Δεν είναι καθόλου τυχαίο που το βιβλίο αυτό βρέθηκε στη βραχεία λίστα των βιβλίων που ήταν υποψήφια για το διεθνές βραβείο Booker. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που διεισδύει βαθιά και έντονα στην ιστορική αλήθεια και την πραγματικότητα που πονάει, τα όσα περιγράφει η συγγραφέας μας συγκλονίζουν σχετικά με τα όσα συνέβησαν στο πολύπαθο μέχρι και σήμερα Ιράν, σε αυτό το πολιτικό έγκλημα προϊόν μιας δήθεν επανάστασης και την εγκαθίδρυση τελικά ενός αυταρχικού ισλαμικού ομοφοβικού καθεστώτος. Η Αζάρ δεν διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομά τους έχοντας την ασφάλεια της απόστασης μιας και διαβιεί στο εξωτερικό γιατί στην πατρίδα της θα είχε ήδη καταδικαστεί σε θάνατο μετά τα όσα γράφει εδώ. Η ίδια εξάλλου το αναφέρει στο τέλος του βιβλίου: «Είμαι βαθύτατα ευγνώμων στον αυστραλιανό λαό που με δέχτηκε σε αυτήν την ασφαλή και δημοκρατική χώρα όπου έχω την ελευθερία να γράψω αυτό το βιβλίο, μια ελευθερία που μου αρνήθηκε η πατρίδα μου, το Ιράν».

Στα χνάρια μιας χώρας όπου φοβάσαι να μιλήσεις, να ζήσεις, να δημιουργήσεις

Η Αζάρ μπορεί και γράφει αυτό το μυθιστόρημα με άνεση γιατί τα λόγια της και τα γραπτά της δεν θα υπαχθούν σε κάποιου είδους λογοκρισία, δεν έχει τον φόβο μήπως την επόμενη μέρα την κυνηγήσουν και την συλλάβουν για να την καταδικάσουν, μπορεί και εκφράζεται ανοιχτά και ελεύθερα χωρίς να φοβάται για τη ζωή της όπως οι ήρωες του βιβλίου της που βρίσκονται δυστυχώς και συνεχώς υπό τον φόβο τιμωρίας και εξευτελισμού. Η συγγραφέας δεν φοβάται μήπως μπουν οι δήθεν φύλακες της Ισλαμικής επανάστασης στο σπίτι της και την τραβήξουν από τα μαλλιά μέσα στα άγρια μεσάνυχτα με το έτσι θέλω γιατί είναι γυναίκα και άρα δεν έχει δικαίωμα να μιλά και να εκφράζεται. Όλα αυτά δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας, είναι γεγονότα που συμβαίνουν στο Ιράν της Ισλαμικής επανάστασης, είναι σύνδρομα απειλής απλών ανθρώπων που δεν συμφωνούν και δεν υποστηρίζουν το καθεστώς.

«Πίστευε ότι η Τεχεράνη ήταν κι αυτή σαν ένας άνθρωπος εξαρτημένος. Μια πόλη εθισμένη στον καπνό, στον εξευτελισμό, στη φτώχεια και στη νωθρότητα, της οποίας η παραμικρή προσπάθεια να συνέλθει προκαλούσε πανικό. Η Τεχεράνη ήταν η εθισμένη που ήθελε να καθαρίσει αλλά δεν είχε τη θέληση, και μετά από αρκετές ημέρες νηφαλιότητας θα άρχιζε να κάνει ξανά χρήση, με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Ήταν ένας εθισμός στην καταπίεση, ένας εθισμός στη φτώχεια και ένας εθισμός στη συστολή και στη νοσταλγία». Το μυθιστόρημα είναι μια δυνατή γροθιά στο στομάχι σχετικά με τα όσα περιγράφει για το πώς έχει καταντήσει η πόλη της Τεχεράνης αλλά και η πολιτική κατάσταση σε μια χώρα, το Ιράν όπου έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο οι ελευθερίες των ανθρώπων και ειδικά των γυναικών. Δολοφονίες αθώων ανθρώπων, κυνηγητό μαγισσών, αδυναμία έκφρασης, σιωπή και εξόντωση γυναικών είναι μόνο μερικές από τις πράξεις σε μια χώρα που κυβερνά η καταπίεση.

Η συγγραφέας/αφηγήτρια μέσα από ένα χρονικό εμπνευσμένο μα και τόσο οδυνηρό μας αφηγείται τα προσωπικά της βιώματα και τη δική της οικογενειακή ιστορία, τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, τις αναμνήσεις της από μία αθώα εποχή και την ανάγκη επαναφοράς σε μία σταθερότητα που μοιάζει χαμένη στην μετάφραση και τις αντιπαλότητες καθώς το νέο καθεστώς είναι άκρως επικίνδυνο για την επιβίωση. Κανείς δεν κινητοποιήθηκε τόσα χρόνια από την έκρηξη της Επανάστασης, όλα έμειναν στον πάγο του χρόνου και η χώρα ταλαιπωρείται από την ύπαρξη μιας μη δημοκρατικής κυβέρνησης καθώς επικρατεί μια θεοκρατούμενη κυβέρνηση που ορίζει τις τύχες και βέβαια κυβερνάται από την σύγχρονη Βαβέλ της τρομοκρατίας που μπορεί ανά πάσα στιγμή να την “ανατινάξει”. Το τίμημα που πληρώνεται είναι βαρύ για τα τόσα χρόνια της σιωπής σε μία χώρα που ζει στην πολιτική αδράνεια και χάνει συνεχώς χρόνο για να αντιμετωπίσει τις “πληγές” της.

«Πέθανα την ημέρα που οι επαναστάτες που έβραζαν από επαναστατικό μίσος και θέρμη, ξεχύθηκαν στο σπίτι στην Τεχεράνη και, κάνοντας παράξενους θορύβους, φώναζαν: “Ο Θεός είναι μεγάλος! Ο Θεός είναι μεγάλος!” Εισέβαλαν στο υπόγειο του μπαμπά και, αφού έριξαν κηροζίνη σε όλα τα χειροποίητα ταρ του, τα βιβλία και τα ξύλα μουριάς, έβαλαν φωτιά. Εγώ ήμουν μόλις δεκατριών ετών και βρισκόμουν εκεί κάτω – εξασκούμουν στο ταρ». Σε όλη την χώρα μυρίζει θανατικό, μια άνευ προηγουμένου αγριότητα και βαναυσότητα απέναντι σε όσους διαφωνούν και υποστηρίζουν τις δικές τους απόψεις.

Η συγγραφέας αναφέρει χαρακτηριστικά τα δεδομένα που επικρατούν και είναι μια φωνή αγωνίας για τα όσα συμβαίνουν εκεί. Δεν φοβάται να γράψει πως «πέντε χιλιάδες άντρες και γυναίκες, νέοι και γέροι που το μόνο τους έγκλημα ήταν οι πολιτικές ή οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, δολοφονήθηκαν στις φυλακές της Τεχεράνης, του Καράτζ, του Μασχάντ και άλλων πόλεων. Όταν τελικά πέθαναν όλοι και τα πτώματά τους έγιναν βορά στα κοράκια και στα αδέσποτα σκυλιά της ερήμου, δεν έμειναν άπραγοι. Ξεκίνησαν». Αυτό που η Αζάρ τολμά είναι να αναδείξει τα κακώς κείμενα σε μια χώρα που δυστυχώς βαδίζει σε λάθος δρόμο και η ίδια αποτελεί ένα από τα πολλά θύματα καθώς δεν μπορεί να γυρίσει στη χώρα στην οποία γεννήθηκε.

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Η φώτιση της πράσινης δαμασκηνιάς»:

«Δεν είχε σημασία πόσο μακριά μπορούσες να τρέξεις. Πάντα στο τέλος σε έβρισκαν και σε τραβούσαν προς τα κάτω μαζί τους»

«Όλα αυτά τα χρόνια έψαχνε την ομορφιά: την ομορφιά που δεν είχε γεννηθεί ακόμη και την ομορφιά που είχε πεθάνει πριν από εκατό χρόνια»

Διαβάστε επίσης:

Σουκουφέ Αζάρ – Η φώτιση της πράσινης δαμασκηνιάς: Μία επίκαιρη και διαχρονική ιστορία