«Σωπάστε κι εγώ θα πιάσω την τέχνη να δουλέψω» θα δηλώσει ο Γιαννούλης Χαλεπάς την ημέρα της κηδείας της μητέρας του. Μα πώς είναι δυνατόν να τον απασχολεί η τέχνη του την ημέρα που αποχαιρετά οριστικά τον άνθρωπο που του χάρισε την ζωή; Μα η ζωή χωρίς δημιουργία ήταν ένας μικρός θάνατος και η ανάσταση του γλύπτη προϋπέθετε έναν ακόμη θάνατο∙ αυτόν της μητέρας του.

Στις 24 Αυγούστου του 1851 ήρθε στην ζωή ο πρωτότοκος γιός του Ιωάννη Χαλεπά και της Ειρήνης Λαμπαδίτη∙ το όνομα αυτού: Γιαννούλης Χαλεπάς. Η έντονη αμφισημία και η διττή σημασία που μπορεί κανείς να συμπεράνει αναλύοντας το όνομα του προοικονομούν τρόπον τινά τις αντιθέσεις που κυριάρχησαν σε όλο το μήκος του βίου και του έργου του. Από την μία το «Γιαννούλης», προϊδεάζει με τον χαριτωμένο τόνο και το υποκοριστικό της μορφής του για έναν άνθρωπο χαϊδεμένο και πρόσχαρο, ενώ το επίθετο «Χαλεπάς» που ακολουθεί παραπέμπει σε καιρούς χαλεπούς και δύστροπους.   Μυθοπλασία και ρεαλισμός,  τρέλα και προσγείωση στην πραγματικότητα,  επιτυχία και βεβιασμένη καταστολή, δημιουργία και απραξία,  έρωτας και απογοήτευση αποτελούν κάποιους από τους αντίθετους πόλους μεταξύ των οποίων ακροβάτησε η ζωή και η δημιουργία του Χαλεπά. Τα έργα του αξίζει, λοιπόν, να γίνουν εδώ αφόρμηση για την αναφορά στην ζωή του αποδίδοντας έτσι ένα είδος φόρου τιμής στα χρόνια που στερήθηκε την τέχνη του.

 Μήδεια

Το 1878 ο Χαλεπάς θα δώσει για πρώτη φορά μορφή στην Μήδεια, την οποία ωστόσο καταστρέφει για να την ξαναδημιουργήσει ακόμα τρεις φορές. Πέρα όμως από την προφανή τελειομανία που εύκολα εξάγεται από την συμπεριφορά του γλύπτη, η επαναλαμβανόμενη επιλογή του μοτίβου μίας μητέρας που δολοφονεί τα παιδιά της είναι το ιδανικό εφαλτήριο για μια αναφορά στην σχέση του γλύπτη με την μητέρα του. Μάλιστα, η τελευταία αποτελεί κεντρικό κομμάτι της αφήγησης της ζωής του γλύπτη σε όλες τις καλλιτεχνικές μεταφορές του βίου του.

Η Ειρήνη Λαμπαδίτη είναι εκείνη που θα παίξει ουσιαστικό ρόλο στην αποτροπή του νεαρού Γιαννούλη από την άσκηση του επαγγέλματος του γλύπτη και θα προτιμήσει να οδηγήσει τον πρωτότοκο γιο της στην Σύρο με σκοπό να εργαστεί ως υπάλληλος σε εμπορικό κατάστημα, παρά να αποδεχτεί την επιθυμία του να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. Είτε ως τεχνίτης είτε ως καλλιτέχνης το επάγγελμα του λαξευτή μαρμάρων ή του γλύπτη δεν συμπορευόταν με τις μεγάλες προσδοκίες που η μητέρα του έτρεφε για εκείνον, παρόλο που και η δική της οικογένεια ανήκε στον ίδιο κλάδο. Κόντρα στην βούληση της μητέρας του το 1869, ο Γιαννούλης θα γραφτεί στο τμήμα Καλών Τεχνών του Βασιλικού Πολυτεχνείου στην Αθήνα και αργότερα θα δεχτεί υποτροφία για την Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βαυαρίας στο Μόναχο. Ωστόσο, ούτε η υποτροφία ούτε οι τιμητικές διακρίσεις που κέρδισε εκεί θα ικανοποιήσουν την φιλοδοξία των γονέων του. Οι οικονομικές δυσκολίες θα κλονίσουν τις αντοχές του και το 1876 θα αναγκαστεί να γυρίσει στην Αθήνα όπου και θα ανοίξει δικό του εργαστήριο.

 Κοιμωμένη

Ο ύπνος αντιμετωπίζεται σε πολλές παραδόσεις ως η άλλη όψη του θανάτου- ίσως γιατί ακούγεται λιγότερο τελεσίδικος από τον ίδιο τον θάνατο- ίσως γιατί πετυχαίνει να συντηρήσει την ψευδαίσθηση της επιστροφής στην ζωή, όπως ακριβώς συμβαίνει και την περίπτωση της Κοιμωμένης. Η γλυπτή απεικόνιση της νεκρής Σοφίας Αφεντάκη είναι το τελευταίο έργο του Γιαννούλη Χαλεπά πριν την ψυχιατρική του κατάρρευση. Σε αντίθεση με τον καλλιτεχνικό θάνατο που ακολούθησε εκείνος, το έργο μοιάζει γεμάτο ζωή – τα τσαλακωμένα σεντόνια, η κίνηση του σώματος και η πνοή στα χείλη μαρτυρούν πιο πολύ το νεαρό της ηλικίας παρά την νεκρική φύση της κοπέλας.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς κατέστρεψε μέσα σε έναν δημιουργικό παροξυσμό το πρόπλασμα της νεκρής Σοφίας Αφεντάκη ως αντίδραση στις διορθώσεις και τις υποδείξεις της μητέρας της. Έναν χρόνο αργότερα θα οδηγηθεί στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας με τον χαρακτηρισμό του «άνου» όπου κάθε επαφή με την τέχνη του απαγορεύεται δια ροπάλου. Το ίδιο έτος κλονίζεται η ψυχική υγεία του Νίτσε, ενώ ο Βαν Γκογκ οδηγείται στο νοσοκομείο με κομμένο το αριστερό του αυτί. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, θα τον βγάλει από εκεί η μητέρα του για να περάσει από την απραξία του φρενοκομείου σε εκείνη που του επέβαλε ο ζυγός της μητέρας του. Η τελευταία θεωρούσε την τέχνη και την γλυπτική υπεύθυνες για την ψυχική κατάσταση του Γιαννούλη και έτσι του απαγόρευσε κάθε επαφή με αυτήν.

Η κινηματογραφική ιστορία του γλυπτού της Κοιμωμένης και τα χρόνια εγκλεισμού που ακολούθησαν τροφοδότησαν την ιστορία με μυθοπλαστικά σενάρια που αντηχούν – αν και διαψευσμένα- έως και σήμερα. Υποστηρίχθηκε ότι ο Χαλεπάς γνώριζε την Σοφία Αφεντάκη και ήταν ερωτευμένος μαζί της ή ακόμα ότι την ερωτεύθηκε αφού την έπλασε και συνδέθηκε παθολογικά με το δημιούργημα του. Η πραγματικότητα, ωστόσο, σε ότι αφορά την νοσηλεία του, ισορροπεί μεταξύ μίας σειράς ατυχών γεγονότων και όχι μόνο μίας ερωτικής απογοήτευσης. Από την άλλη, η καταστροφή του προπλάσματος θα μπορούσε να ιδωθεί ακόμη και ως μία πράξη διαμαρτυρίας απέναντι σε ένα αδιαφανές καθεστώς που δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον καλλιτέχνη από τον τεχνίτη, τον εργάτη. Ίσως ήταν ο καλλιτεχνικός του οίστρος που αντέδρασε σπασμωδικά στις τυπικές υποδείξεις μιας λυπημένης μητέρας.

Σάτυρος και Έρως

Ακόμα ένα έργο που ο Γιαννούλης Χαλεπάς δημιούργησε και προσπάθησε στην πορεία να καταστρέψει. Αυτή την φορά μέσω της ρίψης αντικειμένων. Ακόμα ένα έργο που προσφέρεται για συσχετίσεις με την ζωή του τηνιακού γλύπτη. Η σαρκαστική και περιπαικτική διάθεση του σάτυρου απέναντι στο βρέφος που εκπροσωπεί τον έρωτα έχει υποστηριχθεί ότι απηχεί στην εικόνα που είχε ο γλύπτης για τον πατέρα του. Όπως ο Σάτυρος περιπαίζει με το σταφύλι το βρέφος, χωρίς όμως να του το προσφέρει, έτσι και ο πατέρας του κρατούσε τον καρπό της γλυπτικής τέχνης -χωρίς όμως διάθεση να του τον προσφέρει αληθινά.

Επιπλέον, η περίσσεια ερωτικής διάθεσης που διακρίνει τον Σάτυρο εύκολα συνδυάζεται με το ερωτικό τέλμα του Χαλεπά. Με ονειρώξεις και τάση για αυνανισμό, θα τον γνωματεύουν οι γιατροί αφού η ερωτική του ενέργεια δεν εκτονώθηκε ποτέ στο αντικείμενο του πόθου του. Οι γονείς της Μαριγώς Χριστοδούλου– της συγχωριανής με την οποία ήταν ερωτευμένος- τον απέρριψαν και εκείνος δεν είχε άλλη επιλογή παρά να μετουσιώσει τον ερωτικό του πόθο σε δημιουργία.

Ο Χαλεπάς, επιφυλάσσει ακόμα έναν ειρωνικό διάλογο με το έργο του. Η γνωμάτευση της ψυχικής του κατάστασης κάνει ακόμα λόγο για ξεσπάσματα σε άνευ αιτίας γέλια, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος επιτίθεται και προσπαθεί να καταστρέψει τον Σάτυρο επειδή νομίζει ότι τον εμπαίζει με το γέλιο του. Η τραγική ειρωνεία σχημάτισε ομόκεντρους κύκλους και ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν στο κέντρο τους.

Μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο Χαλεπάς στην ηλικία των εξήντα πέντε ετών ξανασυναντήθηκε με τον εαυτό του. Αποτίναξε την ταυτότητα που του φόρεσε με τη βία το παρελθόν του και απέδειξε ότι η φρενίτιδα με την οποία τον στιγμάτισαν σε καμία περίπτωση δεν αφορμόταν από την γλυπτική. Γιατί χάρη στην γλυπτική αναγεννήθηκε παρά την ώριμη πλέον ηλικία του και δημιούργησε την δεύτερη αυτή περίοδο ενασχόλησης του εβδομήντα πέντε νέα γλυπτά. Η περίοδος αυτή της δημιουργίας ακολούθησε έστω και καθυστερημένα την αναγνώριση.

Ο Γιαννούλης αποδεσμεύτηκε από τους χαλεπούς καιρούς που του επέβαλε η τυχαιότητα του επιθέτου του. Δυστυχώς για εκείνον, το μάρμαρο της ζωής του δεν το καθόριζε μόνο εκείνος. Ευτυχώς για εκείνον, ήταν τόσο δεξιοτέχνης που πέτυχε να δώσει εκείνος το τελικό λάξευμα…