Μέσα στο γενικό ορυμαγδό των καιρών, στον ήσυχο τρίτο όροφο στο Project Room 1, μακριά από τα ηχηρά έργα της συλλογής του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και τις μεγάλες περιοδικές εκθέσεις που στεγάζει αυτές τις μέρες, υπάρχει μία έκθεση που φέρει το χαρακτήρα της περισυλλογής, της προσωπικής εμβύθισης, και ίσως, της ίασης.

Η μικρή αυτή κρυφή όαση μέσα στο υποβλητικό κτήριο του Φιξ, στο κέντρο της πολύβουης Αθήνας, φιλοξενεί μία λεπταίσθητη επικοινωνία μίας φωτογράφου και ενός ζωγράφου, ο οποίος τυχαίνει να είναι πρόγονος της. Και λέω τυχαίνει, γιατί αυτή η επικοινωνία δεν περιέχει ίχνος θαυμασμού ή διάθεση απόδοσης φόρου τιμής στο ονομαστό μέλος ενός καλλιτεχνικού οικογενειακού δέντρου. Η Ειρήνη Βουρλούμη εμπνέεται από τη ζωγραφική του παππού της τόσο φυσικά και αβίαστα, όπως θα μπορούσε να ιερουργήσει με την κάμερα της στο εφήμερο πέταγμα ενός πουλιού, στο χάδι του ανέμου, στον εντοπισμό ενός απειροελάχιστου ίχνους αθέατου στον υπόλοιπο κόσμο.

Ίσως είναι η πρώτη φορά που δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε ποιο έργο, το φωτογραφικό ή το ζωγραφικό, δημιουργήθηκε πρώτο, καθώς και τα δύο φέρουν την αίσθηση του τωρινού, του στιγμιαίου και ταυτόχρονα του διαχρονικού και βαθιά φιλοσοφικού. Η τοποθέτηση των έργων σε ξύλινα πάνελ ενισχύει την απομόνωση που χρειάζεται ο θεατής για να υφάνει τις συνδέσεις μεταξύ των διπλών ταυτόχρονων αφηγήσεων. Η εμπειρία της Βουρλούμη- η οποία εργάζεται και ως μέρος της κολεκτίβας Depression Era- ως φωτορεπόρτερ κοινωνικών κυρίως ζητημάτων με εικαστική πρόσληψη της φωτογραφικής εικόνας, της δίνει τη δυνατότητα να μνημειοποιεί το καθημερινό, χωρίς αυτή η μνημειοποίηση να ενέχει κάτι περίτεχνο, εξωγενές, περιττό.

Το ζωγραφικό έργο του Ανδρέα Βουρλούμη, ειδικά η επιλεγμένη αποθησαύριση αυθόρμητων σχεδίων και ζωηρών υδατοχρωμάτων, όπου υπερισχύει ένα νατουραλιστικό ζωγραφικό ιδίωμα που συνταιριάζει τον ιμπρεσιονιστικό υπαιθρισμό με τη γεωμετρικότητα και στιβαρότητα των Cezanne και Morandi, αλλά και η διεισδυτική ματιά στην μεταπολεμική αστική καθημερινότητα που ακουμπά εννοιολογικά τον Hopper, αποτελεί τον ιδανικό καμβά όπου η φωτογράφος μπορεί να ατενίζει και εν συνεχεία να συν-αποτυπώνει την ιερή καθημερινότητα του αστικού τοπίου σήμερα, καταγράφοντας τα ίχνη του περάσματος του χρόνου με την ευαίσθητη αφαιρετικότητα ενός εικαστικού. Έτσι όπως τα κατέγραφε και ο παππούς της εβδομήντα χρόνια πριν με την ευφράδεια ενός φωτογράφου στιγμών-πρώιμου instagrammer, που κόβει απρόβλεπτα τη σκηνή, δημιουργεί έκκεντρες θεάσεις, αποσπασματοποιεί ότι θεωρεί μοναδικά ενδιαφέρον, ενώ ενίοτε όλα μοιάζουν να ρευστοποιούνται επάνω στο ασύμμετρο ανάγλυφο του άστεως.

Και οι δύο τους, ως βέροι flaneurs, περπατούν την πόλη και με αυτόν τον τρόπο τη ζουν, ξεκλειδώνοντας τα μυστικά της. Πόρτες ανοίγουν μέσα από τις ώχρες των τοίχων και υπόσχονται να μας μιλήσουν για τα σκοτάδια τους ενώ ο άνθρωπος είναι σχεδόν πάντα η απάντηση σε κάθε αισθητικό, μορφολογικό ή παραστατικό πρόβλημα. Και οι δύο καλλιτέχνες εστιάζουν στο πώς ο άνθρωπος βλέπει τον κόσμο και στο πως ο κόσμος αποτυπώνεται από την εκάστοτε θέαση. Όταν ο ζωγράφος μελετά το πώς βλέπει το μάτι ακόμα και με μάτια ερμητικά κλειστά, η φωτογράφος αποτυπώνει το πώς θα μπορούσε να ‘βλέπει’ η ίδια η φύση, ανθρωποποιώντας την μέσα από την εναλλαγή σκιάς και φωτός που προσδίδει μία μεταφυσική, σχεδόν παγανιστική χροιά στα οπτικά γεγονότα.

Η αμοιβαία αυτή εργώδης απεικόνιση του κόσμου των φαινομένων μα και των σημαινόμενων, αποκτά αυτή τη μεταφυσική διάσταση ειδικά στη διαχείριση της ανθρώπινης μορφής, όπως αυτή ξεπροβάλλει από το κενό, ως ογκώδης, υλική, γλυπτική και ταυτόχρονα εύθραυστη και αέρινη έννοια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ενδεδυμένη στα μαύρα γυναικεία μορφή έξω από έναν φούρνο, ίσως μία χαρακτηριστική φιγούρα των χρόνων μετά τον πόλεμο, που σχεδόν προβάλλεται στο χώρο του θεατή, θυμίζοντας τα φωτορεπορτάζ της Αθήνας από τον φακό της Ειρήνης τα χρόνια της κρίσης.

Πέρα όμως του κοινωνικού σχολιασμού που η φωτογραφία ως μέσο αποτελεί πρόσφορο έδαφος, είναι οι αλλόκοτες θέσεις λήψης της ανθρώπινης μορφής που απασχολούν την Ειρήνη Βουρλούμη, με την ίδια ένταση που απασχολούσαν και τον πρόγονο της. Κατακόρυφα από ψηλά, ή ως σκιά που κατηφορίζει έξω από το κάδρο, σαν να έχει ξεχύσει μέσα από τη γεωμετρία του ψημένου, από τον μεσογειακό ήλιο, χρώματος, η εικαστικός ορίζει το χρώμα και το σχήμα ως τους άρχοντες του πανάρχαιου δράματος της εικονογραφίας. Δίπλα της, μία φιγούρα εμφανίζεται μέσα από κυπαρισσί και ασημένιες δέσμες σαν τον ευθυτενή προπομπό μιας ανείπωτης τραγωδίας.

Στο πλαϊνό πάνελ την τιμητική του έχει το παράθυρο, σε δύο έργα όπου το παράθυρο γίνεται δίαυλος επικοινωνίας με τον έξω κόσμο και το ίδιο το έργο μετατρέπεται σε παράθυρο στην ψυχή αυτού του απροσδόκητου δημιουργικού διδύμου που χωρίζουν δύο γενεές και συνταιριάζονται δύο εκφραστικά μέσα. Και όταν η φθορά φιλοτεχνεί τους ωραιότερους και ταπεινότερους καμβάδες σε ακάλυπτους κτηρίων και πεζοδρόμια, είναι εκεί και οι δύο τους να αδράξουν την πατίνα του χρόνου, σε καγκελόφραχτα υπόγεια και σε ξεφτισμένους τοίχους που κοσμούνται από τα απομεινάρια της ανθρώπινης παρουσίας. Συχνά το μάτι πέφτει στο υγρό στοιχείο, στη θύμηση ενός μακρινού ταξιδιού, στον αποχαιρετισμό σε μία αποβάθρα, στις σταγόνες τις βροχής που κυλούν στο τζάμι, στα νοτερά πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα, στη μεγάλη, την πλατιά θάλασσα εντός μας, στον σιωπηλό αναβλυσμό των δακρύων.

Τα έργα Ανδρέα και Ειρήνης Βουρλούμη, όταν τοποθετούνται δίπλα στα παράθυρα του 3ου ορόφου του ΕΜΣΤ αντανακλούν με μοναδική διαύγεια, το πρόσωπο της Αθήνας. Μιας πόλης ρυτιδιασμένης, ξεχαρβαλωμένης, χαοτικής, χτισμένης πάνω στα σπαράγματα του παρελθόντος, που όμως αναδύει άρωμα ανθρώπου από κάθε της ρωγμή.

Διαβάστε επίσης:

Ειρήνη Βουρλούμη – Στον ίδιο χώρο: Έκθεση στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης