Η σκηνοθέτις Σοφία Μαραθάκη και η ομάδα Ατονάλ επέστρεψαν στο Θέατρο Τέχνης με το τρομακτικά επίκαιρο έργο του κορυφαίου σύγχρονου βρετανού συγγραφέα Ντένις Κέλι (Dennis Kelly), “Love and Money”.

Ο Ντέιβιντ, ένας πρώην καθηγητής αγγλικής φιλολογίας που έγινε πωλητής για να βγάζει περισσότερα χρήματα. Η Τζες που παθαίνει νευρικό κλονισμό εξαιτίας του εθισμού της στην υπερκατανάλωση. Ένας γάμος που καταρρέει υπό το βάρος των χρεών και μια σχέση που οδηγείται στον αφανισμό με τραγικές συνέπειες. Δυο γονείς, που ο θρήνος για την κόρη τους και η συνειδητοποίηση τους για την εμπορευματοποίηση του θανάτου, τους οδηγεί στον βανδαλισμό. Μια επιτυχημένη μάνατζερ που έχει αντικαταστήσει την πίστη της στον Θεό με την παραδοχή της αξίας του θαυμαστού κόσμου του χρήματος. Τέλος, η Σαντρίν, στέλεχος σε πολυεθνική, που στην αρχή μιας ερωτικής ιστορίας ανακαλύπτει ένα φριχτό μυστικό.

Ο Γιώργος Σύρμας, που είναι ο «Πατέρας» της υπόθεσης, μίλησε στο CultureNow για το έργο, το ανέβασμα και όχι μόνο!

***

-Καθώς το έργο καταπιάνεται με τον καταναλωτισμό, το πλαστικό χρήμα και τους κινδύνους του χρέους, θα λέγατε πως καταλήγει στον διδακτισμό; Και αν όχι, πώς τον αποφεύγει;

Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2006 στο Λονδίνο, λιγότερο από δύο χρόνια προτού η παγκόσμια κρίση χτυπήσει την πόρτα της αμερικανικής και ευρωπαϊκής οικονομίας. Φαίνεται ότι ο συγγραφέας είχε αντιληφθεί την αφόρητη πίεση και όλο αυτό που θα ακολουθούσε. Για αυτό και έγραψε ένα έργο όπου το καπιταλιστικό μοντέλο-φυλακή διαβρώνει μαζί με τις τσέπες και τις ψυχές των ανθρώπων. Και κατά συνέπεια, αποσαρθρώνει και τις ανθρώπινες σχέσεις, διαπροσωπικές, οικογενειακές κτλ.  Εδώ στην Ελλάδα το μπαμ ήρθε με μια μικρή χρονοκαθυστέρηση, και διανύουμε μέχρι και σήμερα κοντά 15 χρόνια ύφεσης. Τα χρέη και ο καταναλωτικός εθισμός δεν μας είναι πρωτόγνωρες συνθήκες, είναι κατά κάποιο τρόπο καθημερινότητά μας. Με αυτήν την έννοια, το «Love and Money» δεν μπορεί και να μας ταΐσει κανέναν διδακτισμό. Ό,τι είναι να καταλάβουμε, μας το έχει ήδη διδάξει η πραγματικότητα. Αυτό που κάνει η γραφή του Ντένις Κέλι είναι να φωτίσει τις σχέσεις μεταξύ των ηρώων, και μάλιστα καθόλου περιγραφικά. Και συγγραφικά μιλώντας, όσο απομακρυνόμαστε από την περιγραφή τόσο αποφεύγουμε τον διδακτισμό. Τους χαρακτήρες συμπονάς σε αυτό το έργο, την ανθρώπινη, τρωτή τους φύση.

-Για να μείνουμε λίγο ακόμα στη γραφή του Ντένις Κέλι, τι προσθέτει κατά τη γνώμη μας το γεγονός πως στο «Love And Money» δεν ακολουθείται μια ευθύγραμμη αφήγηση;

Ο Kelly μάς προσφέρει πολύ γενναιόδωρα από την πρώτη κιόλας σκηνή του έργου μια δραματουργική έκρηξη. Είναι σαν να παρακολουθείς την εκπυρσοκρότηση ενός όπλου και στη συνέχεια, σαν σε rewind, να ανακαλύπτεις πώς στο καλό ένας  άνθρωπος κατέληξε από ένα μπουκέτο λουλούδια που κρατούσε στο χέρι, να σημαδεύει με ένα περίστροφο. Η εικόνα είναι εντελώς φανταστική, δεν κάνω spoiler, δεν υπάρχει περίστροφο στο έργο, ούτε στην παράσταση! Λουλούδια, εντάξει, υπάρχουν! Η μη γραμμική αφήγηση λειτουργεί με τον ίδιο παιγνιώδη τρόπο με τον οποίο βουτάμε για να φτιάξουμε ένα παζλ. Ξέρουμε την τελική εικόνα, αλλά κατά τη διαδικασία τυγχάνει να παρατηρήσουμε πιο προσεκτικά τα κομμάτια που τη συνθέτουν, και μάλιστα να ξαφνιαστούμε απ’ το καθένα κομμάτι ξεχωριστά. Στο τέλος, φτάνουμε να δούμε ολόκληρη την εικόνα με άλλο μάτι.

-Τι μπρεχτικό έχει το θέατρο του Κέλι;

Όσον αφορά το συγκεκριμένο έργο, η μη γραμμική αφήγηση της ιστορίας ενεργοποιεί αυτόματα έναν διαφορετικό μηχανισμό πρόσληψης από μεριάς του θεατή. Από γραφής ακόμα, ο θεατής καλείται ασυναίσθητα να αποκωδικοποιήσει μια δραματουργική φόρμα που δεν προσφέρει μια άνετη αιώρα για ανέμελη θέαση. Υπάρχει κάτι κουνημένο, μη αναμενόμενο, κάτι που ενεργοποιεί έναν μηχανισμό εγρήγορσης. Επίσης, μια ολόκληρη σκηνή μέσα στο έργο είναι γραμμένη με ένα τελείως διαφορετικό ύφος. Σε αυτήν, εμφανίζεται ένα chorus αφηγητών που συνυπάρχει σκηνικά με μία από τις ηρωίδες του έργου. Ο Κέλι έχει συμπεριλάβει στο έργο και μια ολόκληρη σκηνή-μονόλογο. Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω είναι αρκετά κοντά σε αυτό που θα λέγαμε μπρεχτική οπτική περί παραστασιακού στόχου. Πρόκειται για ένα θέατρο που επιζητά τον σκεπτόμενο θεατή, τον θεατή που δεν παραδίδεται αμαχητί και άνευ όρων σε μια απρόσκοπτη, σχεδόν παραμυθιακή εξιστόρηση.

-Θα θέλατε να μας πείτε κάποια πράγματα για τον χαρακτήρα σας; Έπειτα, από που αντλήσατε έμπνευση, και ποιες σκηνοθετικές οδηγίες ακολουθήσατε για να του «δώσετε ζωή» επί σκηνής;

Παίζω τον ρόλο ενός πατέρα που έχει χάσει την κόρη του. Είμαι ένας Βρετανός μεσήλικας που, κοντά είκοσι χρόνια πριν, είχα μια κάποια οικονομική άνεση, ενώ τώρα είμαι αναγκασμένος να διαχειριστώ τη «σκληρή» πραγματικότητα που θέλει έναν Έλληνα μετανάστη να έχει περισσότερα χρήματα από εμένα, και μάλιστα τόσα ώστε να χτίσει ένα μεγαλοπρεπές μνήμα για την συγχωρεμένη τη γυναίκα του δίπλα ακριβώς στον λιτό τάφο στον οποίο εγώ έχω θάψει την κόρη μου. Αρκετά πολύπλοκη συνθήκη για αυτόν τον χαρακτήρα, αν συνυπολογίσει κανείς τις παραμέτρους του πένθους, του βαθιά ριζωμένου ρατσισμού και της προβληματικής σχέσης με την σύζυγο με την οποία μοιράζεται τη σκηνή αυτή. Παρότι ο ρόλος είναι γραμμένος ως Βρετανός, νομίζω πώς χρησιμοποίησα τις προσλαμβάνουσες που έχω ο ίδιος από μεσήλικους πρώην –λιγότερο ή περισσότερο– νεόπλουτους νεοέλληνες με τους οποίους έχω κατά καιρούς συναναστραφεί. Μια πολύ βοηθητική οδηγία από τη Σοφία Μαραθάκη (με την οποία παίζουμε κιόλας τη συγκεκριμένη σκηνή) ήταν ο τόνος στον οποίο εκφέρω τον λόγο. Επιλέξαμε έναν πιο βαθύ, υποβοηθώντας λίγο την ηλικιακή απόκλιση που έχω από τον χαρακτήρα. Επίσης, η προτροπή της να μην φοβηθώ σε σημεία την καταβύθιση σε μια συναισθηματικά φορτισμένη περιοχή, ήταν για μένα απελευθερωτική. Απολαμβάνω πολύ αυτήν τη σκηνή με τη Σοφία, και άλλωστε δεν έχουν λείψει και τα σχόλια των θεατών ότι μοιάζουμε όντως σαν παντρεμένοι που μοιράζονται τριάντα χρόνια φαγούρας!

-Για τον σκηνικό κόσμο της παράστασης και την πρωτότυπη μουσική της, τι έχετε να μας πείτε;

Η σκηνική λιτότητα που έχει επιλέξει η Σοφία Μαραθάκη είναι –κατ’ εμέ– από τα μεγάλα ατού της παράστασης. Και είναι απόλυτα εναρμονισμένη και με τις ενδυματολογικές επιλογές της Όλγας Ευαγγελίδου. Υπάρχει μια καθαρότητα, μια συμμετρία, κάτι τακτοποιημένο που βρίσκεται σε πλήρη αντιδιαστολή με τις συναισθηματικά ακραίες συνθήκες που βιώνουν οι ήρωες. Τη συμμετρία αυτή αξιοποίησε στο έπακρο και η κινησιολόγος της παράστασης, Βρισηίδα Σολωμού. Είναι λες και ένα απόλυτα οργανωμένο σύμπαν –όπως αυτό για το οποίο μιλάει στο τέλος του έργου η Τζες– περιβάλλει έναν κωμικοτραγικά ασταθή και εύθραυστο ανθρώπινο κόσμο. Συμπληρωματικά, η μουσική επένδυση που έχει δημιουργήσει ο Βασίλης Τζαβάρας, οι μελωδικές γραμμές δηλαδή, αλλά και οι οξείς τονισμοί ή τα απόκοσμα ηχοτοπία, όλα ξεπηδάνε από τους ρυθμούς και τις ατμόσφαιρες που προέκυψαν από τη διαδικασία των προβών. Η μουσική γεννήθηκε κυριολεκτικά από τις ανάγκες της παράστασης.

-Ως θεατής τι επιζητείτε από μια θεατρική παράσταση;

Την έκπληξη. Κάτι να με ξαφνιάσει, να με πιάσει εξαπίνης. Όπως μας πιάνουν τα συναισθήματα, μας αρπάζουν και ξαφνικά νιώθουμε ζωντανοί.

-Και ως ηθοποιός;

Όσο περνάνε τα χρόνια, με απασχολεί όλο και λιγότερο το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Είναι κάτι που ποτέ δεν μπορείς να ελέγξεις απόλυτα, πόσο μάλλον από τη θέση του ηθοποιού. Συχνά οι ηθοποιοί ξεχνάμε πως είμαστε μόνο ένα κομμάτι, ένας κρίκος στην αλυσίδα των συντελεστών μιας παράστασης. Με αφορούν πρωτίστως οι άνθρωποι λοιπόν, οι συνεργασίες αυτές καθαυτές. Χαίρομαι όταν συναντιέμαι επαγγελματικά με ανθρώπους που σέβονται τη δουλειά, τους συναδέλφους και τους συνεργάτες τους. Ο σεβασμός και η φροντίδα είναι βάλσαμο ανεκτίμητο.

-Αν θέλετε να μείνει κάτι σε κάποιον/α που θα έρθει να σας δει στο Θέατρο Τέχνης, τι θα ήταν αυτό;

Αν έστω και ένας από τους θεατές νιώσει την ανάγκη να διηγηθεί την ιστορία που παρακολούθησε σε κάποιον δικό του άνθρωπο, κάτι θα έχει κερδηθεί.

-Υπάρχει κάποιο άλλο επαγγελματικό σας σχέδιο που θα θέλατε να μοιραστείτε με τους αναγνώστες/στριες του CultureNow;

Αυτήν την περίοδο περνάω τα δευτερότριτά μου στο Θέατρο Τέχνης με το «Love And Money» του Ντένις Κέλι σε σκηνοθεσία Σοφίας Μαραθάκη, και τα σαββατοκύριακα στο θέατρο Olvio με το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Ο μπαμπάς ο πόλεμος» σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου. Κάπου ενδιάμεσα με απορροφά η έρευνα για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα που ολοκληρώνω πάνω στη θεατρική μετάφραση. Δεν είναι και λίγα εν όψει εορτών – ευελπιστώ σε ένα μικρό μπρέικ από τον νέο χρόνο! Καλές γιορτές!

Διαβάστε επίσης:

Love and Money, του Ντένις Κέλι σε σκηνοθεσία Σοφίας Μαραθάκη στο Θέατρο Τέχνης