Τυλιγμένη σε μια ατμόσφαιρα που θυμίζει το σύμπαν του Ντοστογιέφσκι, η νουβέλα «Τζοβάνι Επίσκοπο» μάς μεταφέρει σε μια Ρώμη σκοτεινή, μια πόλη βυθισμένη στη βρομιά του υποκόσμου και τα αθεράπευτα ανθρώπινα πάθη, μια πόλη που θυμίζει περισσότερο την Αγία Πετρούπολη παρά κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Ο Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο σκαρώνει έναν παραληρηματικό μονόλογο του Επίσκοπο, για να πλάσει με αξιοθαύμαστη λογοτεχνική ζωντάνια τα πάθη και τη μοίρα του ήρωά του, ενός κατά τ’ άλλα μετρημένου και καθωσπρέπει υπαλλήλου που παλεύει να κρατήσει κοντά του ό,τι αγαπά. Η αφηγηματική δομή της εξομολόγησης υπερβαίνει κατά πολύ τον απλό τεχνικό της χαρακτήρα και αναπαριστά με τον καλύτερο τρόπο τον ψυχισμό και το αδιέξοδο του ήρωά του. Μέσω της περιδίνησης του ήρωα στις ερωτικές διαμάχες και τις αντιζηλίες, με αποκορύφωμα την εγκληματική τροπή που παίρνουν τελικά τα γεγονότα, ο συγγραφέας αναδεικνύει το αιώνιο δίλημμα μεταξύ ελευθερίας και αναγκαιότητας.

Η αφήγηση προχωράει με λυγμούς, με παύσεις και ηθελημένες επαναλήψεις που μιμούνται την πραγματική ροή της προφορικής γλώσσας. […] Μέσα από την εξαρθρωμένη αφήγηση αναδύεται η ιστορία ενός ηττημένου, ενός ανθρώπου που γεννήθηκε σκλάβος και, παρόλες τις προσπάθειές του, δεν καταφέρνει να χειραφετηθεί.

Τζάνι Ολίβα (Επίμετρο)

«Α, κύριε, τι θλίψη! Ο άνθρωπος που τον κατατρώει το πάθος, που παλεύει πιασμένος στα γαμψόνυχα του πάθους και νιώθει πως τον καταβροχθίζει και ξέρει πως είναι χαμένος και δεν μπορεί, δεν θέλει να σωθεί… […] Πείτε μου, πείτε μου: Ποιο πράγμα υπάρχει θλιβερότερο στη γη; Ποιο; […] Και προπάντων να βλέπεις γύρω σου αυτόν τον εχθρό, να τον βλέπεις με μια θαυμαστή διαύγεια, να ανακαλύπτεις όλα του τα ίχνη, να μαντεύεις όλες τις διαβρώσεις που προκαλεί, τις κρυφές καταστροφές. Να βλέπεις, καταλαβαίνετε; Να βλέπεις σε κάθε άνθρωπο το μαρτύριο και να καταλαβαίνεις, να καταλαβαίνεις πάντοτε και να νιώθεις μέσα σου μια ευσπλαχνία αδελφική για κάθε παραστρατημένο, για κάθε πονεμένο, και να νιώθεις στα μύχια της ψυχής σου τη φωνή αυτής της μεγάλης ανθρώπινης αδελφότητας και στον δρόμο να μη θεωρείς κανέναν άγνωστο… Καταλαβαίνετε; Μπορείτε να καταλάβετε αυτό που αισθάνομαι μέσα μου, εγώ που με θεωρείτε μικρόψυχο και απόκληρο και σχεδόν ηλίθιο»;

Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο

Ο Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο γεννήθηκε το 1863 στην Πεσκάρα και πέθανε το 1938 στο Γκαρντόνε Ριβιέρα. Από τους σημαντικότερους Ιταλούς λογοτέχνες της εποχής του, έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα και λιμπρέτα, επηρεαζόμενος ιδιαίτερα απ’ τον αισθητισμό και το λεγόμενο Κίνημα της Παρακμής. Ταυτοχρόνως υπήρξε δημοσιογράφος, δημόσιος ρήτορας και πολιτικός, ενώ έλαβε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αεροπόρος, αναλαμβάνοντας παράτολμες αποστολές που τον έκαναν πολύ δημοφιλή. Ένθερμος εθνικιστής κι οπαδός του ιταλικού αλυτρωτισμού, πρωταγωνίστησε στην κατάληψη του Φιούμε (της σημερινής Ριέκα), κροατικής πόλης με ιταλικό πληθυσμό, την οποία θεωρούσε κομμάτι του ιταλικού κράτους (ως μέρους των υπόλοιπων δαλματικών ακτών που τα μέλη της Αντάντ είχαν υποσχεθεί στους Ιταλούς, το 1915). Τον Σεπτέμβριο του 1919 κατέλαβε την πόλη, με τη βοήθεια σώματος 2600 ανδρών, και την ανακήρυξε σε αυτόνομο κράτος, με τον ίδιο για ηγέτη, κυβερνώντας για έναν χρόνο. Παρά τις τεταμένες σχέσεις του με τον Μουσολίνι, την άρνησή του να συμμετάσχει στο φασιστικό καθεστώς αλλά και τις κατά καιρούς κριτικές του στην πολιτική του, θεωρείται εκ των δημιουργών του φασισμού ως κινήματος και ιδεολογίας: Ήταν αυτός που για πρώτη φορά συνέδεσε τον αλυτρωτικό εθνικισμό με τον αυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης και την εκκεντρική κι εντυπωσιοθηρική δημόσια παρουσία που θα υιοθετούσε στη συνέχεια το φασιστικό καθεστώς, λανσάροντας για πρώτη φορά και μερικά από τα βασικά του σύμβολα και τελετουργικές πρακτικές. Έργα του στα ελληνικά: Στις γειτονιές της Πεσκάρα (Bibliothèque, 2020), Η ηδονή (Ψυχογιός, 2019), Ο αθώος (Ερατώ, 2018), Ο θάνατος του δούκα της Οφένα (Περίπλους, 2000).