«Ξέρεις, Γιόχαν» είπε ο Χέμινγουεϊ [στον Γκαίτε, καθώς περπατούσαν στις αλέες του άλλου κόσμου], «ούτε κι εγώ γλιτώνω από το συνεχές κατηγορητήριό τους. Αντί να διαβάζουν τα βιβλία μου, γράφουν βιβλία για μένα. Λένε πως δεν αγαπούσα τις γυναίκες μου. Πως δεν ασχολήθηκα αρκετά με τον γιο μου. Πως έσπασα τα μούτρα ενός κριτικού. Πως δεν ήμουν ειλικρινής. Πως ήμουν υπερόπτης. Πως ήμουν φαλλοκράτης. Πως καυχήθηκα ότι είχα 230 τραύματα πολέμου ενώ είχα μόνο 206. Πως αυνανιζόμουν. Πως ήμουν κακός με τη μητέρα μου.»

«Έτσι είναι η αθανασία, τι τα θες» είπε ο Γκαίτε. «Η αθανασία είναι αιώνια δίκη.»

«Αν είναι αιώνια δίκη, χρειάζεται κι ένας πραγματικός δικαστής! Όχι μια δασκάλα του χωριού με τη βίτσα στο χέρι.»

«Εμ αυτή είναι η αιώνια δίκη: η βίτσα στο χέρι μιας δασκάλας του χωριού! Τι φαντάστηκες δηλαδή, Έρνεστ;»

«Τίποτα δεν φαντάστηκα. Είχα απλώς την ελπίδα ότι, μετά τον θάνατό μου, θα ζούσα λίγο ήσυχα.»

«Έκανες τα πάντα για να γίνεις αθάνατος.»

«Σαχλαμάρες. Βιβλία έγραφα, αυτό είν’ όλο.»

«Ακριβώς!» έβαλε τα γέλια ο Γκαίτε.

«Καμία αντίρρηση να είναι αθάνατα τα βιβλία μου. Τα έγραψα έτσι που να μην μπορεί κανείς να τους αλλάξει ούτε λέξη. Που ν’ αντέχουν στις φουρτούνες. Αλλά εγώ ο ίδιος σαν άνθρωπος, σαν Έρνεστ Χέμινγουεϊ, δεκάρα δεν δίνω για την αθανασία!»

«Σε καταλαβαίνω. Έπρεπε όμως να ήσουν πιο μετρημένος όσο ζούσες. Τώρα είναι μάλλον αργά.»

Το κλασικό μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα σε νέα έκδοση και νέα μετάφραση.

Ο Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε στην Τσεχία. Από το 1975 ζει στη Γαλλία.