Από τη γέννησή του και τις πρώτες προβολές, ο κινηματογράφος συνδέθηκε με τη μουσική. Ήδη από τα χρόνια του βωβού κινηματογράφου, κάθε προβολή συνοδευόταν από συνθέσεις οι οποίες συνέβαλλαν στη δημιουργία της ατμόσφαιρας που ήθελε να επιτύχει ο σκηνοθέτης. Με το πέρασμα των ετών η μουσική επένδυση έγινε αναπόσπαστο κομμάτι του σινεμά και πλέον αποτελεί διακριτό μουσικό είδος που λατρεύεται από εκατομμύρια ακροατές, ανεξάρτητα από την ταινία. Για αρχή, πρέπει να σημειωθεί η διαφορά μεταξύ του soundtrack και της μουσικής επένδυσης (score) μιας ταινίας. Το soundtrack είναι μια συλλογή τραγουδιών που μπορεί να αποτελείται από πρωτότυπα αλλά και δημιουργημένα αποκλειστικά για την ταινία, είτε από προϋπάρχον υλικό. Από την άλλη, το score είναι μουσική, κατά κύριο λόγο ορχηστρική που συνοδεύει τις σκηνές και διατρέχει όλο το έργο. Κι αν μπορούμε να ορίσουμε το στόχο ενός καλού μουσικού χαλιού, είναι να γίνει αμέσως αξέχαστο, αναγνωρίσιμο και, μερικές φορές, ακόμη και να ξεπεράσει σε δημοτικότητα και την ίδια την ταινία.

Ανάμεσα στους σημαντικότερους συνθέτες του είδους βρίσκουμε τον Ennio Morricone με τις western νότες του, τον επιβλητικό Hans Zimmer, τον John Williams του «Jaws» και του «Superman» και τον Γκουστάβο Σανταολάγια, τον μάστερ των πιο γήινων και αισθαντικών συνθέσεων των τελευταίων ετών, οι οποίες έχουν βραβευτεί με δύο Όσκαρ το 2005 («Brokeback Mountain») και το 2006 («Babel»). Με αφορμή τα 71α γενέθλιά του ανατρέχουμε στους σημαντικότερους σταθμούς της καριέρας του.

“Mañanas Campestres”: Η πρώτη rock νιότη

Ο Γκουστάβο Σανταολάγια (Gustavo Santaolalla) γεννήθηκε μία μέρα σαν σήμερα το 1951, στο Ciudad Jardín Lomas del Palomar, σε ένα περιβάλλον γεμάτο μουσική. Αρχικά αυτοδίδακτος, μυήθηκε στη rock μουσική και στον αγγλόφωνο στίχο σε ηλικία 12 ετών, ενώ ίδρυσε το πρώτο του συγκρότημα, τους Arco Iris στα 16 του, ώστε να πειραματιστεί με την ανάμιξη rock και folk μουσικής, στο πνεύμα του αργεντίνικου rock nacional. Σύντομα ο Santaolalla, μαζί με τους Arco Iris, συμμετείχε στην ίδρυση μίας κοινότητας στα πλαίσια της οποίας ζούσαν μαζί με την πνευματική τους καθοδηγήτρια, το πρώην μοντέλο Danais Winnycka. Εκεί δεν βρήκαν απλά έναν χώρο για να παίζουν και να αναπτύσσουν τις μουσικές τους τάσεις, αλλά συχνά περνούσαν χρόνο, συγκρίνοντας διαφορετικές θρησκείες, αναζητώντας την εσωτερική αρμονία και την επανασύνδεση με τη φύση.

Όπως σημειώνει ο Santaolalla, υπήρχε κόσμος που τους επέκρινε λόγω της ανάμιξης παραδοσιακής μουσικής με rock στοιχεία, τα οποία ήταν ξένα για την Αργεντινή, ενώ συχνά τους αποκαλούσαν χίπηδες. Όπως έχει εξομολογηθεί ο ίδιος, η περίοδος αυτή συνοδεύτηκε από έντονη κρατική βία και προσπάθειες καταστολής οποιασδήποτε δραστηριότητας δεν ήταν σύμφωνη με τη στρατιωτική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης και της rock μουσικής και της γενικότερης καλλιτεχνικής έκφρασης, καθώς η αστυνομία συχνά προσήγαγε τον ίδιο και άλλους μουσικούς επειδή είχαν μακριά μαλλιά και γένια. Το πραξικόπημα του 1976 περιόρισε ακόμα περισσότερο την ελευθερία του λόγου, οι πρόσκαιρες φυλακίσεις του δημοφιλούς στη νεολαία Santaolalla γινόταν όλο και πιο τακτικές, και συνετέλεσε στην απόφαση του να καταφύγει στις ΗΠΑ το 1978.

Η πορεία προς τα Όσκαρ

Η πορεία του Gustavo Santaolalla στις ΗΠΑ συνεχίστηκε με rock, με τη δημιουργία των Wet Picnic. Παρότι δεν μακροημέρευσαν, ο Santaolalla συνέχισε να εξετάζει τα στοιχεία της σύγχρονης δυτικής μουσικής και πώς θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στη λαϊκή παράδοση της Αργεντινής. Επέστρεψε για λίγο στην Αργεντινή το 1981 για να εργαστεί ως παραγωγός στο «Pensar en Nada» του Leon Gieco και να ηχογραφήσει το πρώτο του σόλο άλμπουμ. Ως σόλο καλλιτέχνης έχει ηχογραφήσει τρεις δίσκους, το πρώτο του ομότιτλο άλμπουμ, «Santaolalla» (1981), άνοιξε νέους δρόμους, ενσωματώνοντας τον ήχο της δεκαετίας του 1980 στο rock στην Αργεντινή για πρώτη φορά. Το δεύτερο άλμπουμ του, με τίτλο «Gas», κυκλοφόρησε το 1995 και το πιο πρόσφατο, «Camino», κυκλοφόρησε το 2014.

Ωστόσο, η μουσική ιδιοφυία του Santaolalla έγινε έκδηλη στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Εξετάζοντας το έργο του είναι ξεκάθαρο ότι αναζητά την ταυτότητά του μέσω των μουσικών του εξερευνήσεων, επιτρέποντάς του να είναι ενεργός σε πολλά έργα ταυτόχρονα και να συνδυάζει το ρόλο συνθέτη και παραγωγού. Η καθοριστική γνωριμία για την καριέρα του ήταν η συνάντηση με τον γνωστό σκηνοθέτη Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου και η συνεργασία τους για τη σύνθεση της μουσικής για τα «Amores Perros», «21 Γραμμάρια» και «Ημερολόγια Μοτοσικλέτας». Κατά την παρουσίαση της τελευταίας ταινίας στο φεστιβάλ Sundance, ο σκηνοθέτης Walter Salles τον γνωρίζει με τον Ang Lee. Έτσι γεννιέται ένα soundtrack για το «Brokeback Mountain» το 2005, που κέρδισε το Όσκαρ για την καλύτερη μουσική που συμπεριλήφθηκε σε κινηματογραφική ταινία. Έναν χρόνο αργότερα, το 2006, προσέθεσε ένα ακόμα άλλο Όσκαρ στη συλλογή του, για το soundtrack της ταινίας «Babel».

Το 2008 αναπτύσσει μια ιδέα για το επόμενο μουσικό του άλμπουμ που κατέληξε να γίνει κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό. Το «Café de los Maestros» έγινε ντοκιμαντέρ, όπου συγκεντρώθηκαν οι πιο γνωστοί εν ζωή μουσικοί τανγκό για να ανασυνθέσουν τα καλύτερα τανγκό στην ιστορία του Μπουένος Άιρες. Σήμερα, ο Gustavo έχει παράγει περίπου 100 άλμπουμ, μεταξύ των οποίων και συνεργασίες με κάποιους σημαντικούς καλλιτέχνες της Λατινικής Αμερικής, όπως οι Julieta Venegas, Molotov, Juanes, Café Tacuba και Juana Molina. Αξίζει να σημειωθεί ότι την τελευταία δεκαετία δημιούργησε soundtrack για μια πληθώρα ταινιών art house και για βιντεοπαιχνίδια όπως το γνωστό «The Last of Us», που κυκλοφόρησε το 2013.

Η σπουδαιότητα του έργου του Γκουστάβο Σανταολάγια

Τα τελευταία χρόνια η μουσική επένδυση έγινε το βασικό του έργο, παρότι συνεχίζει να αναλαμβάνει μουσικά album projects σαν παραγωγός. Όμως το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη δουλειά του συγκεντρώνει το κομμάτι των soundtrack, την οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει «ιδιαίτερα ανιαρή». Αναφερόμενος στη διαδικασία σύνθεσης, σημειώνει ότι βασίζεται κυρίως στα συναισθήματα που του γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του σεναρίου. Σε μία συνέντευξη στο Billboard υποστηρίζει ότι έγραψε το βραβευμένο με Όσκαρ έργο του για το «Brokeback Mountain» πολύ πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, συνεπώς και πριν δει τα πρώτα πλάνα. Ο πυρήνας της δουλειάς του βασίζεται στη συζήτηση με τους σκηνοθέτες και στην αναγνώριση των κύριων θεματικών που θίγει η ταινία, ενώ η επιλογή των οργάνων είναι στοχευμένα λιτή και low-tempo ώστε να δημιουργούν αιθέριες μελωδίες χωρίς υπερβολές. Τα περισσότερα έγχορδα που συμπεριλαμβάνονται είναι επίτηδες μικρά σε μέγεθος και εύκολα στη μεταφορά για να παράγουν ήχο οικείο και προσβάσιμο, όπως εκείνον που δημιουργούσε με τους φίλους του στην κοινοβιακή πρώτη νιότη τους.

Η σημασία του έργου του Santaolalla δεν μπορεί να περιοριστεί στην απαρίθμηση δίσκων και συνεργασιών, καθώς εκτιμάται συνολικά ως ένα σύνολο που ξεπερνά τα στενά όρια των μουσικών ειδών και των συνόρων που καλούνται να περιφρουρήσουν τις πολιτισμικές επιρροές. Ο Santaolalla έχει ταξιδέψει πολύ κι έχει συνομιλήσει με βιρτουόζους μουσικούς, οι ήχοι των οποίων μένουν στο περιθώριο και έξω από τη σφαίρα του πολιτισμικά θελκτικού. Ωστόσο, ο στόχος του υπερβαίνει την ματαιόδοξη επιθυμία να συλλέξει Όσκαρ και Γκράμι• η πίστη ότι μπορεί να γεννηθεί μία νέα αργεντίνικη μουσική, που κρατά τη στιβαρή κληρονομιά των κιθαρών του Μπουένος Άιρες και την μπολιάζει με σύγχρονες επιλογές, από progressive rock μέχρι ηλεκτρονική και beats. Το όραμα του Gustavo Santaolalla, εκτός από τη δημιουργία αρμονικών ηχοτοπίων, είναι η αναβίωση του Latin rock, και πώς μπορούμε να σταθούμε απέναντι σε κάτι τόσο ουτοπικό;

Πηγές: billboard.com, grammy.com, indiewire.com, nytimes.com, npr.org, mic.gr, athensvoice.gr, Federico Baltazar Oliva Crespo (2015): Representing Cultures – Tolkien and Santaolalla