Η πρώτη μου επαφή με τη δραματουργία του Ματέι Βίζνιεκ (Matei Visniec) ήταν το 1998, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Εθνικού Θεάτρου του Βουκουρεστίου, με το έργο «Τι θα κάνουμε με το βιολοντσέλο» («Și cu violoncelul ce facem?») που είχε παρουσιαστεί στο Θέατρο Nottara. Με δεδομένο εκείνο το δείγμα γραφής, είχα θεωρήσει ότι ο Ρουμάνος -και ήδη τότε πολιτογραφημένος Γάλλος- συγγραφέας συνιστούσε μια τυπική περίπτωση δραματουργικού επιγόνου του συμπατριώτη του Ιονέσκο, και βεβαίως του Μπέκετ (βλ. το έργο του «Ο τελευταίος Γκοντό» [1987]), που τους συνέδεε η κοινή επιλογή να εκπατριστούν και, ακολούθως, να ενσωματωθούν οργανικά  στη μεγάλη παράδοση της γαλλόφωνης λογοτεχνίας.

Για αρκετά χρόνια ο Βίζνιεκ δεν με απασχόλησε περισσότερο από όσο τα τρανταχτά ονόματα του Θεάτρου του Παραλόγου μέχρι τη στιγμή που η Έρση Βασιλικιώτη, η οποία είχε δουλέψει επάνω σε κείμενά του ως καθηγήτρια υποκριτικής στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ., μου αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον, στέλνοντάς μου τις μεταφράσεις έργων του που εκείνη είχε κάνει. Με την εμπειρία μιας πιο πανοραμικής εικόνας της συγγραφικής παραγωγής του ο Βίζνιεκ επανατοποθετήθηκε μέσα μου και αποκρυσταλλώθηκε ως ένα μωσαϊκό αναφορών, οι οποίες, με ένα θαυμαστό τρόπο, συντονίζονταν αγαστά μεταξύ τους: Παράλογο, σουρεαλισμός, αισθητική νταντά, γκροτέσκο, μαγικός ρεαλισμός, παρωδία, όλα αυτά με φόντο ένα έντονο καφκικό φανταστικό στοιχείο που φαίνεται, εντέλει, να κατισχύει ως το κεντρικό leitmotiv του.

Και πάλι, όμως, στο πλέον γνωστό έργο του, αν όχι αριστούργημά του, «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» εύκολα διακρίνονται εκείνα τα ανάγλυφα ίχνη που στοιχειώνουν τη συγγραφική φυσιογνωμία του και για τα οποία θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Βίζνιεκ απλώς αναπαράγει επιλογές δραματουργών με τους οποίους είχε αναπτύξει μια σχέση εγγύτητας. Για παράδειγμα, το στυλ των κινηματογραφικών σεκάνς, στο οποίο κατά κόρον επενδύει, αναδίδει κάτι από τη λογική του μπρεχτικού μοντάζ, ο ελλειπτικός λόγος ανακαλεί το ιδίωμα του Παραλόγου, ενώ η ελευθεριότητα των λέξεων παραπέμπει ευθέως στο in-yer-face. Παρόλα αυτά, ο ίδιος συμπυκνώνει το ιδίωμά του στον όρο «architecture modulaire», μια δραματουργία ετερόκλητων ψηφίδων που, αν και τοποθετούνται κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, καταφέρνουν να παράγουν ολοκληρωμένα νοήματα και εικόνες.

Στην πραγματικότητα, το προσωπικό ύφος του Βίζνιεκ ορίζεται από δύο στοιχεία, που για να λειτουργήσουν, δεν θα μπορούσαν παρά να είναι εξ ολοκλήρου προσωπικά: τον ποιητικό τόνο του, τις αποχρώσεις του σκοτεινού χιούμορ του, μέσα στο οποίο επωάζεται ένας ιδιότυπος σαρκασμός και η ειρωνεία του, καθώς επίσης και  ο ρόλος της γλώσσας και των λέξεων που μετατρέπονται σε συμβολικά βαμπίρ, προκειμένου να αποτυπώσουν τον κενό από σημασίες λόγο, όργανο του αυταρχισμού και της κατάχρησης της εξουσίας, στοιχεία που τόσο πολύ τον κατατρύχουν.

Στο έργο του η «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» ο Βίζνιεκ, με συγκρατητική ουσία το ιδιαίτερο ποιητικό υπόστρωμα της πένας του, δίνει ένα συμπυκνωμένο αποτύπωμα μιας γραφής με ποικίλες αναγωγές. Παρακολουθούμε τη μικρογραφική ανατομία μιας μεγάλης εποποιίας, της οποίας πρωταγωνιστές είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, διαχρονικά θύματα πολεμικών συρράξεων, εμφύλιων σπαραγμών, ολοκληρωτικών καθεστώτων και περίπλοκων ιστορικών μεταβάσεων. Με οδηγό αρχετυπικές μορφές (μητέρα-πατέρας-γιος-κόρη) και έννοιες (θάνατος-μνήμη) πλέκει μια αλληγορία στην οποία ενσταλάζει το ονειρώδες, το μεταφυσικό, το ενστικτώδες μέσα σε ένα περιβάλλον που απηχεί τον κατακερματισμό, την περιπλάνηση, την αίσθηση του μη-τόπου και την παραμορφωτική μετάλλαξη ανθρώπων και πραγμάτων. Ο λόγος, άλλοτε σκοτεινός και μελαγχολικός και άλλοτε με εκλάμψεις ενός σκληρού χιούμορ που προδίδει αγωνία, επιτρέπει στη σκηνή να ανυψώνεται σε σφαίρες συγκινητικού λυρισμού και, σε ανύποπτο χρόνο, να προσγειώνεται με υπόκωφο κρότο στο ψυχρά ρεαλιστικό.

Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου εναρμόνισε, σαν έτοιμη από καιρό, την ομάδα «The Young Quill», κομίζοντας ένα σκηνικό δημιούργημα ακέραιο, ισόρροπο, αισθητικά άρτιο, μετρημένο όσο και εμφαντικό, και, σίγουρα, λαμβάνοντας υπόψη το νεαρό της ηλικίας της, αξιοθαύμαστα ώριμο. Δεν αρθρώθηκε απλώς το έργο του Βίζνιεκ στη σκηνή του «Μπέλλος», πήρε μορφή μέσα από μια αναγεννητική πνοή και μια καθηλωτική, αναστοχαστική ματιά. Χωρίς την παραμικρή υποψία παράταιρων ρωγμών, αμηχανίας στη συνάρμοση των υλικών της δραματουργίας του Βίζνιεκ, η Παπαγεωργίου παρέδωσε ένα όλον μέσα από το οποίο μπορεί κανείς να αναγνώσει όλες τις πλευρές μιας πολυπρισματικής γραφής.

Η ερμηνεία της Μάνιας Παπαδημητρίου, στις σπονδυλωτές μεταμορφώσεις της, συνιστά την επιτομή της τεχνικής, της μεστότητας, του κατασταλαγμένου σκηνικού ήθους που μπορεί να γεννήσει στην ψυχή του θεατή την υπέρτατη ηδονή της μέθεξης. Η παρουσία του Δημήτρη Πετρόπουλου, περιβεβλημένη από μια αύρα που σχεδόν μοιάζει με άβατο, καθιστά τη σιωπή του ομιλητική, το σώμα του σημαίνον, τις λέξεις του αποκαλυπτικές. Ο Τάσος Λέκκας δαμάζει την ποίηση, την οικειοποείται, αφομοιώνεται από αυτή και μεταστοιχειώνεται σε ένα φάσμα, στο οποίο η υλικότητα της παρουσίας αποσταθεροποιείται σχεδόν μαγικά. Ο Αλέξανδρος Βάρθης σμιλεύει με βαθιά παρατηρητικότητα τα πρόσωπα που διαχειρίζεται, κρατώντας τα επιδέξια σε ίση απόσταση ανάμεσα στον χαρακτήρα και τον τύπο. Όσο για την Ελίζα Σκολίδη έχουμε να κάνουμε για μια περίπτωση ζηλευτής ερμηνευτικής ευελιξίας, όχι οριζόντιας αλλά κινούμενης εγκάρσια, που διαβάζει κάτω από τις λέξεις και σκάβει στα έγκατα του κειμένου. Παράδειγμα, ο τρόπος που ερμηνεύει τον ρόλο της τρελής γριάς.

Η μετάφραση της Έρσης Βασιλικιώτη θωρακίζει το έργο μέσα σε μια θεατρική γλώσσα έμπειρη και διαισθητική ως προς τη λειτουργία του λόγου στην παραστατική διαδικασία, τα σκηνικά της Μυρτώς Σταμπούλου δημιουργούν ορατότητες σε μια μικρή σκηνή, διευρύνοντας, με όχημα την ποιητικότητα, τις διαστάσεις της, ενώ οι διακριτικές νότες της Μαρίνας Χρονοπούλου μεταφράζουν, στην κυριολεξία, ηχητικά τα σπλάχνα του έργου του Βίζνιεκ.

Photo Credit: Ελίνα Γιουνανλή

Διαβάστε επίσης: 

Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα, του Ματέι Βίζνιεκ στο Θέατρο Μπέλλος