Η New Starπαρουσιάζει σε επανέκδοση την κινηματογραφική διασκευή του πολυβραβευμένου διηγήματος του Άντον Τσέχοφ με τίτλο “Η κυρία με το σκυλάκι”, από την Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013.
«Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΣΚΥΛΑΚΙ»– Lady with the Dog –ΣοβιετικήΈνωση – 83΄ – Ασπρόμαυρο
Σενάριο, σκηνοθεσία: ΓιοσίφΚέϊφιτς
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Παραγωγή: Μπέρτα Μάνεβιτς, Ισάακ Καπλάν
Διεύθυνση Ήχου: Άρνολντ Σκαργκορόντσκι
Φωτογραφία: Νμίτρι Μεσκίεφ, Αντρέι Μόσκβιν
Μουσική: Ναντέζντα Σιμονιάν
Μοντάζ: Υ. Μπαζένοβα
Πρωταγωνιστούν: Ίγια Σαβίνα ως Άννα Σεργκέγιοβνα,
Αλεξέι Μπατάλοφ ως Ντιμίτρι Γκούροφ, Νίνα Αλίσοβα ως Κα Γκουρόφ
Παντελεήμων Κριμόφ ως φον Ντίντενιτς, Ντμίτρι Ζεμπρόφ ως Φρολόφ
Μαρίγια Σαφόνοβα ως Νατάσα
Σύνοψη
Η “κυρία με το σκυλάκι”, αριστοκράτισσα από την επαρχία, συναντά έναν Μοσχοβίτη φιλόλογο στη Γιάλτα. Ανάμεσα στους δυο παντρεμένους ξεκινά ένας δεσμός που μοιάζει να είναι προϊόν της ρομαντικής ατμόσφαιρας του παραθαλάσσιου θέρετρου. Η λογική επιβάλλει τη διάλυσή του με την επιστροφή στην πεζή πραγματικότητα. Ωστόσο ο Ντμίτρι Γκούρωφ διαπιστώνει πως αυτή η γυναίκα έχει κάτι που δεν τον αφήνει να την ξεχάσει. Στο γνωστότερο και, ίσως το αρτιότερο, διήγημά του ο Τσέχωφ αναλύει αριστοτεχνικά την ένταση των συναισθημάτων και την αλλαγή στην καρδιά και τη συμπεριφορά των δύο πρωταγωνιστών, δημιουργώντας μια αξέχαστη ιστορία παθιασμένου έρωτα.
Η ταινία
Βασισμένη στην ομώνυμη μίνι νουβέλα (που θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει και μεγάλο διήγημα), η ταινία του πολυβραβευμένου Σοβιετικού (Λευκορώσου) σκηνοθέτη, ΓιοσίφΚέϊφιτς, θεωρείται μία από τις πιο επιτυχημένες μεταφορές έργου του Άντον Τσέχωφ στον κινηματογράφο. Η ιστορία διαδραματίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα. Σ’ ένα παραθαλάσσιο θέρετρο ένας φιλόλογος Μοσχοβίτης θα γνωρίσει μια μικροπαντρεμένη κοπελίτσα από την επαρχία, η οποία δεν βιώνει (ως είθισται σε ανάλογες περιπτώσεις) και τον πλέον ανθόσπαρτο γάμο. Οι δυο τους θα ζήσουν τον έρωτα, ο οποίος μεν θα είναι σύντομης διάρκειας, αλλά γεμάτος πάθος, ένταση και αφοσίωση. Από τη στιγμή που οι διακοπές θα φτάσουν στο τέλος τους, ο άντρας θα επιστρέψει στη Μόσχα και η γυναίκα στην άχαρη, ρουτινιάρικη ζωή του συμβατικού έγγαμου βίου στη μικρή, μουντή και άχαρη επαρχιακή πόλη. Και παρόλο που και οι δυο τους θα αποτολμήσουν κάποιες συνευρέσεις, η σχέση τους είναι apriori αδιέξοδη, με προδιαγεγραμμένη (έστω και «ανοιχτή») την ημερομηνία λήξης…
Ο Κέϊφιτς συλλαμβάνει με σκηνοθετική μαεστρία τις λεπτές αποχρώσεις της ειρωνείας του Τσέχωφ, με μία κινηματογραφική (περι)γραφή που θα μπορούσε εύκολα κανείς να τη χαρακτηρίσει ποιητική. Καταφέρνει, με το ασπρόμαυρο κάδρο και την έξοχη κινηματογράφηση των δύο οπερατέρ του να αναπαραστήσει πετυχημένα και εύστοχα τόσο την ατμόσφαιρα της εποχής, όσο επίσης το τέλμα των ανθρώπινων σχέσεων και την έλλειψη ουσιαστικής επαφής και επικοινωνίας, παρουσιάζοντας μια ερωτική σχέση που είναι φανερό εξαρχής ότι δεν έχει κανένα μέλλον μέσα σε μια κοινωνία που δεν ανέχεται τέτοιου είδους «πρωτοποριακά ήθη». Ειδικότερα δε μετά την επιστροφή του ζεύγους των πρωταγωνιστών στη ρουτίνα της καθημερινότητας, αποτυπώνονται με ενάργεια και ενέργεια τα κενά ψυχικά (αλλά και άψυχα) τοπία τους και η άδεια τους εσωτερικότητα, που ούτε καν η επαναστατική πράξη του έρωτα καταφέρνει να γεμίσει, να (εκ)πληρώσει. Κι έτσι, μοιραία οι ήρωες θα φτάσουν στο σημείο να μοιάζουν με «πουλιά κλεισμένα στο ίδιο κλουβί», όπως έχει γράψει ο Ζωρζ Σαντούλ. Δύο πουλιά που, ακόμα κι αν τα «αφεντικά» τους ξεχάσουν το πορτάκι του κλουβιού τους ανοιχτό, δε θα διανοηθούν καν, δε θα τολμήσουν να πετάξουν προς την ελευθερία και τη χαρά της ζωής…
Εν κατακλείδι, οΚέϊφιτς αναπαριστά με μεγάλη δεξιοτεχνία την εποχή με μουσειακή ακρίβεια. Τα πλάνα του ποιητικά, η ασπρόμαυρη φωτογραφία τονίζει την εσωτερική μελαγχολία των ηρώων, ενώ εικαστικά τα εξωτερικά πλάνα στη Γιάλτα είναι έκπαγλης ομορφιάς. Από τους πρωτεργάτες του ιστορικού ρεαλισμού, ο Ρώσος σκηνοθέτης καταφέρνει με μαεστρία να σκιαγραφήσει το πορτραίτο του σύγχρονου -τόσο τότε, όσο και σήμερα- ανθρώπου ο οποίος είναι παγιδευμένος στο δόκανο της καθημερινότητάς και δεν μπορεί (ίσως και να μη θέλει), να το αλλάξει…
Η «Κυρία με το σκυλάκι» σημείωσε στην εποχή της μεγάλη εμπορική αλλά και καλλιτεχνική επιτυχία, όχι μόνο μέσα στα στενά σοβιετικά όρια και τους λεγόμενους «δορυφόρους» του σοσιαλιστικού μπλοκ, αλλά και στη δυτική Ευρώπη. Θεωρείται ως μία από τις πιο σπουδαίες ταινίες του σοβιετικού κινηματογράφου, σε μια εποχή μάλιστα που το σινεμά στη χώρα «πάλευε» ανάμεσα στον αρτηριοσκληρωτικό σοσιαλιστικό ρεαλισμό και στο νέο κύμα των αρχών της δεκαετία του ’60.
Ο σκηνοθέτης
Ο ΓιοσίφΚέϊφιτςγεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 1905 στο Μινσκ της Λευκορωσίας. Το 1927 αποφοίτησε από τη Σχολή Οθόνης & Τέχνης του Λένινγκραντ και ένα χρόνο αργότερα από το Ινστιτούτο Ιστορίας της Τέχνης της ίδιας πόλης.Την ίδια χρονιά κιόλας ξεκίνησε να εργάζεται στο κινηματογραφικό στούντιο «Sovkino» (που αργότερα μετονομάστηκε σε «LenfilmStudio»). Στον κινηματογράφο έκανε το ντεμπούτο του ως σεναριογράφος (συνεργασθείς με τον Α. Ιβάνοφ και Α. Zάρκι) για να δημιουργηθούν τα σενάρια των ταινιών «Φεγγάρι στα αριστερά» και «Μεταφορά της Φωτιάς». H σκηνοθεσία βέβαια ήταν παιδιόθεν το μεγάλο του πάθος. Και δεν άργησε καθόλου να εκπληρώσει το παιδικό του όνειρο: στο διάστημα 1928-1950 συνεργάστηκε με τον Ζάρκι, δημιουργώντας αρχικά μια ταινία για τη σοβιετική νεολαία («Άνεμος στο πρόσωπο», 1930). Ακολούθησαν οι ταινίες «Μεσημέρι»(1931), και «Hotdenechki»(1935).
Το σπουδαίο του ταλέντο, πάντως, και η μεγάλη καλλιτεχνική του δύναμη, πρωτοεμφανίστηκε ουσιαστικά στην ταινία «Αναπληρωτής Βαλτικής» (1937) και κυρίως στην ταινία «Μέλος της Κυβέρνησης» (1939), που περιέγραφε τη διαδρομή ενός Ρώσου χωρικού (τον οποίο υποδύθηκε ο Μαρέτσκι), από τα χωράφια μέχρι τη θέση του αναπληρωτή του Ανώτατου Σοβιέτ. Ακολούθησαν ένα σετ ταινιών και ντοκιμαντέρ σε συνεργασία με τον Ζάρκι, αλλά το έργο του άρχισε να τυγχάνει πραγματικά μεγάλης αναγνώρισης στη Σοβιετική Ένωση μετά το 1950. Οι ταινίες του «Μια Μεγάλη Οικογένεια» (αυτή ήταν κι η πρώτη που γύρισε μόνος του), «Υπόθεση Ρουμάντσεφ» και «Καλέ μου άνθρωπε» έγιναν μεγάλες επιτυχίες και τον έκαναν διάσημο στη χώρα. Αμέσως μετά τη γενική αναγνώριση, ο Κέϊφιτς στράφηκε προς τους Ρώσους κλασικούς, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη έργα του Τσέχωφ, του Τουργκένιεφ και του Κουπρίν («Η κυρία με το σκυλάκι», «Καλός κακός άνθρωπος», «Asya» και «Σούρα»).Το 1970 η ταινία του «Χαίρε, Μαρία!» πήρε μέρος στο 7ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Μόσχας, ενώ το 1975 έγινε μέλος της κριτικής επιτροπής στην ίδια διοργάνωση (9ο Φεστιβάλ). Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του έργου του θεωρούνται η βαθιά αποκάλυψη της εσωτερικής φύσης των χαρακτήρων του, η λεπτή κατανόηση της κινηματογραφικής γλώσσας και η εκφραστική λεπτομέρεια. Στις ταινίες του Χάιφιτς αναδείχτηκαν ηθοποιοί όπως οι Ίβα Σαβίνα, Αλεξέι Μπατάλοφ, Ανατόλι Παπανόφ, Όλεγκ Νταλ, Βλαντιμίρ Βισότσκι, Λιουντμίλα Μαξάκοβα, Άντα Ρογκόβτσεβα, Έλενα Kορένεβα, Έλενα Προκλόβα κ.ά.
Το έργο του σκηνοθέτη έχει τιμηθεί με αρκετά κρατικά και διεθνή βραβεία, συμπεριλαμβανομένου και του Φεστιβάλ των Καννών (όπου βραβεύτηκε με ειδικό βραβείο για τον ευγενή ανθρωπισμό και την καλλιτεχνική αριστεία το 1960 για την ταινία «Η κυρία με το σκυλάκι»). Το κύκνειο άσμα του Ιωσήφ Χάιφιτς ήταν η δραματική ταινία το «Πλανόδιο λεωφορείο», που προβλήθηκε το 1989.
Πέθανε στις 24 Απριλίου 1995.
Τα βραβεία του:
Δεύτερο Βραβείο Στάλιν (1941) για την ταινία «Αναπληρωτής Βαλτικής» (1936).
Πρώτο Βραβείο Στάλιν (1946) για το ντοκιμαντέρ «Η ήττα της Ιαπωνίας» (1945).
Ειδικό βραβείο για τον ευγενή ανθρωπισμό και την καλλιτεχνική αριστεία το 1960 για την ταινία «Η κυρία με το σκυλάκι».
Καλλιτέχνης του Λαού της ΕΣΣΔ (1964).
Ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας (1975).
Το ντουέτο των πρωταγωνιστών
Αλεξέι Μπατάλοφ
Με 35 ταινίες στο ενεργητικό του, θεωρείται δικαίως ως ένας από τους σημαντικότερους Ρώσους ηθοποιούς. Με τις υποκριτικές του ικανότητες και την οξυδέρκειά του βάλθηκε, θαρρείς, να επιβεβαιώσει την ορθότητα της θεωρίας που υποστηρίζει ότι το ταλέντο είναι γενετικό χάρισμα! Κλασική περίπτωση, δηλαδή, του… μήλου που έπεσε κάτω από τη μηλιά, αφού και οι δύο γονείς του ήταν ηθοποιοί, και μάλιστα στο διάσημο την εποχή εκείνη Θέατρο Ακαδημίας Τεχνών της Μόσχας. Γεννημένος το 1928, ο Μπατάλοφ έκανε τα πρώτα του βήματα στο θεατρικό σανίδι σε ηλικία μόλις 14 ετών στην πόλη Μπουγκούλμα, όπου είχε μετακομίσει η μητέρα του από το 1941 έχοντας αποδεχτεί ρόλο στο θέατρο της πόλης. Μετά τον πόλεμο, η οικογένεια επέστρεψε στη Μόσχα, όπου ο Μπατάλοφ αποφοίτησε από το σχολείο της Ακαδημίας Τεχνών, της οποίας έγινε μέλος το 1953. Την ίδια χρονιά, μάλιστα, έκανε και το μεγάλο βήμα στο χώρο της έβδομης τέχνης, παίρνοντας τον ρόλο του εργάτη Αλεξέι Ζουρμπίν στην ταινία του Χάιφιτς «Μια μεγάλη οικογένεια». Ο Χάιφιτς τον επέλεξε και στην επόμενη ταινία του, τη «Υπόθεση Ρομάντσεφ» το 1955, ενώ ο ρόλος του στο πολυβραβευμένο (και με το Χρυσό Φοίνικα των Καννών) «Όταν πετούν οι γερανοί» (1957), παρότι μικρός, έχει μείνει στην ιστορία ως ένας από τους καλύτερους της καριέρας του. Αυτονόητο, βέβαια, είναι ότι ο Μπατάλοφ ήταν ο αγαπημένος ηθοποιός του Χάιφιτς, που δεν σκέφτηκε καν να του δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Κυρία με το σκυλάκι».
Πλέον η καριέρα του Μπατάλοφ είχε απογειωθεί. Από τις ταινίες στις οποίες τα επόμενα χρόνια πρωταγωνίστησε ξεχωρίζουν το «Εννέα μέρες σε ένα χρόνο» (που ψηφίστηκε ως η καλύτερη ταινία του 1962 στην ΕΣΣΔ και ο Μπατάλοφ ως ο καλύτερος ηθοποιός της χρονιάς), καθώς και 17 χρόνια αργότερα το «Η Μόσχα δεν πιστεύει στα δάκρυα», που το 1980 τιμήθηκε με όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Παρόλο που το όσκαρ άνοιγε δρόμους ακόμα και για διεθνή καριέρα και ο Μπατάλοφ είχε πολλές προτάσεις από το εξωτερικό, ο ίδιος προτίμησε να παραμείνει στη Μόσχα, όπου συνεχίζει να ζει και να διδάσκει στο Ρωσικό Κινηματογραφικό Ινστιτούτο, ενώ παράλληλα -παρά τα 85 του χρόνια- εργάζεται σε ραδιοφωνικό σταθμό.
Ίγια Σαββίνα
Μια από τις μεγάλες κυρίες του ρωσικού κινηματογράφου. Γεννημένη στη Μόσχα το 1936, σπούδασε δημοσιογραφία στο κρατικό πανεπιστήμιο της; ρωσικής πρωτεύουσας, αλλά δεν ακολούθησε ποτέ το επάγγελμα. Το υποκριτικό της ταλέντο την έκανε περιζήτητη από τα μετεφηβικά της ακόμα χρόνια, τόσο στο χώρο της έβδομης τέχνης όσο και στο πάλκο του θεάτρου. Πρωταγωνίστησε σε περισσότερες από τριάντα ταινίες, από τις οποίες «Η Κυρία με το σκυλάκι» ήταν αυτή που την έκανε διάσημη. Σημαντικές ταινίες επίσης που σημάδεψαν την καριέρα της ήταν «Η ιστορία της Άσια Κλιάτσινα» (1966), η «Άννα Καρένινα» (1967), στην οποία υποδύθηκε την Ντόλυ, και η κωμωδία «Το γκαράζ» το 1979. Σπουδαίες ήταν και οι ερμηνείες της στις θεατρικές σκηνές της Μόσχας, απ’ όπου δεν έλειψε για περισσότερα από πενήντα χρόνια. Σημειωτέον ότι στα τέλη της δεκατίας του ’60 έγινε ιδιαίτερα αγαπητή και στα παιδιά, αφού έκανε τη φωνή της Πίγκλετ σε τρία μεταγλωττισμένα επεισόδια της γνωστής παιδικής σειράς «Γουίνι». Για την προσφορά της στο χώρο της τέχνης, έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, ανάμεσα στα οποία η διάκρισή της ως Καλλιτέχνιδα του Λαού, ενώ της έχει απονεμηθεί και ο Κρυστάλλινος Τάρανδος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, στη μετασοβιετική εποχή. Η τελευταία της παρουσία στον κινηματογράφο ήταν το 2007, ενώ στο σανίδι συνέχισε να εμφανίζεται μέχρι και λίγους μήνες πριν από το θάνατό της το 2011.
Άντον Πάβλοβιτς Τσέχοφ
( 1860 – 15 Ιουλίου 1904)
Μέγας διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε γιατρός, αλλά πέθανε νεότατος υποκύπτοντας στην ανίατη για την εποχή του φυματίωση. Το συγγραφικό του ταλέντο μάς χάρισε αριστουργήματα, στις σελίδες των οποίων ζωγραφίζεται με εξαιρετικό τρόπο η ψυχολογία των μικροαστικών και φτωχών κοινωνικών στρωμάτων. Ανεπανάληπτοι είναι οι χαρακτήρες που παρελαύνουν στα κυριότερα έργα του, που αποπνέουν άδολο ανθρωπισμό, φινετσάτη ειρωνεία και τρυφερή μελαγχολία . Από σήμερα αναρτούμε το δημοφιλέστατο έργο του ” Η κυρία με το σκυλάκι”, στη θαυμάσια μεταφορά του στην οθόνη, το 1960, από τον Ιωσήφ Χάιφιτς, με πρωταγωνιστές τους σπουδαίους ηθοποιούς Αλεξέι Μπατάλοφ και Ίγια Σάβινα. Με φόντο τη ρομαντική Γιάλτα ένας σφοδρός έρωτας γεννιέται ανάμεσα σε δύο παντρεμένους, ένα μοσχοβίτη φιλόλογο και μιαν αριστοκράτισσα από την επαρχία. Όταν όμως έρχεται η στιγμή των μεγάλων αποφάσεων, ο μεγάλος έρωτας θα υποστεί το βάρος της πνιγηρής μικροαστικής λογικής…
Ο Άντον Τσέχωφ και «Η Κυρία με το σκυλάκι»
Ο Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ γεννήθηκε το 1860. Σπούδασε ιατρική, αλλά τον κέρδισε η αγάπη του για το γράψιμο. Θα μπορούσε ν’ αφήσει πολύ πιο πλούσια λογοτεχνική κληρονομιά, αλλά πέθανε νεότατος (σε ηλικία 44 μόλις ετών), υποκύπτοντας στην ανίατη για την εποχή του φυματίωση. Το συγγραφικό του ταλέντο μάς χάρισε αριστουργήματα (διγήματα, μυθιστορήματα, νουβέλες, θεατρικά έργα), στις σελίδες των οποίων ζωγραφίζεται με εξαιρετικό τρόπο η ψυχολογία των μικροαστικών και φτωχών κοινωνικών στρωμάτων. Ανεπανάληπτοι είναι οι χαρακτήρες που παρελαύνουν στα κυριότερα έργα του, που αποπνέουν άδολο ανθρωπισμό, φινετσάτη ειρωνεία και τρυφερή μελαγχολία. Η «Κυρία με το σκυλάκι» είναι μια μικρή νουβέλα (ή, αν προτιμάτε, ένα μεγάλο διήγημα), από τα πιο διάσημα αλλά και αριστουργηματικά που έχει γράψει ο τεράστιος αυτός Ρώσος λογοτέχνης και το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1899. Πρόκειται για μια ιστορία… μοιχείας. Μια ιστορία έρωτα και πάθους μεταξύ του Ρώσου τραπεζίτη Γκούροφ και μιας νεαρής παντρεμένης κοπέλας, της Άννας, που συναντιούνται κατά τη διάρκεια των διακοπών του πρώτου στη Γιάλτα. Η ιστορία περιλαμβάνει τέσσερα μέρη: την αρχική συνάντηση στη Γιάλτα (μαζί με τη δραματουργική ολοκλήρωση της υπόθεσης και του υπόλοιπου χρόνου στη διάρκεια της παραμονής τους εκεί), την επιστροφή του Γκούροφ στη Μόσχα, την επίσκεψή του στην πόλη της Άννας, και τέλος τις επισκέψεις της Άννας στη Μόσχα.
Δεν είναι τυχαίο, βέβαια, ότι ο πολύπειρος και πολυβραβευμένος μυθιστοριογράφος Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ δήλωσε κάποια στιγμή ότι ήταν ένα από τα μεγαλύτερα διηγήματα που γράφτηκαν ποτέ. Και όντως, για πολλούς είναι μια από τις καλύτερες και πιο αγαπημένες ιστορίες του Τσέχωφ. Το δυνατό ύφος του συγγραφέα αναγνωρίζεται από την οικονομία της γλώσσας που ποτέ δεν λέει περισσότερα από όσα χρειάζονται. Αποτυπώνει την πολυπλοκότητα, διατηρώντας ταυτόχρονα την ένταση των συναισθημάτων των χαρακτήρων του σε λίγα λόγια. Ο συγγραφέας γράφει σαν να ζωγραφίζει ένα έργο όχι μεγάλο σε έκταση, αλλά αισθητικά οικείο. Χρησιμοποιεί τα χρώματα για να αποδώσει την αλλαγή στο πνεύμα και στα συναισθήματα των χαρακτήρων του, καθώς αυτοί γυρίζουν από το εντυπωσιακό και μεγαλειώδες στο υποτονικό, καθημερινό και πεζό. Για παράδειγμα, τα γερασμένα μαλλιά του Ντμίτρι Γκούρφ περιγράφονται σαν γκρίζα, φοράει συχνά γκρίζα κοστούμια, ενώ η θάλασσα στη Γιάλτα είναι διαποτισμένη με μια απαλή και ζεστή απόχρωση λιλά, ενώ μια χρυσή γραμμή ψηλά από το φεγγάρι σπάει τη μονοτονία του χρώματος. Ο Τσέχωφ παρουσιάζει τη Γιάλτα ως μια ρομαντική όαση για την Άννα και τον Ντμίτρι, ένα μέρος γεμάτο από χρώμα, ελευθερία και μια οικειότητα την οποία δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα βιώσουν κάπου αλλού. Οι δύο εραστές φανερώνουν διαρκώς ανασφάλειες σχετικά με το τι σκέφτεται ο ένας για τον άλλο. Έτσι η Άννα φοβάται μην τυχόν ο Ντμίτρι τη θεωρήσει «κοινή γυναίκα», ενώ ο Ντμίτρι πιστεύει ότι η καλή του εξαπατήθηκε και έχει αποκομίσει ψεύτικη εντύπωση για τον ίδιο, θεωρώντας τον δήθεν εξαίρετο και ευγενή άνθρωπο. Κι αυτό γιατί και οι δύο αναγνωρίζουν ότι η σχέση τους βασίζεται σε προηγούμενες απογοητεύσεις και μελλοντικές ελπίδες, καθώς και στις επιθυμίες του παρόντος.
Δεν υπάρχει κάποια απλή γραμμική εξέλιξη στην αφήγηση του Τσέχωφ. Οι αναγνώστες καλούνται να αναρωτηθούν τι συνέβη στα παρασκήνια και το πώς θα συνεχίσουν τις ζωές τους οι δύο χαρακτήρες της νουβέλας. Πράγματι, προκειμένου να κατανοήσουμε αυτή την ιστορία, θα πρέπει να μαντέψουμε τι συνέβη πριν από τα γεγονότα και, βεβαίως, τι θα συμβεί μετά από αυτά. Τον Ντμίτρι μπορεί να τον δούμε και ως ένα γερασμένο γόη γυναικά, ο οποίος εισέρχεται στα χρόνια του λυκόφωτος και εξαπατά την Άννα ακριβώς όπως ο ίδιος αντιλαμβάνεται ότι εξαπατούσε και τον εαυτό του εδώ και πολλά χρόνια. Και ακριβώς επειδή ο Ντμίτρι αναπολεί τη θέα της Γιάλτας και την απεριόριστη μεγαλοπρέπεια και ομορφιά της, η Μόσχα του φαίνεται αφόρητη και θλιβερή. Ο Τσέχωφ μας ωθεί, ουσιαστικά, να υποθέσουμε ότι για τον Ντμίτρι ο κόσμος της αγάπης και των γυναικών δεν είναι ειλικρινής και έντιμος. Πράγματι, η αφοσίωση του Ντμίτρι στο γυναικείο φύλο ή στην «κατώτερη φυλή» ανταμείβεται από τη σύγχυση που του προκαλείται από την αμυδρή ελπίδα για μελλοντική σωτηρία. Και η ιστορία τελειώνει κάπως άτυπα, με μια σχετική ασάφεια, αφού ο Ντμίτρι αναγνωρίζει ότι, τουλάχιστον για τώρα, ζει δύο ζωές: μια ανοικτή, γνωστή σε όσους το επιθυμούν, και μια άλλη μυστική, κρυφή από «τα μάτια του κόσμου». Ο μόνος τρόπος για να ξεπεράσει τους φόβους τους το ζευγάρι, είναι να αναγνωρίσουν αμφότεροι ότι είναι έτοιμοι για την αρχή μιας «νέας, υπέροχη ζωής»…