Η ταινία του Γιαν Χρεμπέκ, Η δασκάλα, κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου από την Rosebud.21.

Ο υποψήφιος για Όσκαρ Γιαν Χρεμπέκ, ένας από τους πιο αναγνωρισμένους σκηνοθέτες της Τσεχίας, επιστρέφει με μια αιχμηρή ματιά στο πρόσφατο παρελθόν με τίτλο «Η Δασκάλα», που βραβεύτηκε στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι για την εξαιρετική της πρωταγωνίστρια και εξασφάλισε διανομή σε πάνω από 50 χώρες.

Μπρατισλάβα, δεκαετία του ’80. Μία φαινομενικά ευχάριστη και καλόκαρδη δασκάλα μπαίνει στην καινούρια της τάξη και συστήνεται στους μαθητές της. Όταν έρθει η δική τους ώρα να συστηθούν, η δασκάλα τούς ζητά να αναφέρουν επίσης τι δουλειά κάνουν οι γονείς τους. Ανάλογα με την επαγγελματική θέση του καθενός, η δασκάλα θα αρχίσει να ζητά χάρες και να χειραγωγεί τους ενήλικες και τα παιδιά για το προσωπικό της συμφέρον. Ποιος, εξάλλου, θα καταγγείλει μια γυναίκα με τόσο στενούς δεσμούς με το κυρίαρχο κομμουνιστικό κόμμα;

Ανήσυχοι για την ακαδημαϊκή πορεία των παιδιών τους, οι περισσότεροι γονείς υποκύπτουν στην πίεση και θέτουν εαυτούς στην υπηρεσία της δασκάλας για κάθε είδους εξυπηρετήσεις: της αγοράζουν τρόφιμα, της παρέχουν δωρεάν τις υπηρεσίες τους, καθαρίζουν το διαμέρισμά της, υπομένουν ακόμη και τις ερωτικές της κρούσεις.

Ένα τραγικό συμβάν θα οδηγήσει τρεις οικογένειες να πάρουν την απόφαση να αντισταθούν. Σε συνεργασία με την διευθύντρια του σχολείου και τους υπόλοιπους γονείς, οργανώνουν μια μυστική συνάντηση κατά τη διάρκεια της οποίας αποκαλύπτεται η καταστρεπτική δράση της δασκάλας σε όλο της το μεγαλείο. Θα καταφέρουν να την αντιμετωπίσουν;

Όταν η σιωπή των πολλών δεν μπορεί να σκεπάσει τις φωνές των λίγων

Γεμάτη σασπένς και οξυδερκείς παρατηρήσεις για μια εποχή που καθόρισε ολόκληρες γενιές αλλά και τα αναγνωρίσιμα ανθρώπινα χαρακτηριστικά που την διαμόρφωσαν, η «Δασκάλα» είναι μια ιστορία για την λεπτή διαφορά ανάμεσα στον συμβιβασμό και την υποδούλωση, καθώς και για την δύναμη του ανθρώπινου χαρακτήρα, που θα μπορούσε να λαμβάνει χώρα οπουδήποτε και οποτεδήποτε – τουλάχιστον όσο η διαφθορά, η μικροπρέπεια και ο εγωισμός κυριαρχούν ακόμη στον κόσμο.

Το αναγνωρισμένο δίδυμο του σεναριογράφου Πετρ Γιαρκόφκι και του σκηνοθέτη Γιαν Χρεμπέκ, γνωστοί από την μεγάλη επιτυχία «Παιχνίδια Διχασμού καιΕγκυμοσύνης» (2000) στο οποίο βασίστηκε το επίσης πετυχημένο θεατρικό «Τα Μωρά τα Φέρνει ο Πελαργός», επιστρέφει στο κοντινό παρελθόν για να αφηγηθεί μια ιστορία που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. «Οι ήρωες έχουν την βάση τους σε αληθινούς ανθρώπους», λέει ο σεναριογράφος Πετρ Γιαρκόφκι. «Όταν ήμουν 11-12 χρονών, είχα μια παρόμοια εμπειρία όπου μία σύντροφος δασκάλα, που αρχικά έμοιαζε τόσο καλοσυνάτη και ευχάριστη, εκβίαζε γονείς για να της κάνουν χάρες. Ακόμη και μια παρόμοια μυστική συνάντηση γονέων έλαβε χώρα. Η εμπειρία αυτή νιώθω ότι καθόρισε την προσωπικότητά μου και την άποψή μου για την πραγματικότητα στην οποία ζούσαμε. Όταν με ρωτούν πόσο καιρό μού πήρε για να γράψω την ταινία, μερικές φορές απαντώ ότι μου πήρε 35 χρόνια!».

Ποια ήταν όμως η αφορμή για να διηγηθούν τώρα αυτήν την ιστορία, που συνδυάζει την εύστοχη νηφαλιότητα και αλήθεια ταινιών όπως οι «Ζωές των Άλλων» με το σασπένς δικαστικών ταινιών όπως οι «12 Ένορκοι»; «Το βασικό θέμα της ταινίας», λέει ο σκηνοθέτης Γιαν Χρεμπέκ, «είναι ο φόβος και η συνεπακόλουθη προθυμία κάποιου να υποκύψει στη διαφθορά – το γεγονός ότι κάποιοι υπηρετούν όσους έχουν δύναμη πάνω τους και άρα αποκτούν προνόμια για τους ίδιους και τους αγαπημένους τους. Όμως, τα προνόμια αυτά μπορούν να στραφούν εναντίον τους μακροπρόθεσμα. Σήμερα, 25 χρόνια μετά την πτώση του κομμουνισμού, η χώρα μας μάχεται εναντίον της διαφθοράς, που έχει εισχωρήσει σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας».

Για να κάνουν την ιστορία όσο το δυνατόν πιο πιστευτή και διαχρονική, οι δύο δημιουργοί φρόντισαν να κάνουν τον χαρακτήρα της δασκάλας πιο εκλεπτυσμένο, έξυπνο και ελκυστικό απ’ ό, τι η πραγματική δασκάλα που ενέπνευσε την ιστορία. «Αυτό που μου άρεσε στο σενάριο», λέει η πρωταγωνίστρια Ζουζάνα Μορέρι, «είναι ότι ο ρόλος δεν είναι καθαρά κωμικός ή δραματικός. Προσπάθησα να κρατήσω την ηρωίδα μου μακριά από τα άκρα, κάτι που δεν ήταν δύσκολο γιατί ήταν τόσο καλογραμμένη. Και ήθελα πολύ να παίξω τον ρόλο της “κακιάς” – δεν έχω παίξει κάτι παρόμοιο».

Παρόλο που θα μπορούσε να είναι μια αποκλειστικά δραματική ταινία, οι δύο δημιουργοί αποφάσισαν από την πρώτη στιγμή να εμπλουτίσουν την ιστορία με το χιούμορ που χαρακτηρίζει και τις δουλειές τους αλλά και τους ίδιους τους συμπολίτες τους. «Το χιούμορ είναι ένα είδος αντίστασης στην Τσεχία», εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την αδικία. Το τσεχικό σινεμά, όπως και η λογοτεχνία, έχει μια μακρά παράδοση, όπου ο ρεαλισμός αγγίζεται από ένα πικρό και ειρωνικό χιούμορ, που όμως ταυτόχρονα είναι πολύ ανθρώπινο. Ο Μίλος Φόρμαν, ο Ιβάν Πάσερ ή ο Γίρι Μένζελ ήταν πάντα μεγάλες πηγές έμπνευσης για εμάς. Το χιούμορ είναι εξάλλου μία ουσία της ανθρώπινης εμπειρίας. Όταν αφηγούμαστε σοβαρές ιστορίες με μια δόση χιούμορ, προσπαθούμε να προσδώσουμε αλήθεια στις ιστορίες αυτές. Ακριβώς στο σημείο όπου το τραγικό συναντά το κωμικό, μπορούμε να ανακαλύψουμε την αλήθεια για τις ζωές μας».

Και οι δύο συμφωνούν ότι οι ιστορίες αυτές θίγουν επώδυνες στιγμές της Ιστορίας, είναι ταυτόχρονα ιστορίες που πρέπει να ειπωθούν. Όπως λέει ο Χρεμπέκ, «γενικά μιλώντας, οι άνθρωποι προσπαθούν να αποφύγουν τις δυσάρεστες εμπειρίες και αναμνήσεις. Και φυσικά υπάρχει ο κίνδυνος να χάσουμε τη συλλογική μας μνήμη και άρα την ταυτότητά μας. Δεν είμαστε ιστορικοί ή καθηγητές, αλλά με τις ιστορίες μας ψυχαγωγούμε κρατώντας ταυτόχρονα τις μνήμες μας ζωντανές».

Σκηνοθεσία: Γιαν Χρεμπέκ

Σενάριο: Πετρ Γιαρκόφσκι

Ηθοποιοί: Ζουζάνα Μορέρι, Σονγκόρ Κασάι, Πέτερ Μπέμπτζακ, Ζουζάνα Κονέκνα, Ταμάρα Φίσερ, Μάρτιν Χαβέλκα


Διάρκεια: 102 λεπτά