Η Tanweer παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τις 25 Μαρτίου 2015 την ταινία «Η Απαγωγή του κου Heineken» (Kidnapping Mr. Heineken) με τον Άντονι Χόπκινς.
ΣΥΝΟΨΗ
Το 1983 μια ομάδα παιδικών φίλων πραγματοποίησαν το έγκλημα του αιώνα: απήγαγαν έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, κληρονόμο της αυτοκρατορίας της μπύρας, Heineken (Άντονι Χόπκινς). Η σοκαριστική απαγωγή –υπό την απειλή όπλων, στο φως της μέρας, στο Άμστερνταμ– είχε ως αποτέλεσμα να καταβληθούν τα μεγαλύτερα λύτρα για την απαγωγή ενός ατόμου. Ήταν το τέλειο έγκλημα… μέχρι που τους έπιασαν. Βασισμένη σε αληθινή ιστορία, «Η Απαγωγή του κύριου Heineken» φέρει την υπογραφή του Ντάνιελ Αλφρεντσον, σκηνοθέτη του δεύτερου και τρίτου μέρους της κριτικά αναγνωσμένης τριλογίας του Millennium («Το Κορίτσι που Έπαιζε με τη Φωτιά», «Το Κορίτσι στη Φωλιά της Σφήκας»). Η ταινία είναι βασισμένη στο βιβλίο του Πίτερ Ρ. Ντε Βρις, «The Heineken Case», ο οποίος συνυπογράφει και το σενάριο με τον Γουίλιαμ Μπρούκφιλντ. Δίπλα στον Χόπκινς πρωταγωνιστούν οι Σαμ Γουόρθινγκτον, Τζιμ Στέρτζες και Ράιαν Κουάντεν.
Πρωταγωνιστούν:
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Άντονι Χόπκινς, Τζιμ Στέρτζες, Σαμ Γουόρθινγτον, Ράιαν Κουάντεν, Τόμας Κόκερελ, Μαρκ Βαν Γιούεν
Σκηνοθεσία: Nτάνιελ Άλφρεντσον
Σενάριο: Γουίλιαμ Μπρούκφιλντ, Πίτερ Ρ. Ντε Βρις
Παραγωγή: Τζούντι Κάιρο, Χάουαρντ Μέλτζερ, Μάικλ Σίμσον
Φωτογραφία: Φρέντρικ Μπάκαρ
Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Ουμπέρ Πουίγ, Κρίστοφερ Σταλ
Μοντάζ: Χάκαν Κάρλσον
Μουσική: Λούκας Βιντάλ
Κοστούμια: Κάθριν Βαν Μπρι
Διάρκεια: 95’
Διανομή: Tanweer
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Η απαγωγή του Ολλανδού κροίσου Φρέντι Χάινεκεν από τους Κορ Βαν Χουτ, Γουίλεμ Χόλεντερ, Φρανς «Σπάικς» Μέιχερ, Γιαν «Κατ» Μπελάαρντ και Μάρτιν «Μπρέικς» Έρκαμπς το 1983 έκανε το κοινό να παρακολουθεί την υπόθεση με κομμένη την ανάσα από τα καθημερινά πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ο Χάινεκεν τελικά απελευθερώθηκε μετά από 3 εβδομάδες, αφού καταβλήθηκαν λύτρα ύψους 34 εκατομμυρίων φιορινιών (περίπου 50 εκατομμύρια δολάρια σε σημερινές τιμές). Ο βραβευμένος με Emmy δημοσιογράφος Πίτερ Ρ. Ντε Βρις, κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των απαγωγέων και να καταγράψει μια εξαιρετική ιστορία πέντε φίλων και συνεργατών, οι οποίοι ένωσαν τις δυνάμεις τους για να πραγματοποιήσουν μία από τις μεγαλύτερες απαγωγές στην ιστορία.
Ο ηθοποιός Μαρκ Βαν Γιούεν, o οποίος ερμηνεύει στην ταινία τον ρόλο του Φρανς «Σπάικς» Μέγιερ, σύστησε τους παραγωγούς Μάικλ Σίμσον («Crazy Ηeart») και Τζούντι Κάιρο, στον Ντε Βρις. Mέχρι τότε, ο Ντε Βρις είχε επανειλημμένως απορρίψει διάφορες προτάσεις που του είχαν γίνει για να παραχωρήσει το υλικό του προκειμένου να γίνει ταινία, γιατί ήθελε να είναι βέβαιος ότι η ιστορία θα αποδοθεί με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια. Ο Σίμσον θυμάται καλά αυτή την πρώτη τους συνάντηση: «Προσπαθούσε να καταλάβει πως θα αντιμετωπίσουμε το συγκεκριμένο θέμα. Αν δηλαδή ενδιαφερόμασταν να γυρίσουμε την πραγματική ιστορία ή αν θέλαμε να την διαφοροποιήσουμε με κάποιον περίεργο τρόπο. Εντυπωσιάστηκα ακούγοντας όσα είχε να πει και γρήγορα κατάλαβα ότι οι απαγωγείς ήταν «καθημερινοί άνθρωποι», με σύνθετους χαρακτήρες, οι οποίοι μάλιστα ήταν και παιδικοί φίλοι, στοιχείο που το βρήκα άκρως ενδιαφέρον.»
Προχωρώντας στην υλοποίηση της παραγωγής, υπήρξε η ανάγκη της πρόσληψης του κατάλληλου ανθρώπου, ο οποίος θα διασκεύαζε το 800 σελίδων βιβλίο του Ντε Βρις σε κινηματογραφικό σενάριο 110 σελίδων. Το έργο αυτό ανέλαβε να φέρει σε πέρας ο Γουίλιαμ Μπρούκφιλντ («Rough Magic»), ο οποίος κατάφερε να διατηρήσει την ακεραιότητα της αφήγησης της ιστορίας, βασιζόμενος στα πλούσια στοιχεία που παρείχε ο Ντε Βρις στο βιβλίο του. «Το υλικό μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις μια πραγματική ιστορία, η οποία ταιριάζει στις απαιτητικές παραμέτρους ενός δραματικού θρίλερ. Αυτό τα είχε όλα. Είχε τραγωδία. Είχε ανθρώπινη καρδιά με αντικρουόμενα αισθήματα. Είχε τις υπερβάσεις» εξηγεί ο Μπρουκφιλντ.
Οι Μπρούκφιλντ και Σίμσον συναντήθηκαν στο Άμστερνταμ για να συζητήσουν τις δυνατότητες δραματικής μεταφοράς του βιβλίου. Ένα από τα πρώτα πράγματα που συζήτησαν ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετώπιζαν τα γεγονότα. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης προσπαθούσαμε να ξεκαθαρίσουμε ποιος είναι ο πιο αυθεντικός τρόπος προσέγγισης. Συμφωνήσαμε ότι η ιστορία έπρεπε να μεταφερθεί με τον τρόπο που είχε γραφεί το βιβλίο. Και το βιβλίο ήταν γραμμένο σύμφωνα με την ματιά του Κορ, που ήταν ένας από τους απαγωγείς.
Ίσως το πιο συναρπαστικό στοιχείο για τον Μπρούκφιλντ και τους παραγωγούς ήταν το γεγονός ότι οι απαγωγείς δεν ήταν σκληροί εγκληματίες. Δεν άσκησαν ποτέ βία στον Χάινεκεν και δεν ανήκαν σε καμία οργανωμένη συμμορία. Ο Μπρούκφιλντ εξηγεί: «Διατηρούσαν μία νόμιμη κατασκευαστική εταιρεία, αλλά δεν ήταν έξυπνοι ώστε να έχουν χρήματα στην άκρη. Ήταν μια περίοδος ύφεσης και για να την ξεπεράσουν σκέφτηκαν: ας κάνουμε ένα έγκλημα, αλλά ας κάνουμε ένα πραγματικά μεγάλο έγκλημα. Δεν ήταν πραγματικοί εγκληματίες, αλλά δεν ήταν και αθώοι πολίτες. Ανήκαν στην γκρίζα ενδιάμεση περιοχή. Ήταν νέοι.»
Η ύπαρξη ηθικών φραγμών στη συνείδηση των απαγωγέων επέτρεψαν στον Μπρούκφιλντ να διασκεδάσει την ιδέα ότι γράφει ένα σενάριο γύρω από τις εμπειρίες μιας ομάδας κακοποιών: «Δεν ήθελαν να κάνουν κακό σε κάποιον. Αυτό είναι το ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας» λέει ο σεναριογράφος. «Αν είχαν υπάρξει αδίστακτοι, θα είχαν ξεφύγει, θα κρατούσαν τα χρήματα και δεν θα τους έπιαναν ποτέ. Δρούσαν περισσότερο σαν παιδιά. Δεν ήταν αυτό που υποκρίνονταν ότι ήταν και η αστυνομία το ‘μυρίστηκε’. Δεν χρειάστηκε να τους ασκήσουν ιδιαίτερη βία. Τους έσπασαν εξαιτίας της πίεσης που τους άσκησαν». «Ιδιαίτερα ειρωνικό και περίεργο ήταν επίσης το γεγονός ότι η παρέα, παρότι ήταν τόσο καλοί φίλοι, στο τέλος αυτής της περιπέτειας, και αφού μοιράστηκε τα λύτρα, δεν βρέθηκε ποτέ ξανά στον ίδιο χώρο. Καταστράφηκε η σχέση τους» συμπληρώνει ο Σίμσον.
«Η Απαγωγή του κου Heineken» γυρίστηκε στις Βρυξέλλες, στην Άντβερμπ, στο Άμστερνταμ και στη Νέα Ορλεάνη, το φθινόπωρο του 2013.