«Δε λέω σχεδόν τίποτα γι’ αυτούς. Κάνω τις κινήσεις που απαιτούνται. Εκλιπαρώ για τη μεταθανάτια ζωή τους. Είναι κάτι σαν τέχνασμα. Δεν υπάρχει τίποτα στο επέκεινα, αλλά αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα, καθώς κείτεσαι εκεί χωρίς φωνή και αναπνοή, θα ικετεύσω με όλη μου τη δύναμη να είναι αιώνια συχωρεμένη η ζωή σου στις αιώνιες μονές. Οι ζωντανοί βρίσκουν κάποιο νόημα στο να φαντάζονται πού ζουν οι νεκροί και να προσεύχονται για τη γαλήνη και την ανάπαυσή τους» γράφει ο Αμπντουλαρζάκ Γκούρνα και εντάσσει άμεσα τον αναγνώστη στον όλεθρο που έζησαν τόσες και τόσες οικογένειες στα χέρια των αποικιοκρατών. Μας πηγαίνει με ένα δικό του προσωπικό τρόπο πίσω στο παρελθόν και μας αφηγείται ένα ακόμα επεισόδιο αυτής της τόσο δραματικής πολιτικής που αφάνισε ολόκληρες γενιές ανθρώπων μέσα από σκοτάδια και αβύσσους σαν αυτά που περιέγραφε ο Τζόζεφ Κόνραντ.

Μόλις ανακοινώθηκε το βραβείο Νόμπελ για το έτος 2021 κανείς δεν γνώριζε τον συγγραφέα, τουλάχιστον όχι όλοι για να είμαι ακριβής. Στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο γνωστός μιας και κανένα του μυθιστόρημα δεν είχε μεταφραστεί ως τότε στα ελληνικά. Πλέον μετράμε ήδη το τρίτο του βιβλίο μεταφρασμένο στα ελληνικά, μετά τον Παράδεισο και τις Άλλες ζωές. Ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα (Abdulrazak Gurnah) τιμάται με το συγκεκριμένο βραβείο για το σύνολο του έργου του και όχι για κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο όπως πολλοί θεωρούν. Το εν λόγω μυθιστόρημα ανήκει στο λεγόμενο μεταποικιοκρατικό είδος λογοτεχνίας, δηλαδή μια σύγχρονη και σημερινή ματιά στη μεγάλη χρονική περίοδο κατά την οποία δυνάμεις ευρωπαϊκές επεκτάθηκαν και κατέλαβαν η καθεμία για τα δικά της συμφέροντα χώρες της Αφρικής, τόσο της Βόρειας όσο και της Νότιας.

Εξιστορώντας μια ακόμα έκφανση ενός αποικιοκρατικού παρελθόντος

Η αδηφάγος αποικιοκρατική πολιτική των παραδοσιακών μεγάλων δυνάμεων όπως για παράδειγμα, της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας και λιγότερο της Πορτογαλίας και της Ιταλίας ενδυνάμωσε την παρουσία των χωρών αυτών στο παγκόσμιο στερέωμα και εδραίωσε δίχως αμφιβολία την ηγεμονία τους παρά την θέληση των γηγενών πληθυσμών προφανώς. Χάρη στις εκδόσεις Ψυχογιός, ο Γκούρνα έγινε γνωστός στο ελληνικό κοινό και δίκαια γιατί η γραφή από τη μία και η πάντα επίκαιρη θεματική του από την άλλη θέτει στον αναγνώστη του σήμερα προβληματισμούς και ανησυχίες για το τι μέλλει γενέσθαι σε έναν κόσμο που ολοένα και μεταβάλλεται, δυστυχώς προς το χειρότερο. Μπορεί οι εποχές να αλλάζουν, οι άνθρωποι όμως παραμένουν ίδιοι και διαπράττουν με μαθηματική ακρίβεια τα ίδια και χειρότερα πολλές φορές λάθη.

Αυτή η αποικιοκρατική πολιτική για την οποία διαβάζουμε δημιούργησε παράλληλα και αναπόφευκτα μία πραγματικότητα που θύμιζε πυριτιδαποθήκη καθώς η παρουσία των μεγάλων δυνάμεων σε χώρες όπως η Ινδία, η Ινδονησία, η Γαλλική Πολυνησία, η Χαβάη δεν έγινε ποτέ με τη σύμφωνη γνώμη του γηγενούς πληθυσμού. Η στρατηγική των κυβερνώντων να επιβάλλουν με βία και αυταρχισμό τις πολιτικές τους, προκαλούσε αντιδράσεις από τους εξουσιαζόμενους λαούς, οι οποίοι απεχθάνονταν φυσικά την παρουσία τους και επιθυμούσαν το τέλος της καταπίεσης από τον ξένο ζυγό. Οι λογοτέχνες δεν θα μπορούσαν να μην λάβουν το λόγο σε αυτή την αλλόκοτη και απαράδεκτη συγκυρία, καθώς έγιναν οι ίδιοι κοινωνοί των πολλαπλών αντιδράσεων των ανθρώπων και με τη γραφή τους ουσιαστικά επέκριναν με καυστικό τρόπο τις απαράδεκτες μεθόδους καταστρατήγησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της αλαζονείας της εξουσίας των συμπατριωτών τους.

Ο Γκούρνα είναι ένας στρατευμένος συγγραφέας που αντλεί έμπνευση από το δικό του παράδειγμα και τα δικά του βιώματα όταν και εκείνος βρέθηκε σε μια ξένη χώρα άγνωστος μεταξύ αγνώστων να πρέπει να επιβιώσει μέσα σε ένα ξένο περιβάλλον και έχοντας για μόνο εχέγγυο τα αγγλικά, τα οποία είχαν ενδοφλεβίως εγχυθεί καθώς ουσιαστικά «η αγγλική ήταν μητρική του προτού καν πατήσει το πόδι του στην Αγγλία – οι αποικιοκράτες τού την είχαν φέρει μέσα στο σπίτι του» όπως χαρακτηριστικά μαθαίνουμε. Η ιστορία της Ριάνα που ξεδιπλώνεται εδώ καθώς και εκείνη των επιγόνων της, της Τζαμίλα δηλαδή είναι η ουσία και η καρδιά του προβλήματος μιας ηπείρου που είδε να συμβαίνουν τόσα και τόσα στα εδάφη της σε μια εποχή που κανείς δεν αναρωτιόταν τί ακριβώς κάνουν εκεί Γάλλοι, Άγγλοι, Ιταλοί και Ολλανδοί, τί ζητάνε και τί τελικά αφήνουν πίσω τους.

Ο ρόλος της γυναίκας είναι ήδη υποβαθμισμένος καθώς δεν έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν εκπαίδευση, πουλιούνται όπως και τα αγόρια άλλωστε εν είδει ανταλλάγματος σε άλλους ντόπιους και δεν απολαμβάνουν κανέναν απολύτως σεβασμό, αυτή είναι η πραγματικότητα. Το γεγονός πως η Ριάνα αποφασίζει να συνάψει σχέση με τον Άγγλο Πιρς είναι ένα συμβάν που έχει απρόβλεπτες συνέπειες για όλους αλλά στον έρωτα ποιος μπορεί να βάλει χαλινάρι και να τον περιορίσει; “Δεν μπορώ να αντισταθώ, δεν μπορώ να καταστείλω την επιθυμία μου. Καθώς την σκεφτόταν, ο πόθος του δυνάμωνε σε κάθε ανάμνηση”. Είναι μία σκληρή και ειλικρινής καταβύθιση στην ψυχοσύνθεση λαών και ανθρώπων, είναι ένα μυθιστόρημα που κοιτάει με στοχαστικό βλέμμα το παρελθόν και μας καλεί να το ξαναδούμε και εμείς μέσα από ένα άλλο πρίσμα. Οι εικόνες που μας χαρίζει ο Γκούρνα είναι σκληρές αλλά είναι αληθινές και κάθε γραμμή από αυτά που γράφει είναι ο καθρέφτης ενός κόσμου σε αποδρομή και σε παρακμή, μια παρακμή που δεν απέχει πολύ από την σημερινή πραγματικότητα τουλάχιστον στην πληγωμένη ήπειρο της Αφρικής.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Λιποταξία»:

«Ήταν τρομερό να σε θεωρούν φιλάργυρο, έναν αμαρτωλό που παράβαινε την εντολή του Θεού για φιλευσπλαχνία. Όσοι ευημερούσαν έπρεπε να είναι γενναιόδωροι με όσους είχαν ανάγκη, έλεγαν οι γραφές»

Διαβάστε επίσης:

Αμπντουλραζάκ Γκούρνα – Λιποταξία: Βιβλίο του νομπελίστα συγγραφέα με ερωτική ιστορία στην αποικιοκρατία