Η Δωδώνη με το αρχαιότερο στην ελληνική επικράτεια μαντείο και το μεγαλύτερο της εποχής του (και όχι μόνον) θέατρο, αποτελεί το αντικείμενο της εκδήλωσης που θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 11 Φεβρουαρίου, στις 7 το απόγευμα, στο Μέγαρο Μουσικής, στο πλαίσιο του Megaron Plus.

Ο λόγος για δύο άκρως ενδιαφέρουσες επιστημονικές διαλέξεις με ομιλητές τον Πρόεδρο της Επιστημονικής Επιτροπής για την Αποκατάσταση του θεάτρου και των άλλων μνημείων του ιερού της Δωδώνης, αρχιτέκτονα και Επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γεώργιο Σμύρη και τον Προϊστάμενο στη ΙΒ’Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, αρχαιολόγο Κωνσταντίνο Σουέρεφ, οι οποίοι βασισμένοι στην επαγγελματική τους εμπειρία και ευαισθησία, θα επιχειρήσουν την αποτίμηση των εργασιών συντήρησης, αναστήλωσης και αποκατάστασης του μνημείου στη διάρκεια των νεότερων χρόνων, τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη ανάδειξης και κοινωνικής επαναξιοποίησης μιας κιβωτού της πολιτιστικής μας κληρονομιάς σ’αυτούς τους δύσκολους καιρούς, προς όφελος του κοινού.

Η εκδήλωση πραγματοποιείται σε συνεργασία με το μη κερδοσκοπικό Σωματείο Διάζωμα.

Η Δωδώνη, αρχαιολογική θέση ενεργή ήδη από την εποχή του Χαλκού, έχει συνδεθεί με το αρχαιότερο μαντείο που συναντάται στον ελλαδικό χώρο. Υπαίθριο στην αρχή (με μια βελανιδιά, την ιερή φηγό), με τη μορφή μικρού ναού όπου φυλάσσονταν τα αφιερώματα των προσκυνητών στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. και αργότερα, στα χρόνια του βασιλιά Πύρρου (312-272π.Χ.), ως αξιοθαύμαστο συγκρότημα λατρευτικών και διοικητικών οικοδομημάτων που περιελάμβανε βουλευτήριο, πρυτανείο αλλά κι ένα θέατρο, το μεγαλύτερο της εποχής του όπου ανά τετραετία τελούνταν τα «Νάια» προς τιμήν του Νάιου Δία. Ένα θέατρο που χωρούσε 18.000 θεατές (περισσότερους κι απ’ό,τι το πασίγνωστο θέατρο της Επιδαύρου).

Το τέλος της λειτουργίας του πανελλήνιας αλλά και διεθνούς ακτινοβολίας μαντείου ήρθε με την επικράτηση του χριστιανισμού ενώ το περίφημο θέατρο που καταστράφηκε δυο φορές (από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και από τον ρωμαίο στρατηγό Αιμίλιο Παύλο το 31 π.Χ.) και εν τέλει επισκευάστηκε από το ρωμαίο αυτοκράτορα Οκταβιανό Αύγουστο προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως αρένα για θηριομαχίες από τους Ρωμαίους, επανήλθε στο φως τα χρόνια 1875-1878 οπότε και ακολούθησε πλήθος ανασκαφών.

Οι συστηματικές εργασίες στερέωσης και αναστήλωσης του θεάτρου, του σταδίου και των λοιπών μνημείων ξεκίνησαν μετά το 1961 με πιστώσεις της Αρχαιολογικής Εταιρείας και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων ενώ συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Αυτές ακριβώς παρουσιάζει και αποτιμά στην ομιλία του με θέμα «Η συντήρηση, αναστήλωση και αποκατάσταση του θεάτρου του ιερού της Δωδώνης: 1960-2014» ο καθηγητής Γεώργιος Σμύρης, ταξινομώντας τες σε τρεις διακριτές ενότητες: τη δεκαετία του 1960 όπου άρχισαν και ολοκληρώθηκαν οι επεμβάσεις στο μεγαλύτερο μέρος του θεάτρου για να ξεκινήσει η επανάχρησή του στο πλαίσιο της αναβίωσης του αρχαίου δράματος. Την περίοδο 1970-2000, κατά την οποία το μνημείο δέχτηκε μικρής κλίμακας επεμβάσεις και παράλληλα χρησιμοποιήθηκε συστηματικά για παραστάσεις («θα εξεταστούν οι συνέπειες των δράσεων αυτών στο αρχαίο θέατρο, με κατακλείδα την απαγόρευση της παραχώρησής του για εκδηλώσεις») και την περίοδο 2000 έως σήμερα στη διάρκεια της οποίας έχει πλέον αναπτυχθεί ένα συγκροτημένο πρόγραμμα αποκατάστασης που βρίσκεται σε εξέλιξη». Ο καθηγητής θα αναφερθεί ιδιαιτέρως στις κρατούσες ανά περίοδο ιδεολογικές και τεχνικές συνιστώσες και θα παρουσιάσει αναλυτικά το πρόγραμμα αποκατάστασης μετά την ολοκλήρωση ενός συνεκτικού τμήματος του κάτω διαζώματος. Ενώ αναφορά θα γίνει και στις ειδικές μελέτες που έχουν εκπονηθεί, στις μεθόδους ταύτισης των παρατοποθετημένων αρχιτεκτονικών μελών και άρσης της φθοράς του αρχαίου υλικού, καθώς και στην επιλογή των υλικών αποκατάστασης του θεάτρου.

Εκτενή αναφορά στο χώρο που παρέχει σήμερα μια ανανεωμένη εικόνα της αρχαιότητας θα κάνει στην ομιλία του με θέμα «Η Δωδώνη του Μαντείου και του Θεάτρου», και ο Δρ. Κωνσταντίνος Σουέρεφ, θέτοντας ωστόσο παράλληλα ερωτήματα γύρω από την κοινωνική επαναξιοποίηση της Δωδώνης με το ιερό και το μαντείο του Δία και της Διώνης, των δημόσιων κτηρίων, του θεάτρου και του σταδίου της. Ένα παράδειγμα: η περσινή διοργάνωση του 1ου Νάιου ημιμαραθώνιου δρόμου που ξεκίνησε και τερμάτισε στον αρχαιολογικό χώρο της Δωδώνης, παραπέμποντας στις εκδηλώσεις των Ναίων της αρχαιότητας με την ευρεία συμμετοχή και το πνεύμα του ευγενούς συναγωνισμού…

Ο Κωνσταντίνος Σουέρεφ γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μπάρι. Πήρε μεταπτυχιακά διπλώματα ειδίκευσης στην αρχαία φιλολογία από τη Scuola Normale Superiore και προϊστορικής αρχαιολογίας από το Πανεπιστήμιο της Πίζας. Εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Η ερευνητική του δραστηριότητα εκτείνεται σε θέματα των μυκηναϊκών χρόνων, των ελληνικών αποικισμών, της βορειοελλαδικής αρχαιολογίας και της ιστορίας της τέχνης. Έλαβε μέρος σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια και σε προγράμματα επιμόρφωσης εκπαιδευτικών ως εισηγητής. Πρότεινε και υλοποίησε στη Θεσσαλονίκη το θεωρητικό τμήμα από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Καλειδοσκόπιο 1995» με θέμα «Μύθοι, θρύλοι και παραμύθια, μια προσέγγιση μέσα από τα κόμικς». Έχει προσκληθεί σε Πανεπιστήμια της Ιταλίας και της Γαλλίας για διαλέξεις και σεμινάρια. Εργάζεται από το 1985 ως αρχαιολόγος στο Υπουργείο Πολιτισμού, αρχικά στην ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης ενώ διεύθυνε την ΚΘ΄ Εφορεία (2006-2010). Σήμερα (2011/2012 – ) προΐσταται στην ΙΒ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων. ‘Έχει, μεταξύ άλλων, συγγράψει τα έργα Αρχαία Λιμάνια-Θερμαϊκός Κόλπος (1988), Μυκηναϊκές μαρτυρίες από την Ήπειρο (2001), Τοπογραφικά και Αρχαιολογικά Κεντρικής Μακεδονίας (2011) ενώ έχει επιμεληθεί τη δίτομη έκδοση Υδάτινες Σχέσεις. Το νερό ως πηγή ζωής κατά την αρχαιότητα (2000-2003). Έχει μεταφράσει τα βιβλία Umberto Eco, Πολιτιστικά Κοιτάσματα (1988), Pablo Nerunda, Todo el Amor (Όλη η Αγάπη), (πρώτη έκδοση 1993-πέμπτη έκδοση 2003), Emanuele Greco, Αρχαιολογία της Μεγάλης Ελλάδας (2001-βραβείο μετάφρασης από το ιταλικό κράτος). Είναι συνεργάτης του περιοδικού Πόρφυρας από την ίδρυσή του (1980) με σχόλια θεωρίας για τον κινηματογράφο, μεταφράσεις, ποιήματα και δοκίμια. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Περίπλους, Η λέξη, Φηγός, Εντευκτήριο, Φιλόλογος, Γραφή, Ακτή κ.ά.

Ο Γεώργιος Σμύρης γεννήθηκε και διαμένει στα Ιωάννινα. Είναι απόφοιτος της Αρχιτεκτονικής Σχολής της Νεάπολης Ιταλίας (1982) και διδάκτωρ της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ (2000). Από το 2008 είναι επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων όπου διδάσκει Ιστορία της Αρχιτεκτονικής και Θεωρία των αποκαταστάσεων των μνημείων και των έργων τέχνης. Από το 1986 έως την εκλογή του εργάστηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού όπου ασχολήθηκε συστηματικά με την αποκατάσταση των βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων της Βορειοδυτικής Ελλάδας και των Ιονίων νήσων Κέρκυρας και Λευκάδας. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα οθωμανικά μνημεία της περιοχής, μεταξύ των οποίων το κάστρο των Ιωαννίνων και ο οικισμός του,  τα οθωμανικά τεμένη της πόλης και της υπαίθρου και τα οθωμανικά οχυρά της ευρύτερης περιοχής. Έχει συμμετάσχει σε σημαντικό αριθμό επιστημονικών συνεδρίων σχετικών με την ιστορία και την αποκατάσταση των μνημείων και έχει συγγράψει ικανό αριθμό εργασιών για τα παραπάνω θέματα. Είναι Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής για την Αποκατάσταση του θεάτρου και των άλλων μνημείων του ιερού της Δωδώνης, μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής για την Αποκατάσταση των μνημείων του αρχαιολογικού χώρου της Νικόπολης και μέλος επιστημονικών επιτροπών με αντικείμενο την διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα για τη διαχείριση του μνημειακού πλούτου και την προβολή της ιστορικής αρχιτεκτονικής.