Ατελής κατάλογος σημειώσεων για τη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα…

1. Στο βιβλίο τους για τον Κάφκα ο Gilles Deleuze και ο Felix Guattari σημειώνουν τις τρεις προϋποθέσεις που χαρακτηρίζουν μια ελάσσονα κουλτούρα, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν ένα πρώτης τάξεως εργαλείο για την κατανόηση του πολιτιστικού παρόντος μας:

α) Πρώτη προϋπόθεση είναι ο ισχυρός συντελεστής «εκτοπισμού» και «απεδαφικοποίησης» (deterritorialization). Ως ενδεικτικό παράδειγμα αναφέρω την εκτεταμένη χρήση των Greeklish, που δεν πρέπει να την εντοπίζουμε -συχνά χαριτολογώντας- μόνο στη γλώσσα αλλά σε όλες τις πολιτιστικές πρακτικές, εκφράσεις και συμπεριφορές.

β) Δεύτερη προϋπόθεση είναι το πολιτικό νόημα του ατομικού, με την έννοια ότι κάθε προσωπική υπόθεση σ’ έναν περιορισμένο γεωγραφικό και πολιτιστικό χώρο, όπως ο Ελληνικός, συναρτάται αναγκαστικά με το πολιτικό. Άρα το ατομικό είναι διογκωμένο και η σχέση μας με το πολιτιστικό παρελθόν θα μπορούσε να μην είναι αναγκαστικά μια οιδιπόδεια φαντασίωση αλλά και ένα είδος πολιτικού προγράμματος.

γ) Τρίτη προϋπόθεση είναι η συλλογική αξία. Εφόσον υπάρχει σπάνις και όχι αφθονία ταλέντων, οι εξατομικευμένες πολιτιστικές δημιουργίες αποκτούν συλλογικό χαρακτήρα, αυξάνοντας τις συλλογικές νοηματοδοτήσεις. Ο παραληρηματικός ατομικισμός μιας ελάσσονος μεσογειακής κουλτούρας, όπως η ελληνική, υφαίνεται σ’ ένα συλλογικό δίχτυ. Το τρίπτυχο αυτό αποτελεί την καλύτερη εισαγωγή στη σύγχρονη καλλιτεχνική και αρχιτεκτονική παραγωγή της χώρας μας.

2. Τι σημαίνει και πως αναπαρίσταται όλα αυτά σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης; Το ανθρωποκεντρικό σοκ και το ενδιαφέρον για τον Άλλο είναι, ασφαλώς, μια κατεύθυνση αλλά και η συνύπαρξη παρελθόντος και παρόντος. Η δριμύτητα της κρίσης έχει οδηγήσει σε μια εκτεταμένη στροφή στο πολιτιστικό παρελθόν. Εξάλλου, σε τέτοιες περιόδους επανέρχονται επιθετικά μια σειρά ζητήματα πολιτιστικής ταυτότητας, τα οποία σκανδαλίζουν ακόμη μερικούς. Η ελληνική κουλτούρα, η οποία όλα αυτά τα χρόνια διατήρησε αισθήματα μειονεξίας απέναντι στα μητροπολιτικά κέντρα της Δύσης, χρειάζεται να αναθεωρήσει το παρελθόν της κριτικά. Και αυτό συνιστά μια κατεξοχήν στάση απέναντι στο παρόν. Σε μια τέτοια αναθεώρηση είναι άχρηστες τόσο οι μίζερες θερμοκοιτίδες της «ελληνικότητας» όσο και οι επιδεικτικοί σταθμάρχες των διεθνών ρευμάτων. Εκείνο που χρειάζεται είναι παρασυνδέσεις και αναμίξεις. Τη θέση του διαζευκτικού «αυτό ή εκείνο» -που είναι ιδεολογικό και χωρίζει- καταλαμβάνει το προσθετικό «και αυτό και εκείνο», που ενθαρρύνει συμφυρμούς και συνδυασμούς. Το ίζημα αναδεικνύεται σε προεξάρχουσα πολιτιστική στάση.

3. Ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα του σύγχρονου πολιτισμού μας είναι η σχιζοειδής συνθήκη του: Η συνύπαρξη της απατηλής ανωτερότητας (του παρελθόντος) και της πτώσης (του παρόντος), της ανθεκτικότητας και της κόπωσης. Ανήκουμε σ’ έναν πολιτισμό που υιοθέτησε τη μωροφιλόδοξη φαντασίωση των απαρχών του δυτικού κόσμου ζώντας σήμερα με το απειλητικό φάντασμα της εκδίωξης απ’ αυτόν τον «παράδεισο». Ο συνδυασμός της υπερφίαλης αίσθησης μιας μείζονος κληρονομιάς με την αντι-μείζονα διαπίστωση ότι γίναμε κάτι περιφρονητέο. Εξιδανικευμένοι και απορριπτέοι, ταυτόχρονα. Να γιατί το σημάδι της μειονεξίας συνόδεψε την ελληνική κουλτούρα σ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Αυτή η ιλιγγιώδης και σχιζοφρενική συνθήκη συμπληρώνει τις τρεις προϋποθέσεις  της σύγχρονης καλλιτεχνικής και αρχιτεκτονικής παραγωγής στην Ελλάδα.

4. Το μέλλον είναι ένας όρος που εξιδανίκευσε όσο τίποτε άλλο η νεωτερικότητα, ο οποίος στις μέρες μας βρίσκεται στη μεγαλύτερη δοκιμασία του. Όλο και πιο δύσκολα μιλάει κανείς σήμερα για το μέλλον του οποίου οι αναπαραστάσεις αποκτούν δυστοπικό και μηδενιστικό χαρακτήρα. Και αν ο λόγος περί μέλλοντος καθίστανται προβληματικός στα κέντρα της Δυτικής σκέψης, μοιάζει σχεδόν αδιανόητος σε μια χώρα όπως η Ελλάδα. Η πρόσβασή στο μέλλον έχει ανασταλεί και γι αυτό ταυτίζεται με το παρελθόν. Τα διαθέσιμα παραδείγματα αφθονούν: Στατιστικές καταγράφουν ότι οι μισθοί είναι σήμερα στην Ελλάδα όσο ήταν το 1998 και η κατανάλωση στα επίπεδα του 1984. Το 2022 το χρέος της χώρας θα είναι 120%, όσο ήταν της Ιταλίας όταν εντάχθηκε στην νομισματική ένωση της Ευρώπης…

Ποιες είναι οι πολιτιστικές συνέπειες ενός τέτοιου γεγονότος; Από μια ελάσσονα κουλτούρα, όπως η Ελληνική, οι διεθνείς καλλιτεχνικοί θεσμοί και διοργανώσεις ζητούν, ως επί το πλείστον, μια πολιτιστική διαχείριση του τοπικού και όχι εκλεπτυσμένες βιοπολιτικές ενασχολήσεις ή καλλιτεχνικές εφαρμογές της ψηφιακής αποϋλοποίησης και της βιοτεχνολογίας. Κάτι που, απ’ ότι φαίνεται, αποδεχόμαστε ως μοίρα, όπως κι αν την εννοεί κανείς. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να βγει από αυτήν την αδιέξοδη κατάσταση επιστρέφοντας σε ό,τι προηγήθηκε και μας είχε, λίγο πολύ, βολέψει. Και εδώ βρίσκεται η μεγαλύτερη κρίση της σύγχρονης ελληνικής κουλτούρας.

ΣΗΜ.: Το κείμενο αυτό είναι αποτέλεσμα μιας ευρύτερης συζήτησης με την Νάντια Αργυροπούλου, με αφορμή την έκθεση “Hell As Pavillion”, Palais de Tokyo, Παρίσι, από τις 25 Φεβρουαρίου 2013.

Info:
Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και καλλιτεχνικός σύμβουλος του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ. Επιμελήθηκε εκθέσεις σύγχρονης τέχνης και αρχιτεκτονικής, εκδόσεις, μονογραφίες,ειδικά αφιερώματα και δημοσίευσε άρθρα σε περιοδικά, συλλογικούς τόμους και καταλόγους εκθέσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει επιμεληθεί, επίσης, μια σειρά ντοκιμαντέρ σχετικά με τη μοντέρνα και σύγχρονη αρχιτεκτονική στην Ελλάδα (ΕΤ1). Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη ο τόμος «Στα όρια. Νέες αρχιτεκτονικές στην Κύπρο».


Photo: Τάσος Βρεττός