Όλα είναι έτοιμα για τη διεξαγωγή του 13ου Athens Jazz Festival, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, το τριήμερο 31 Μαΐου-2 Ιουνίου 2013.

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος η χώρα μας θα εκπροσωπηθεί στο Φεστιβάλ από έναν νέο και ταλαντούχο καλλιτέχνη. Ο κιθαρίστας που ξεχώρισε και επιλέχθηκε από τετραμελή επιτροπή για τη συμμετοχή στο 13ο Athens Jazz Festival, είναι ο Γιώργος Κρομμύδας με την μπάντα του.

Ο ταλαντούχος μουσικός, μίλησε εφ’ όλης της ύλης στο www.culturenow.gr, λίγες ημέρες πριν από τη ζωντανή του εμφάνιση στην Τεχνόπολη. Προσιτός και ευγενικός, ο Γιώργος Κρομμύδας μας κέρδισε από την πρώτη στιγμή, χαρίζοντάς μας μια άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση αναφορικά με τη jazz μουσική. Μια συζήτηση, που δίνει ακόμη έναν λόγο σε όσους βρεθούν στο Φεστιβάλ, ώστε να προσέξουν ακόμη περισσότερο την αξιόλογη ελληνική συμμετοχή.

Συνέντευξη: Νώντας Δουζίνας

Culturenow.gr: Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πώς ξεκίνησε η εμπλοκή σας με τη μουσική και ποιες ήταν οι πρώτες σας καλλιτεχνικές επιρροές;

Γιώργος Κρομμύδας: Ξεκίνησα περίπου στην ηλικία των 14, στο τέλος του Γυμνασίου, να παίζω κιθάρα. Όμως αφορμή για την εμπλοκή μου με τη μουσική ήταν ο πατέρας μου, ο οποίος έπαιζε ερασιτεχνικά βιολί, οπότε στο σπίτι υπήρχαν όργανα (κιθάρες, βιολί, ακορντεόν) και έτσι υπήρχε μια επιρροή. Βέβαια, ο πατέρας μου έπαιζε και άκουγε παραδοσιακή μουσική, που δεν έχει σχέση με τη μουσική που παίζω εγώ τώρα. Όταν ήμουν πιο μικρός, προσπάθησε να με βάλει να μάθω βιολί, αλλά δε μου πολυάρεσε, μάλλον επειδή ως πιτσιρικάς εκείνη την εποχή, δε μου πολυάρεσε η παραδοσιακή μουσική. Οπότε στο Γυμνάσιο, λόγω και των ροκ συγκροτημάτων και της μουσικής που άκουγαν οι παρέες, μου κέντρισε το ενδιαφέρον η ηλεκτρική κιθάρα και έτσι ξεκίνησα να παίζω. Επί της ουσίας, οι πρώτες μου καλλιτεχνικές επιρροές ήταν ροκ και heavy metal. Όμως δεν ήμουν επιφανειακός ακροατής, αλλά μου άρεσε να ψάχνω τα πάντα. Έπαιρνα βιβλία, διάβαζα ιστορίες για γκρουπ κλπ.

C.N.: Η ενασχόληση με τη jazz μουσική πώς προέκυψε;

Γ.Κ.: Όσο βελτιωνόμουν μέσω των σπουδών, άρχισα να νιώθω λίγο περιορισμένος από το Heavy metal και το Ροκ, οπότε όσο γνωρίζεις περισσότερη μουσική, γίνεσαι καλύτερος και μελετάς, αρχίζεις να ψάχνεις καινούργια πράγματα και έτσι, πήγα ομαλά μέσω συγκροτημάτων που δεν ήταν ακριβώς jazz, αλλά είχαν στοιχεία ροκ και funk. Για παράδειγμα, μια γέφυρα ως προς τους κιθαρίστες που άκουγα εγώ ήταν ο John McLaughlin με το Τρίο του. Έτσι πέρασα σταδιακά στη jazz, αφού παραδοσιακή Jazz άκουσα πιο μεγάλος, περίπου στην ηλικία των 20 ετών.

C.N.: Ξετυλίξαμε το κουβάρι της πορείας σου μέχρι σήμερα, για να φτάσουμε στο 13ο Athens Technopolis Jazz Festival, στο οποίο θα εκπροσωπήσεις τη χώρα μας. Κατ΄αρχάς, πως αποφάσισες να συμμετέχεις σε αυτό;

Γ.Κ.: Ήξερα ότι υπάρχει το Φεστιβάλ, αφού το παρακολουθούσα σαν θεατής για χρόνια. Πριν από δυο χρονιές, είχα καταθέσει ξανά συμμετοχή με το “Jazzium”, τον πρώτο μου δίσκο,που είχα κυκλοφορήσει με το Γιώργο Κοντραφούρη. Τότε είχα ξαναδηλώσει συμμετοχή, βέβαια ήμουν πιο νέος στη σκηνή και δεν τα κατάφερα. Όμως εκείνη τη χρονιά είχε γίνει, για πρώτη φορά και τελευταία, ένα εξτρά τριήμερο, στο οποίο είχαν πάρει μέρος συμμετοχές που είχαν κατατεθεί, αλλά δεν αποτελούσαν την ελληνική συμμετοχή στο κυρίως Φεστιβάλ και είχα συμμετάσχει σε εκείνο το τριήμερο. Τώρα με τον καινούργιο δίσκο έστειλα ξανά συμμετοχή και προέκυψε.

C.N.: Κατ’ αρχάς πώς αισθάνεσαι για αυτό; Νιώθεις σαν κάποιος να αναγνωρίζει το έργο σου, μια δικαίωση;

Γ.Κ.: Είναι όλα μαζί. Βλέπεις ότι αυτό που έκανες σαν δουλειά, δείχνει κάποια σημάδια ότι αρέσει και πως υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι το εκτίμησαν και με επέλεξαν. Επίσης, είναι πολύ σημαντικό ότι επειδή οι περισσότεροι χώροι της jazz σκηνής στην Ελλάδα απευθύνονται σε μικρότερου όγκου κοινό (σκηνές, μπαρ), το να παίζεις σε ένα Φεστιβάλ (που δεν υπάρχουν πολλά, ειδικά στην Αθήνα είναι το μοναδικό) αποτελεί μια ευκαιρία να παίξεις μπροστά σε 5 ή 6 χιλιάδες θεατές, αφού ειδικά το Σάββατο που είναι και η πιο εύκολη ημέρα, υπάρχει μεγάλη προσέλευση. Οπότε είναι μεγάλη εμπειρία να παίζεις μπροστά σε τόσο κόσμο και ειδικά αυτό το στιλ της μουσικής, που δεν είναι τόσο εύκολο να γίνεται συχνά.

C.N.: Πόσο σημαντικές θεωρείς πως είναι διοργανώσεις όπως το Athens Technopolis Jazz Festival, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η jazz αποτελεί ένα είδος μουσικής που δεν ανήκει στα πιο διαδεδομένα, στη χώρα μας;

Γ.Κ.: Είναι σημαντικό γενικά νομίζω, σε πολιτιστικό επίπεδο, γιατί οι μουσικοί που συμμετέχουν, τόσο από το εξωτερικό όσο και από τη χώρα μας, είναι υψηλού επιπέδου. Οι μουσικοί που παίζουν, είναι παρά πολύ σημαντικοί, αλλά δεν τους ξέρει πολύς κόσμος, γιατί μπορεί να μην ακούει Jazz. Μπορεί να έχουν δει κάποιον για παράδειγμα να παίζει με τη Χαρούλα Αλεξίου, αλλά να μην το έχουν συνδέσει, δεν τους έχουν ακούσει σε κάποια προσωπική τους δουλειά. Οπότε είναι μια καλή ευκαιρία, ώστε ο κόσμος να ακούσει κάποια πράγματα τα οποία είναι σε υψηλό επίπεδο και επειδή νομίζω ότι πολιτιστικά κάποια πράγματα που γίνονταν στο παρελθόν είχαν μεγάλο κόστος και μηδενικό όφελος πολιτιστικά, ειδικά στη δεκαετία του lifestyle, που περάσαμε. Τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει, υποχρεωτικά αφού δεν υπάρχουν λεφτά, να γίνονται πράγματα πιο χαμηλού μπάτζετ, αλλά που ταυτόχρονα είναι και ποιοτικά. Βλέπουμε ότι τώρα ακόμη και μεγάλα κανάλια θα προβάλλουν το Jazz Festival, που κάποτε δε γινόταν. Οπότε νομίζω ότι η αυτή η οικονομική κατάσταση, φέρνει και κάποια πολύ θετικά πράγματα. Βέβαια, να προσθέσω πως αυτό δε σημαίνει ότι το κοινό άρχισε ξαφνικά να καταλαβαίνει ή να αποκτά την κουλτούρα να ακούσει αυτή τη μουσική. Απλώς επειδή γίνονται πολύ περισσότερα πράγματα, έχει αρχίσει να εξοικειώνεται με τον ήχο.

C.N.: Κατά τη γνώμη σου, η jazz μουσική ταιριάζει στην ψυχοσύνθεση και γενικότερη μουσική παιδεία του Έλληνα ακροατή;

Γ.Κ.: Πιστεύω ότι επειδή η μορφή της jazz έχει αλλάξει, δηλαδή δεν είναι όπως το ’40 και το ’50, που οι ρίζες της βρίσκονταν πολύ πιο κοντά στον αφρικάνικο ήχο, πλέον έχουν περάσει διάφορα στοιχεία μέσα, ethnic της κάθε χώρας, μέχρι metal, ροκ. Έχει αρχίσει δηλαδή να ενσωματώνει πολλά στοιχεία, οπότε πλέον δεν είναι η μουσική εκείνων των δεκαετιών, που απευθυνόταν πιο αυστηρά στους μαύρους, που ήταν μετανάστες στην Αμερική για παράδειγμα, φέρνοντας τα μπλουζ. Τώρα πια η jazz έχει γίνει μια παγκόσμια γλώσσα και ήχος, οπότε πιστεύω ότι δεν έχει να κάνει με αυτό τόσο πολύ πλέον, αφού ως παγκόσμιος ήχος μπορούν όλοι, ανεξαρτήτως χώρας, να ενσωματώσουν αυτή τη μουσική. Απλώς πιστεύω ότι τα προηγούμενα χρόνια, εμείς δεν προβάλλαμε αυτή τη μουσική. Νομίζω ότι όλα είναι θέμα εκπαίδευσης. Όπως όταν φτιάχτηκε το μετρό πριν από χρόνια, το οποίο είναι πεντακάθαρο επειδή συνηθίσαμε να είναι έτσι από την πρώτη στιγμή που μπήκαμε σε αυτό. Θέλω να πω ότι είναι όπως μάθεις και πιστεύω ότι σιγά σιγά θα γίνει κάποιο βήμα.

C.N.: Στο Φεστιβάλ, θα παρουσιάσετε τη δεύτερη δισκογραφική σας δουλειά, που φέρει τον τίτλο “Aggresive Thoughts”. Θα μας μιλήσετε για αυτήν; Γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο για τη δουλειά σας;

Γ.Κ.: Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο. Ο τίτλος έχει να κάνει με τη σημερινή κατάσταση, που έχει να κάνει τόσο με την κρίση, όσο και με τη σύγχρονη ζωή των πόλεων. Γενικώς, όλοι είμαστε σε μια κατάσταση τρέλας, αφού έχουμε γίνει πολύ πιο επιθετικοί. Ακόμη και εγώ ο ίδιος, πιάνω πολλές φορές τον εαυτό μου να βρίσκεται στο δρόμο ή μέσα στο μετρό και να είμαι έτοιμος να πλακωθώ με κάποιον, χωρίς λόγο. Αυτό προκύπτει από την καθημερινότητα, τον τρόπο ζωής, κυρίως σε αυτή την πόλη. Επειδή είναι αφιλόξενη και σε βάζει στη διαδικασία να αντιδράς με αυτό τον τρόπο. Οπότε με αυτή την αφορμή, προέκυψε η έμπνευση του τίτλου. Για το δίσκο, μπορώ να σου πω ότι ηχητικά, αρχίζω να πηγαίνω σε πράγματα που είχα σε γενικές γραμμές και από τις επιρροές μου από άλλα στιλ μουσικής. Αυτά αρχίζω να τα βάζω μέσα στον παραδοσιακό ήχο της jazz, βέβαια χωρίς αυτό να αλλοιώνει τον ήχο και την αισθητική, απλά ως ιδέες που έχουν να κάνουν κυρίως με τον ήχο της κιθάρας, αλλά το ξαναλέω, χωρίς να αλλοιώνει τον παραδοσιακό ήχο της jazz μουσικής. Γιατί είναι πολύ εύκολο να ξεφύγεις και προσπαθώντας να παρουσιάσεις κάτι υποτίθεται διαφορετικό, να χάσεις τη βάση αυτού που κάνεις. Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να πω και για τα παιδιά που παίζουν μαζί μου σε αυτό το δίσκο. Στο σαξόφωνο, βρίσκεται ο Τάκης Πατερέλης, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους σαξοξωνίστες jazz στη χώρα,μας βοήθησε και με την εμπειρία του. Στα ντραμς, είναι ο Βαγγέλης Κοτσάμπασης, στο πιάνο ο Γιάννης Παπαδόπουλος και στο κοντραμπάσο ο Ντίνος Μάνος, οι οποίοι είναι τρία παιδιά της νέας γενιάς, λίγο μικρότεροι από εμένα, αφού ο μεγαλύτερος είναι 27 ετών και ο μικρότερος 22 ετών και προέρχονται από το Μουσικό Πανεπιστήμιο της Κέρκυρας. Έχουν πολύ μικρό χρονικό διάστημα που βρίσκονται στην Αθήνα, τους γνώρισα μέσω του Γιώργου Κοντραφούρη, ο οποίος μου έδωσε μια ιδέα, με το γκρουπ του. Ο Γιώργος Κοντραφούρης έχει ένα γκρουπ που ονομάζεται Baby Trio, στο οποίο παίρνει νεαρά παιδιά και δημιουργεί το γκρουπ. Αυτό υπήρξε για εμένα η αφορμή, αν και ήταν κατά βάθος κάτι που έψαχνα, γιατί ως πιο νέοι έχουν και άλλα ακούσματα και κατά συνέπεια βρίσκονται πιο κοντά σε αυτό που ήθελα να κάνω. Με αυτά τα παιδιά, θα παίξουμε μαζί και στο Φεστιβάλ.

C.N.: Πέραν του Athens Technopolis Jazz Festival, έχετε προγραμματίσει κάποιες άλλες εμφανίσεις για το φετινό καλοκαίρι, τις οποίες θα μπορούσατε να μας ανακοινώσετε;

Γ.Κ.: Για να μην σας κουράσω, έχουμε προγραμματίσει διάφορες εμφανίσεις για την προώθηση του δίσκου, σε μικρότερους χώρους. Όποιος θέλει, μπορεί να μπαίνει στην ιστοσελίδα μου και να ενημερώνεται για αυτές.

Περισσότερες πληροφορίες για τον Γιώργο Κρομμύδα και τις εμφανίσεις του, μπορείτε να βρείτε στην επίσημη ιστοσελίδα του (http://www.yorgoskrommydas.com/).