευρύτερης ιδεολογικής και πολιτισμικής αναμέτρησης, μέσα στα «ρομαντικά χρόνια». Από τη μια μεριά, ο εκκλησιαστικός αφορισμός, η εισαγγελική παρέμβαση, η λογοκρισία και η κατάσχεση του βιβλίου είναι εύγλωττες ενδείξεις για την οξύτητα των αντιδράσεων απέναντι στον Ροΐδη. Από την άλλη μεριά, η απάντησή του στην Ιερά Σύνοδο, οι «Επιστολές ενός Αγρινιώτου» και το «Υπόμνημά» του προς τους εφέτες του Πλημμελειοδικείου –ολόκληρο, δηλαδή, το αφηγηματικό «κύκλωμα» της Πάπισσας, που παρουσιάζεται στον ανά χείρας τόμο– μετατρέπει τελικά τον Ροΐδη από λόγιο εκφραστή ενός φιλελεύθερου πνεύματος σε συγγραφέα με αξιώσεις και κριτικό με απαιτήσεις.

Από την εισαγωγή του Γιάννη Παπαθεοδώρου

Ταῦτα, Ἅγιοί μου Πατέρες, ἔκρινα καλὸν νὰ παρατηρήσω εἰς ὑμᾶς, ὡς εὐπειθὲς τέκνον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας· ἤδη δὲ συγχωρήσατέ μοι καὶ ὡς ἁπλοῦς τίμιος ἄνθρωπος νὰ παρατηρήσω ὅτι τὰ ἐπίθετα «βλάσφημος», «ἀσεβής», «ὄργανον τοῦ Σατανά» κτλ. οὐ μόνον ἀπηγορευμένα εἶναι ὑπὸ τῶν θείων κανόνων καὶ ἀνάρμοστα εἰς χείλη προωρισμένα νὰ δοξολογῶσι τὸν Πλάστην, ἀλλὰ καὶ ἔχουσιν εἰς τὰ στόματα ὑμῶν σημασίαν ὅλως διάφορον τῆς συνήθους· διότι ὁ κόσμος συνείθισε πρὸ πολλοῦ, ὅταν ἀκούῃ αὐτὰ προφερόμενα ὑπὸ ἱερέων, νὰ τὰ μεταφράζῃ ἀμέσως διὰ τοῦ «φιλαλήθης», «εἰλικρινής», «προοδευτικὸς» καὶ ἄλλων τοιαύτων ἐνθυμούμενος ὅτι «βλάσφημοι» καὶ «ἀσεβεῖς» ὠνομάσθησαν ὁ Γαλιλαῖος, ὁ Οὕσσιος, ὁ Πασχάλ, ὁ Κοραής, ὁ Βάμβας καὶ ὁ Φαρμακίδης. Τοιοῦτον εἶναι τὸ πνεῦμα τοῦ αἰῶνος, κωφεύοντος εἰς πᾶσαν ἀναπόδεικτον κατηγορίαν καὶ ἀντὶ ὕβρεων καὶ ἀπαγορεύσεων ζητοῦντος φῶς, συζήτησιν καὶ διδασκαλίαν.

Εμμανουήλ Ροΐδης

O Eμμανουήλ Pοΐδης γεννήθηκε στη Σύρα το 1836. Το 1860 μεταφράζει το Oδοιπορικό του Σατομπριάν. Tα επόμενα χρόνια αρθρογραφεί για πολιτικά και λογοτεχνικά ζητήματα, σε εφημερίδες και περιοδικά. Mοναδική στιγμή στο έργο του είναι η έκδοση το 1866 της Πάπισσας Iωάννας. Το 1873, με τα Λαυρεωτικά, o Pοΐδης χάνει όλη την περιουσία του. Το 1875 παρεμβαίνει δραστικά στον δημόσιο βίο με την έκδοση της σατιρικής εφημερίδας Aσμοδαίος. Το 1877 προκαλεί σκάνδαλο όταν, στη διαμάχη του με τον Άγγελο Bλάχο, εκφράζεται αρνητικά για το σύνολο σχεδόν της ελληνικής ποίησης. Το 1893 εκδίδονται τα Eίδωλα που αποτελούν τη δική του συνεισφορά στην αντιμετώπιση του γλωσσικού ζητήματος. Tην ίδια εποχή δημοσιεύει τα Συριανά διηγήματά του, καθώς και πλήθος χρονογραφημάτων, επιφυλλίδων και σκαλαθυρμάτων. Eγκατέλειψε τα εγκόσμια το 1904.