Με όχημα μια φαινομενικά κοινότοπη ιστορία αδελφικής διαμάχης, ο κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας Γιώργος Περαντωνάκης σχολιάζει με οξυδέρκεια αιτίες και αφορμές για τους μικρούς και μεγάλους διχασμούς, ενώ ταυτόχρονα περιγράφει πώς η εμμονή στους αριθμούς μπορεί να μας απομακρύνει από τον άνθρωπο.


– Το βιβλίο σας Πυθαγόρας είναι η πρώτη λογοτεχνική σας απόπειρα. Πόσο εύκολο είναι να γράψει κανείς, και κατόπιν να διαβάσει το δημιούργημά του, υπό τη διττή ιδιότητα του κριτικού λογοτεχνίας και του συγγραφέα;

Κανείς δεν μπορεί εύκολα να δει ψεγάδια στο παιδί του. Επομένως, εκ των πραγμάτων ο κριτικός φιμώνεται και μένει ο συγγραφέας με το έργο του. Προσπάθησα ωστόσο να κάνω δύο πράγματα, να βρω δύο δικλίδες ασφαλείας. Αφενός, ξαναδούλευα το κείμενό μετά από μήνες αγρανάπαυσης, ώστε να υπάρχει η απαιτούμενη απόσταση, που θα μου επέτρεπε να το δω πιο νηφάλια. Αφετέρου, όσες επιφυλάξεις και αντιρρήσεις δέχτηκα από ανθρώπους που το διάβασαν, τις έλαβα σοβαρά υπόψη μου και προσπάθησα να μπω στη θέση του αναγνώστη.

– Ο αφηγητής δηλώνει ότι δεν είναι συγγραφέας διότι η αφήγησή του δεν πληροί τις προϋποθέσεις της “λογοτεχνικότητας”, οι οποίες κατ’ αυτόν είναι ο λυρικός λόγος και τα συνταρακτικά γεγονότα. Βεβαίως το ίδιο το βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας τον διαψεύδει. Τι είναι αυτό που καθιστά μια αφήγηση λογοτεχνία τελικά;

Τον διαψεύδει, γιατί η καθημερινότητα και η πορεία της ζωής γεννά συνταρακτικά γεγονότα, που δεν τα αντιλαμβανόμαστε, καθώς τα ζούμε, είμαστε κομμάτι τους και δεν μπορούμε συχνά να κατανοήσουμε το βάθος τους. Ως προς το βασικό σας τώρα ερώτημα, θα πρέπει να επισημάνω ότι αυτό είναι το διαχρονικό ζητούμενο κάθε συγγραφέα, αλλά και της θεωρίας της λογοτεχνίας, αυτό που ονομάστηκε «λογοτεχνικότητα». Δεν είναι εύκολο να δοθεί ξεκάθαρη και μόνιμη απάντηση.  Πέρα από τη γλώσσα, η οποία έχει την ικανότητα να ανοικειώνει την καθημερινότητα και τις ομιλίες της, είναι ένα «μαγικό» πρίσμα που παίρνει το χειροπιαστό και το εφήμερο και το μετουσιώνει σε πανανθρώπινο και διαχρονικό.

– Οι αδελφικές διαμάχες δυστυχώς δεν είναι κάτι το σπάνιο, και η αδελφική διαμάχη που βρίσκεται στο επίκεντρο του βιβλίου σας μπορεί να λειτουργήσει ως μεταφορά για το ρήγμα στην κοινωνία το οποίο άλλοτε υποχωρεί και άλλοτε επανέρχεται. Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι βαθύτερες αιτίες για τους μικρούς ή μεγάλους εθνικούς διχασμούς;

Η αδελφική διαμάχη στη λογοτεχνία είναι όντως μια απτή σύγκρουση, που συχνά ανάγεται επαγωγικά σε έναν ευρύτερο κοινωνικό διχασμό. Η Ιστορία μας έχει δυστυχώς αναδείξει πολλές τέτοιες «αδελφοκτονίες» (Εμφύλιος μέσα στην Επανάσταση του ’21, Εθνικός διχασμός μεταξύ Βενιζέλου και βασιλιά, μεταπολεμικός Εμφύλιος μεταξύ Αριστερών και Δεξιών, πρόσφατα εμφύλια πολιτικά κρούσματα κ.λπ). Βασικό αίτιο, νομίζω, όλων αυτών είναι ο κυρίαρχος δογματισμός, που φύεται και ανδρώνεται σε πολλούς, γιγαντώνεται σε φανατισμό, προσκολλημένο στη μία και μόνη αλήθεια (τη δική μας), κι έτσι αγνοείται η αλήθεια του άλλου, ο διάλογος, η δημοκρατία. Και μια ισχυρή δόση εξουσιομανίας, είτε πρόκειται για πραγματική εξουσία είτε για συμβολική.

 

– Η στείρα μαθηματική αντίληψη των πραγμάτων φαίνεται ότι απομακρύνει από την έννοια του ανθρωπισμού. Δεδομένου ότι παγκοσμίως οι ανθρωπιστικές σπουδές περνούν κρίση προς όφελος των θετικών επιστημών, με τις τελευταίες να θεωρούνται πιο “χρήσιμες” και οικονομικά επωφελείς, θα μπορούσε το βιβλίο σας να λειτουργήσει ως σχόλιο υπέρ της αναγκαιότητας της ανθρωπιστικής παιδείας;

Ας πούμε ως σχόλιο υπέρ της αναγκαιότητας της παιδείας. Οι θετικές επιστήμες (και οι ανθρωπιστικές εν μέρει) μπορεί να προσφέρουν εκπαίδευση σε ένα τεχνοκρατικό και οικονομοκεντρικό σύστημα, αλλά δεν προσφέρουν παιδεία. Επομένως, η επιστήμη, η πυθαγόρεια αίσθηση του αριθμού, η απαξίωση του Λόγου, η τεχνολογία κ.ά. κάνουν τον σημερινό άνθρωπο να πιστέψει αφενός ότι όλα είναι μετρήσιμα, άρα αντικειμενικά (με βάση τα δικά του πιστεύω), κι αφετέρου ότι η ευτυχία είναι η επαγγελματική καταξίωση, η οικονομική άνοδος, η κοινωνική αναρρίχηση, χωρίς ηθικό αντίκρυσμα. Ναι, είναι αυτό που ονομάζετε σωστά «ανθρωπιστική παιδεία» λείπει στην ουσία από την ανθρωπότητα.

– Ο Πυθαγόρας τυγχάνει παιδαγωγός, ως προπονητής ομάδας που αποτελείται από παιδιά. Ως παιδαγωγός εσείς ο ίδιος, πώς νιώθετε γι’ αυτό;

Μεγάλη υπόθεση η λέξη «παιδαγωγός». Εγώ και οι περισσότεροι είμαστε απλώς καθηγητές/εκπαιδευτικοί. Παιδαγωγός είναι όχι μόνο αυτός που μεταδίδει γνώσεις σε ένα ούτως ή άλλως τεχνοκρατικό σύστημα, αλλά κι αυτός που μπορεί να ωθήσει το παιδί να σκέφτεται μόνο του, να κρίνει, να ακολουθεί τον δύσκολο δρόμο, να στηρίζεται σε μια ηθική παιδεία. Ένας γυμναστής, όπως ο μυθιστορηματικός Πυθαγόρας, ή ένας φιλόλογος, όπως εγώ, μπορεί να είναι ικανότατος καθηγητής στο αντικείμενό του, αλλά το αν θα αναχθεί σε ουσιαστικό παιδαγωγό θα κριθεί από το πόσο έβαλε θεμέλια στο πώς το παιδί βλέπει νοητικά, ηθικά και πολιτισμικά τον κόσμο.

– Ο αφηγητής προσπαθεί με κάθε τρόπο να μιλήσει με τον αδελφό του, να αποκαταστήσει τον δίαυλο επικοινωνίας, ακόμα και όταν αυτό φαίνεται μάταιο. Υπάρχει πάντα ελπίδα για διάλογο και συμφιλίωση ή από κάποιο σημείο και μετά δεν υπάρχει γυρισμός;

Πιστεύω στον διάλογο. Πιστεύω πολύ σ’ αυτόν γιατί μόνο έτσι μπορούμε να περάσουμε από την υποκειμενικότητα στη δι-υποκειμενικότητα. Αλλά, στην πράξη βλέπω όλο και πιο συχνά ότι αυτός είναι δυσέφικτος, όχι μόνο επειδή ο συνομιλητής δεν θέλει, δεν μπορεί, δεν καταλαβαίνει πώς θα πλησιάσει τη δική μας θέση, αλλά κι επειδή εμείς οι ίδιοι λόγω εγωισμού και δογματισμού δύσκολα αντιλαμβανόμαστε την αλήθεια των άλλων, και ακόμα πιο δύσκολα μετακινούμαστε από το δικό μας άσπρο ή μαύρο τετραγωνάκι. Είμαστε όλοι αξιωματικοί σε μια σκακιέρα, χωρίς δυνατότητα αλλαγής χρώματος.


Διαβάστε επίσης:

Γιώργος Περαντωνάκης – Πυθαγόρας