Τι και αν το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο του Κώστα Μπαρμπάτση, τα διηγήματά του είναι μια πραγματική εξαιρετική ευκαιρία να γνωρίσουμε την ελληνική λογοτεχνία που όλοι αγαπήσαμε τόσες δεκαετίες και μας πάει πίσω σε εποχές νοσταλγίας και αναμνήσεων, σε εκείνες τις ιστορίες που πηγάζουν από τις εμπειρίες ανθρώπων κυρίως της επαρχίας και τόσο πολύ μας συγκινούν. Εξάλλου, οι εκδόσεις Κέδρος έχουν ιστορία στην ανακάλυψη και προβολή κορυφαίων λογοτεχνών με ένα αξιοζήλευτο λογοτεχνικό θησαυροφυλάκιο που κανέναν δεν αφήνει παραπονεμένο. Τα διηγήματα του Μπαρμπάτση έχουν και είναι βαθιά εμποτισμένα με άρωμα Ελλάδας, άρωμα υπαίθρου, ένα άρωμα νοσταλγίας από εικόνες και ανθρώπους που διαφέρουν πολύ από τους σημερινούς ως προς τις συνήθειες και τα βιώματά τους. Διαμορφώνεται με την γραφή του ένα μοναδικό πλαίσιο όπου αναδύεται η Ελλάδα της προκοπής μα και της αδυναμίας των ανθρώπων της να ξεφύγουν από τα δεινά των χαρακτήρων τους.

Ταξίδι στον χρόνο και την ιστορία μέσα από το πρίσμα και το φακό ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα

Στη συλλογή αυτή, μια συλλογή από ιστορίες γεμάτες χαρμολύπη, γιατί έτσι είναι η ζωή, ο αναγνώστης γεύεται αλλοτινές εποχές και βουτάει σε αυτές για να ανακαλύψει χρόνια περασμένα και πρόσωπα που σημάδεψαν τον καθένα για τον δικό του λόγο στην κάθε ιστορία. Ο κόσμος του Μπαρμπάτση είναι μοναδικός και ξεχωριστός, είναι αληθινός και καθόλου εξωραϊσμένος για να αρέσουν οι ιστορίες του. Ο αναγνώστης ξεβολεύεται και ίσως με τη Λυκοχαβιά, θα ξεβολευτεί και θα αγριέψει λίγο περισσότερο, καθώς άλλες οι εποχές τότε και άρα άλλες οι συνήθειες και τα βιώματα των ανθρώπων. Αυτός όμως είναι άλλωστε και ο λόγος που ο συγγραφέας μας παρασέρνει στα δικά του ίσως βιώματα ή στις αφηγήσεις που άκουγε σαν ήταν μικρός από τους μεγαλύτερους. Η αφήγηση είναι ένα σημαντικό και πρωταρχικό εργαλείο το οποίο δουλεύεται, γιατί το ταλέντο δεν φτάνει μόνο του. Ο Πικάσο έλεγε έμπνευση όντως υπάρχει μα πρέπει να σε βρει να δουλεύεις. Θυμίζει άλλες εποχές, άλλες δεκαετίες και πλησιάζει με την αφηγηματικότητά του σε αυτές τις ξεχασμένες εποχές, καθώς ο παλιός αναγνώστης θυμάται ενώ νεότερος μαθαίνει και ανακαλύπτει τον χρόνο που πέρασε.

Είναι αθεράπευτα μελαγχολικός κάποιες φορές μα και επιδραστικός όταν χρειάζεται για να μας εντάξει πλήρως στο θεατρικό σκηνικό που έχει στήσει. Θα λέγαμε πως τα διηγήματά του θυμίζουν πίνακες ενός Θεόφιλου ή ενός Κόντογλου με αυτή την αθωότητα που τα διακρίνει. Πιστός σε αυτό το ύφος και χωρίς παρεκκλίσεις από μια γραφή που θέλει να υμνήσει τον ίδιο τον άνθρωπο και τη φύση του διεισδύει στα άδυτα των ψυχών τους, στις καρδιές τους και ακούει τις φωνές τους. Ο λόγος του είναι απλός, απέριττος μα και μεστός, οι αφηγήσεις του αποπνέουν έναν αέρα και μια ατμόσφαιρα που δεν έχουν σκοπό να εντυπωσιάσουν μα να αναδείξουν τη ζωή την ίδια, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται από τους ανθρώπους του, τους πρωταγωνιστές του. Μας τους παρουσιάζει έτσι ακριβώς όπως είναι, χωρίς φτιασιδώματα, έχοντας εμπνευστεί από τους μεγάλους της ελληνικής λογοτεχνίας, εκείνους της δεκαετίας του ’20 και του ’50 αλλά και από την γενιά που επακολούθησε δηλαδή, την μεταπολιτευτική γενιά των σπουδαίων λογοτεχνών.

Τα διηγήματά του είναι όμως και έντονα ποιητικά, μοιάζουν πολλές φορές με στίχους που γίνονται πεζά και με πεζά που έχουν διαμορφωθεί από στίχους. Είναι χαρακτηριστικό το πρώτο διήγημα “Θα φύγω, ξάδερφε” όπου η ξενιτιά ήταν μια δύσκολη απόφαση σε μια περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα περνούσε δια πυρός και σιδήρου, τότε που τα χρήματα ήταν λίγα, ο πόλεμος μόλις είχε περάσει και η οικονομική και πολιτική κατάσταση ήταν αβέβαιη. Ο πρωταγωνιστής αναφέρεται στον ξάδερφό του και του αφηγείται παρελθούσες στιγμές: “Με τον αραμπά μας πααίναμε, χωρίς βίαση κι αναμπουμπούλα. Κι απέ, όταν πεινάγαμε τρώγαμε, όταν αποσταίναμε καθόμασταν, κι όταν νυστάζαμε κοιμόμασταν. Απλά πράγματα. Και σα γλέπαμε τους τσοπαναραίους να μπαίνε με τα κοπάδια στο χωριό, ξέραμε ότι ήταν κοντά το χαλίπωμα που λέμε, ότι πάαινε να σκοτεινιάσει και μαζευόμασταν στο κονάκι μας”.

Στο διήγημα με τίτλο “Ας λάμπει ο ήλιος” βρίσκουμε όλη αυτή την κρυμμένη αισιοδοξία των ανθρώπων αλλά και συνάμα την αγανάκτηση που εναλλάσσονται και περιδιαβαίνουμε στα μονοπάτια της σκέψης του συγγραφέα που αποτυπώνει τον άνθρωπο που απογοητεύεται και στην πορεία ενθουσιάζεται, που λιγοψυχά και μετά συνεχίζει την πορεία του παρά τα προβλήματα. “Πού θα πάει, θα σιάξει η κατάσταση και θα σμίξουμε πάλε. Κι απέ σπίτι έχω, θα μείνουμε εκειά και κανείς κερατάς δε θα μας πειράξει. Να ναι γερός μονάχα και τ’ άλλα τα βρίσκουμε. Κιο γι’αυτό προσεύχομαι ολημερίς κι άλλο πράμα από σταυρούς δεν κάνω”. Γιατί μπορεί οι εποχές να αλλάζουν ωστόσο ο άνθρωπος και τα συναισθήματά του δεν αλλάζουν. Οι ίδιοι οι συγγραφείς αρέσκονται να εντάσσουν στις ιστορίες τους και τις δικές τους προσωπικές προτιμήσεις σε γεγονότα και σκηνές που είτε είναι αληθινές ή αληθοφανείς, συμβάντα που ενδεχομένως σηματοδότησαν το δικό τους έναυσμα να ασχοληθούν με την συγγραφή και θέλουν έπειτα να καταγράψουν.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

“Το ξέρω ότι τα πιο πολλά σ’ τα ‘χω πει και μια και δυο και δέκα φορές. Αλλά και τι θες να κάνω, να τα χώνω; Μ’ αρέγει να τα λέω”.

“Και τότε, σα να ‘ταν συνεννοημένοι, βγάλανε οι από κάτω τις ζωστήρες και τις δώσανε στον σκαρφαλωμένο. Μ’ αυτές τον έδεσε”.

Διαβάστε επίσης:

Λυκοχαβιά: Ιστορίες για την απώλεια σε ένα νέο βιβλίο από τον Κώστα Μπαρμπάτση