Η Συλλογή Γιώργου Οικονόμου βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να παρουσιάσει σπάνια έργα του Αμερικανού καλλιτέχνη David Hammons στην πρώτη σημαντική παρουσίαση της δουλειάς του στην Ελλάδα.

Ο Hammons είναι ένας από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες των τελευταίων 50 ετών. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει δουλειά που έκανε στο Λος Άντζελες στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 αλλά και έργα που έγιναν στο στούντιό του στη Νέα Υόρκη την περασμένη χρονιά. Παρουσιάζοντας τυπώματα, γλυπτά, πίνακες και έγγραφα που σχετίζονται με τις περφόρμανς και τα δημόσια γλυπτά του, η έκθεση αναδεικνύει το εκπληκτικό εύρος της τέχνης του Hammonds. Μερικά από τα υλικά που έχει χρησιμοποιήσει περιλαμβάνουν τηγανητό κοτόπουλο, καπάκια από μπουκάλια, τσιγάρα, κολλεγιακά με κουκούλα, μαλλιά Αφροαμερικανών, Αφρικανικές μάσκες και καθρέφτες.

Ο Hammons ανήκει στη γενιά καλλιτεχνών από το Λος Άντζελες που η δουλειά τους επηρεάστηκε από την κατάσταση μετά τα Watts Riots και από το κίνημα Black Power. Πρώιμα έργα του, όπως τα Body Prints, αντικατοπτρίζουν τις ανησυχίες των μαύρων Αμερικανών στα τέλη της δεκαετίας του 60: στην έκθεση περιλαμβάνεται το έργο The Wine Leading the Wine, ένα από τα αριστουργήματα αυτής της ενότητας. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, ο Hammons εγκατέλειψε πλέον αυτού του τύπου τη δουλειά και εφορμούσε στη δημιουργία αφηρημένης τέχνης από τα υλικά της καθημερινής κουλτούρας των μαύρων. Ξεκίνησε με λαδωμένες τσάντες και κόκκαλα από μπάρμπεκιου και πέρασε στη χρήση μαλλιών Αφροαμερικανών, μπουκαλιών και σπασμένων δίσκων. Καθιστούσε τη δουλειά του επίτηδες ακατάλληλη προς πώληση, κάτι που φανερώνει την εξαιρετική αίσθηση του Hammons να δημιουργεί το ωραίο μέσα από ευτελή υλικά που τα συνδύαζε για την κατασκευή γλυπτών με ευφάνταστους τίτλους.

Ο Hammons ζει στη Νέα Υόρκη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, αλλά πέρασε αρκετό διάστημα στη Ρώμη και στην Ιαπωνία. Η σχέση του και με τα δύο αυτά μέρη είναι εμφανής σε διάφορα έργα της έκθεσης. Ο σκεπτικισμός του για το ρόλο που ιστορικά έχει αποδοθεί στην Αρχαία Ρώμη ως θεμελιώδη τόπο της ιστορίας έδωσε έμπνευση σε γλυπτά όπως το Roman Homeless. Θαυμάζοντας πολύ περισσότερο την Ιαπωνική κουλτούρα ένταξε υλικά όπως τα κιμονό σε έργα του.

Η έκθεση αποκαλύπτει την πολυσχιδία της δουλειάς του Hammons. Κάποια έργα είναι πνευματώδη και παιγνιώδη, αλλά ασκούν έντονη κοινωνική κριτική. Για παράδειγμα, ενώ αποτίει φόρο τιμής στην κουλτούρα του δρόμου, μέσα από έργα που ασχολούνται με το άθλημα του μπάσκετ, ο Hammons ταυτόχρονα αμφισβητεί τις αξίες που έχουν διαμορφώσει την έννοια της επιτυχίας στον αθλητισμό, τη διασημότητα και τον καταναλωτισμό στην καθημερινή ζωή των μαύρων Αμερικανών. Σε άλλα έργα, φαίνεται το ενδιαφέρον του Hammons για τα πνεύματα και τις τελετές. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν ξεκίνησε να χρησιμοποιεί τρίχες και μπουκάλια, ο Hammons μίλησε για τον τρόπο που τα πνεύματα άλλων ανθρώπων παραμένουν στα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε. Αυτό τον έκανε να δημιουργήσει έργα που θυμίζουν βωμούς ή φυλαχτά και να κάνει διάφορες περφόμανς που μοιάζουν με ιεροτελεστίες. Μια ταυτόχρονη αίσθηση ηρεμίας αλλά και πόζας παραμένει έως και σήμερα, εμφανής στους πρόσφατους πίνακες και τους καθρέφτες που περιβάλλει με μουσαμάδες και άλλα υφάσματα.

Δίπλα σε έργα που ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές τα οποία δεν έχουν εκτεθεί ποτέ στο παρελθόν, η έκθεση Give Me Α Moment περιλαμβάνει μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του καλλιτέχνη: τη UNIA Flag, μια σημαία στην οποία τα κόκκινα, λευκά και μπλε αστέρια και οι λωρίδες έχουν επαναπροσδιοριστεί από το μαύρο-κόκκινο και πράσινο του Marcus Garvey, το έργο In the Hood, 1993, μια απλή κουκούλα κολλεγιακού στημένη στον τοίχο, που μιλάει για το ρατσισμό που συχνά αντιμετωπίζουν οι μαύροι νέοι, και το Untitled, 1996, ένα έργο που προέκυψε όταν ο καλλιτέχνης έδεσε μαζί ψεύτικες Αφρικανικές μάσκες και τις κρέμασε σαν αθλητικό τρόπαιο, που δείχνει το σκεπτικισμό του απέναντι στην εμπορευματοποίηση του ‘Afro-kitsch’, αλλά και την επιθυμία του να δημιουργήσει νέου τύπου αντικείμενα λατρείας.

Την έκθεση επιμελήθηκαν ο Mark Godfrey, Ανώτερος Επιμελητής στην Tate Modern, και η Skarlet Smatana, Διευθύντρια της Συλλογής Οικονόμου. Η έκθεση συνοδεύεται από έκδοση που περιλαμβάνει ένα σημαντικό νέο δοκίμιο του Godfrey, καθώς και από ένα κείμενο του καλλιτέχνη Jannis Kounellis, που δούλεψε μαζί με τον Hammons στην Αμερικανική Ακαδημία της Ρώμης το 1993. Η έκδοση περιλαμβάνει επίσης λογοτεχνικά κείμενα του βραβευμένου ποιητή και συγγραφέα Ben Okri.

Ο Mark Godfrey είναι Ανώτερος Επιμελητής, Διεθνής Τέχνη (Ευρώπη και Αμερική) στην Tate Modern, Λονδίνο. Στην Tate έχει επιμεληθεί σειρά εκθέσεων όπως οι αναδρομικές των Sigmar Polke, Richard Hamilton, Alighiero Boetti, Gerhard Richter, Francis Alӱs και Roni Horn. Εκτός Tate, έχει επιμεληθεί εκθέσεις των Christopher Williams και R.H. Quaytman. Είναι ο συγγραφέας των βιβλίων ‘Η Αφαίρεση και το Ολοκαύτωμα’ και ‘Alighiero E Boetti’, τα οποία και τα δύο έχουν εκδοθεί από το Yale University Press. ‘Εχει γράψει κείμενα καταλόγων για διάφορους καλλιτέχνες όπως η Frances Stark, η Laura Owens, η Sharon Lockhart, ο Rodney Graham, η Tacita Dean, ο Thomas Demand, ο Albert Oehlen and οι Fischli & Weiss. Επιμελήθηκε την ανάθεση του Turbine Hall στον Abraham Cruzvillegas το 2015 με τη συνδρομή της Hyundai και την ίδια χρονιά ήταν ο νικητής του βραβείου Absolut Art Prize για τη Συγγραφή Εικαστικών.

Φωτ.: Ο David Hammons στη διάρκεια εγκατάστασης της έκθεσης ‘David Hammons: Rousing the Rubble, 1969-1990’, στο PS1, Long Island City, Νέα Υόρκη, 16 Δεκ.- 1990- 10 Φεβ., 1991, NY, Αρχείο MoMA. Φωτο: Dawoud Bey. © 2016. Digital image, The Museum of Modern Art, New York/SCALA, Florence.