Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ακριβώς όπως και Τζορτζ Όργουελ ανήκουν στους συγγραφείς που στα πρώτα τους βήματα εργαζόντουσαν ως ανταποκριτές και δημοσιογράφοι για λογαριασμό εφημερίδων που τους είχαν ορίσει απεσταλμένους για να καλύψουν τα όσα ιστορικά γεγονότα συνέβαιναν τότε. Και οι δύο μάλιστα κάλυψαν και τον περίφημο μα αιματηρό Ισπανικό εμφύλιο και από εκεί εμπνεύστηκαν τα μυθιστορήματά τους, «Πεθαίνοντας στην Καταλονία» ο Όργουελ και το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» ο Χέμινγουεϊ. Εδώ ωστόσο, τον βρίσκουμε δεκαπέντε χρόνια πριν να καλύπτει ειδησεογραφικά τα όσα εκτυλίσσονταν στην Ανατολική Μεσόγειο ύστερα από τη Μικρασιατική καταστροφή, την ακύρωση της Συμφωνίας των Σεβρών και την επερχόμενη Συμφωνία της Λωζάννης που έθετε νέα σύνορα και νέες συνθήκες στην περιοχή.

Στον πυρήνα των γεγονότων, με την γραφή του μας προϊδεάζει για όσα σπουδαία θα ακολουθήσουν

Αυτό που διαφαίνεται ήδη από τότε είναι η ιδιαίτερη γραφή του και η κλίση του στην παράθεση των γεγονότων μέσα από ένα δικό του πολύ προσωπικό ύφος. Η εξαιρετική αυτή δίγλωσση έκδοση, τη μετάφραση και τις σημειώσεις της οποίας έχει επιμεληθεί ο Χάρης Βλαβιανός, ανήκει στην ξεχωριστή σειρά «Τα φυλλάδια της Περισπωμένης», μια σειρά πολύ ιδιαίτερη με την οποία ερχόμαστε σε επαφή με όχι και τόσο γνωστά κείμενα επώνυμων συγγραφέων. Ο Χέμινγουεϊ περιγράφει με ιδιαίτερα καυστικό και φλεγματικό τρόπο τα παρασκήνια της διάσκεψης της Λωζάννης μέσα από ένα πολύ ευφυές και σατιρικό ποίημα. Στο ποίημα αυτό ο αναγνώστης μαθαίνει για τους πρωταγωνιστές που έδωσαν το παρών στη διάσκεψη αυτή αλλά και για τον χαρακτήρα του καθενός μέσα από πικάντικες και πιπεράτες ιστορίες.

Ο συγγραφέας θα έρθει κατά μέτωπο με ανθρώπους σημαντικούς, με κορυφαία πολιτικά πρόσωπα, οι οποίοι κινούσαν τα νήματα την εποχή εκείνη σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Τα όσα συνέβησαν στη Λωζάννη θα άλλαζαν τον χάρτη της Ευρώπης και ειδικά για την Ελλάδα θα ήταν οι συνέπειες μιας δραματικής περιόδου με την ήττα μας στη Μικρά Ασία, την απώλεια της Σμύρνης και την καταστροφή της πόλης από τους Νεότουρκους του Κεμάλ, ενώ παράλληλα θα ήταν η αρχή του ξεριζωμού και το τέλος της παρουσίας του Ελληνισμού που ήταν εκεί εγκατεστημένος από τα αρχαία χρόνια. Το κλίμα αυτό εκφράζεται από τον Χέμινγουεϊ στο κείμενο που ακολουθεί και όπου περιγράφει γλαφυρά τα συμβάντα: “Τα γυναικόπαιδα βρίσκονταν στοιβαγμένα σε κάρα ανάμεσα σε στρώματα, καθρέφτες, ραπτομηχανές, δέματα, σακιά με πράγματα. Μια γυναίκα γεννούσε, μ’ ένα νεαρό κορίτσι να τη σκεπάζει με κουβέρτα κλαίγοντας. Τρομοκρατήθηκα αντικρίζοντας τη σκηνή. Έβρεχε όλη την ώρα στη διάρκεια της εκκένωσης”.

Ο συγγραφέας βρισκόταν πάντα στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη ώρα για να μεταδώσει τα νέα και να σκιαγραφήσει πρόσωπα και πράγματα τότε που δεν υπήρχαν παρά οι εφημερίδες για να διαδώσουν τα νέα, τότε που τα άρθρα ήταν το Α και το Ω της ειδησεογραφίας και δεν υπήρχε καμία άλλη πηγή πληροφόρησης. Με πάθος και χωρίς φόβο λοιπόν περιπλανιέται στις περιοχές ενδιαφέροντος όπως είναι η Λωζάννη στην προκείμενη φάση και μεταφέρει νοερά το κλίμα που επικρατούσε στα σαλόνια των αποφάσεων. Είναι λοιπόν τα πρώτα βήματα του συγγραφέα στο μέτωπο και ήδη ξεδιπλώνει το ιδιαίτερο του χάρισμα στα όσα αναφέρεται, στιγμές από μια ανταπόκριση που αργότερα σε άλλον τόπο και χρόνο θα γίνει και πιο πολεμική. Εξάλλου, στη σειρά των ημερολογίων της περιόδου εκείνης θα αναφερθεί λεπτομερώς σε όλα όσα συνάντησε και είδε ιδίοις όμασσιν. Ο τρόπος προσέγγισης των γεγονότων θα φανεί αργότερα και σε μυθιστορήματα που τον έκαναν διάσημο όπως το βιβλίο «Αποχαιρετισμός στα όπλα» ή «Για ποιον χτυπά η καμπάνα».

Ο Χέμινγουεϊ ήταν ένας στρατευμένος δημιουργός που ενδιαφερόταν για τα όσα εκτυλίσσονταν εκείνη την εποχή και ο ρόλος του ανταποκριτή ταίριαζε άψογα στις προσδοκίες του. Δεν είναι μόνο ο γλεντζές πότης και ο γυναικάς γόης που θα γνωρίσουμε λίγο αργότερα αλλά ένας παθιασμένος κυνηγός γεγονότων για αυτό αργότερα επέλεξε να πάει στο ισπανικό μέτωπο, μέσα στον πυρετό των μαχών. Μια πρώτη ιδέα λοιπόν την παίρνει βλέποντας τα καραβάνια των προσφύγων να φεύγουν κυνηγημένοι από τον τόπο τους, μια εικόνα που μάλλον δεν είχε ξαναδεί ποτέ του. Είδε από κοντά τον πόνο που άφηνε ο πόλεμος, είδε την απόγνωση και την απελπισία και διερωτώταν εντός του σε ποια ακριβώς ειρήνη γίνεται αναφορά όταν η διάσκεψη της Λωζάννης που υποτίθεται πως έβαζε τέλος σε μια σύρραξη εκπλήρωνε τον απώτερο σκοπό της. Στις δύο παραγράφους του κειμένου, ο αναγνώστης καταλαβαίνει όσα πολύ περιεκτικά μας μεταφέρει ο συγγραφέας με πόνο ψυχής.

Πρόκειται για ένα ποίημα και ένα κείμενο που έχουν εντοιχισμένο το ελληνικό τους ενδιαφέρον, γιατί τα ζητήματα εκείνης της εποχής αφορούσαν ιδιαίτερα τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, ήταν μια περίοδος εξαιρετικά κρίσιμη. Κάτι άλλο ιδιαίτερο είναι, όπως σημειώνει ο Χάρης Βλαβιανός, πως υπό την σκέπη του Έζρα Πάουντ, ο Χέμινγουεϊ αποφασίζει να γράψει ως προς τη διάσκεψη ένα ποίημα και όχι ένα πεζό κείμενο για να σχολιάσει τα τεκταινόμενα, μια απόφασή του που σημαίνει πολλά. Σε κάθε περίπτωση μέσα από τέτοιες άγνωστες πτυχές σπουδαίων συγγραφέων, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με τα πρώιμα χρόνια τους αλλά και με ένα ιδιαίτερο στίγμα του έργου τους που αξίζει να μελετηθεί και να αναλυθεί.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

“Είχα γνωρίσει τον Μουσολίνι. Κανείς δεν τον χώνευε τότε. Ούτε κι εγώ τον χώνευα. Ήταν παλιάνθρωπος […]”

“Γέροι και γυναίκες, μούσκεμα από τη βροχή, περπατούσαν σπρώχνοντας τα ζώα. Ο Έβρος, κίτρινος από τη λάσπη, κατέβαινε σχεδόν μέχρι τη γέφυρα”

Διαβάστε επίσης:

Έκαναν όλοι τους ειρήνη: Το ποίημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ για τη Διάσκεψη της Λωζάνης