Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια τραγουδούσε πριν χρόνια η Χάρις Αλεξίου και αυτός ο στίχος έχει γίνει ήδη κτήμα μας και βρίσκεται στα χείλη μας όταν θέλουμε να μιλήσουμε για μία δραστηριότητα που συνεχίζεται και μας χαρίζει αδιάκοπα κάτι το διαφορετικό, κάθε φορά κάτι το πρωτόγνωρο. Τολμώ να τον δανειστώ γιατί η συγκυρία το απαιτεί, ενω θα έλεγα πως και η περίσταση το επιτρέπει.

Ο λόγος για το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Βασίλης και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο, το οποίο για ακόμα έναν χρόνο είναι πιστό στο ραντεβού του με την τέχνη που σπάει τα ελληνικά σύνορα και έρχεται να την συναντήσουμε και να την «αγγίξουμε». Η ζωγραφική και η γλυπτική ζωντανεύουν κάθε χρόνο στο ξεχωριστό και γραφικό νησί της Άνδρου και το Μουσείο αυτό, το οποίο είναι κόσμημα οικουμενικό και διαμάντι πολιτιστικό, μας δίνει την δυνατότητα να γευτούμε τους καρπούς μιας αδιάκοπης προσπάθειας: αυτήν την φορά του δέντρου που λέγεται σουρεαλισμός.

Και μην μπερδεύεστε, δεν μιλάμε για μία έκθεση που λαμβάνει χώρα στο εξωτερικό αλλά στην Ελλάδα και μάλιστα σε έναν χώρο που είναι συνυφασμένος χρόνια τώρα με την παρουσίαση κορυφαίων καλλιτεχνών διεθνούς κύρους και αναγνώρισης στο παγκόσμιο στερέωμα. Και μάλιστα τα έργα προέρχονται από εξέχουσες ξένες συλλογές εξαίρετων μουσείων και επιφανείς συλλέκτες Έλληνες και ξένους που έγιναν για λίγο νοεροί οικοδεσπότες μας και άνοιξαν το εικαστικό σπίτι της συλλογής τους και για αυτό τους ευχαριστούμε.

Τα εγκαίνια της έκθεσης έγιναν στις 30 Ιουνίου σε θερμότατο κλίμα, ένα κλίμα θερμής φιλοξενίας που χρήζει συγχαρητηρίων σε όλους όσοι εργάστηκαν με μεράκι για αυτήν την έκθεση και βέβαια είχα την τιμή και την μεγάλη ικανοποίηση να είμαι παρών – σαν εκπρόσωπος ηλεκτρονικού τύπου – μαζί με πλήθος ανθρώπων που κατηφόρισαν το πλακόστρωτο που οδηγεί προς το μουσείο για να θαυμάσουν από κοντά έργα ανεκτίμητης αξίας αλλά κυρίως έργα που μιλάνε χρόνια τώρα, ισως μόνο από μακριά, στην καρδιά και στην ψυχή των φιλότεχνων και όχι μόνο. Τυχαίνει να παρακολουθώ από κοντά την δράση και τις εκθέσεις του μουσείου και κάθε χρονιά ο επισκέπτης, έτσι οπως νιώθω και εγώ, ταξιδεύει στην εποχή του εκάστοτε εικαστικού ή άλλου δημιουργού. Η φετινή έκθεση ήταν πολύ φιλόδοξη γιατί το κίνημα του σουρεαλισμού έχει πολλές πτυχές και έτσι δικαιολογημένα αλλά και πολύ επιτυχημένα, δόθηκε ο τίτλος «Προσεγγίζοντας τον σουρεαλισμό».

Λίγα λόγια για το κίνημα του σουρεαλισμού για να έχουμε μία σφαιρική εικόνα του τι θα αντικρύσετε όσοι θα την επισκεφθείτε και σας καλώ να μεταβείτε γιατί το θέαμα είναι πέραν του αξιόλογου. Το κίνημα λοιπόν αυτό γεννήθηκε στον μεσοπόλεμο και περίπου στο 1924 από μία ομάδα γιατρών ανάμεσα στους οποίους ο Λουί Αραγκόν και ο Αντρέ Μπρετόν, οι οποίοι θέλησαν να αλλάξουν τον ρου της ιστορίας και να φέρουν την επανάσταση με ένα κίνημα, το οποίο θα ανέτρεπε τις μέχρι τώρα συνιστώσες της τέχνης. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως ήδη τότε έχουμε σε εξέλιξη το κίνημα του κυβισμού, του φουτουρισμού και του φοβισμού αλλά και άλλων λιγότερο σημαντικών, τα οποία δρουν εν πολλοίς παράλληλα και κάθε ένα από αυτά φιλοδοξεί να επιβληθεί στο καλλιτεχνικό στερέωμα της εποχής.

Ο σουρεαλισμός όπως βαπτίστηκε και μάλιστα με ληξιαρχική πράξη γεννήσεως το μανιφέστο που συνέταξε ο Αντρέ Μπρετόν, ο εκ των θεμελιωτών αλλά και ιθύνων νους του, σκόπευε να αλλάξει τις μεταβλητές της ζωής και να προσδώσει ελευθερίες και πιο ανοιχτές διαδικασίες στον τρόπο σκέψης και παραγωγής των έργων και βέβαια των καλλιτεχνών. Επιθυμούσε εν ολίγοις να απαλλάξει τους καλλιτέχνες από κάθε τι αρτηριοσκληρωτικό και καλλιτεχνικά «γραφειοκρατικό» και να μεταδώσει μία αύρα ονειρική, βασισμένη στην θεωρία της αυτόματης γραφής που είχε ήδη εφαρμοστεί στην λογοτεχνία και σε κείμενα των ήδη αναφερθέντων προσώπων αλλά και άλλων θεωρητικών.

Η αυτόματη γραφή δεν είναι τίποτε άλλο από το πέρασμα της σκέψης στο χαρτί και στο καμβά, με λίγα λόγια η απελευθέρωση του νου από συμβάσεις της λογικής, η οποία πολλές φορές σκοτώνει το ίδιο έργο τέχνης. Να σημειώσω εδώ πως ο όρος σουρεαλισμός είναι κάπως εσφαλμένος, απλά εδραιώθηκε γλωσσολογικά, ο σωστός όρος και ο οποίος προκύπτει από την μετάφραση του γαλλικού surrealisme είναι υπερρεαλισμός, δηλαδή ο ρεαλισμός πέρα από τα στενά όρια του φυσιολογικού και του ανθρώπινα αποδεκτού, ενίοτε κάτι φανταστικό, ακατανόητο και απλά εξωπραγματικό που δεν επιδέχεται εξήγησης ή ερμηνείας.

Η έκθεση χωρίζεται σε δύο ενότητες, αυτήν που αφορά στην ευρωπαϊκή σκηνή και περιλαμβάνει ονόματα όπως ο μέγας Νταλί, ο ευρηματικός Μαξ Έρνστ, ο περίπλοκος Ιβ Τανγκί, ο φαντασιακός Χουάν Μιρό, ο ποιητικός Ρενέ Μαγκρίτ αλλά και πολλούς άλλους φάρους του κινήματος και διανθίζεται με σχέδια, έργα ζωγραφικά και ένα γλυπτό εγκατάσταση του Ρενέ Μαγκρίτ. Σε κάθε έργο συναντάμε και μία ξεχωριστή αλήθεια, μία αλήθεια που κρύβει μία ιστορία που έδωσε την αφορμή σε κάθε έναν από αυτούς να εντάξουν προσωπικά βιώματα και εμπειρίες στο έργο τους, διαποτίζοντας το με κάτι το υπερφυσικό που ξεφεύγει από τα της ζωής και μας πιάνει από το χέρι για να μας μιλήσει για το υποσυνείδητο, για το κρυμμένο και υποβόσκον νόημα των πραγμάτων, αυτό δηλαδή που με μία πρώτη ματιά δεν είναι εμφανές και χρήζει ευρύτερης και διεξοδικότερης αναζήτησης.

Η άλλη ενότητα αναφέρεται στους Έλληνες υπερρεαλιστές ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται ο Ανδρέας Εμπειρίκος, γέννημα θρέμμα της Ανδριώτικης γης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο ποιητής του γαλάζιου και της θάλασσας, ο Νικόλας Κάλας. Αυτοί οι πνευματικοί άνθρωποι, οι οποίοι διαδραμάτισαν και ρόλο εικαστικό με δημιουργίες καθαρά ζωγραφικές πέραν από την γνωστή σε όλους μας συγγραφική τους πορεία, ήρθαν σε άμεση επαφή με τους εκπροσώπους του κινήματος και άρχισαν να εκδηλώνουν το σουρεαλιστικό τους μικρόβιο ήδη στα έργα τους από το 1933, όταν και ο σουρεαλισμός πέρασε τα ελληνικά σύνορα και σφράγισε από εκεί και πέρα ολόκληρες γενιές.

Η έκθεση, η οποία διαθέτει άριστη κατανομή των έργων και έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να διευκολύνει την περιήγηση του επισκέπτη, μαρτυρά μία καλοδουλεμένη και επεξεργασμένη θεατρικότητα ως προς την παρουσίαση της και προσελκύει το ενδιαφέρον μας καθώς αφήνει περιθώρια ανάσας από το ένα έργο στο άλλο και συνδράμει την αντίληψή μας με τα διάφορα έγγραφα που βρίσκουμε στις ειδικά διαμορφωμένες προθήκες, ώστε να σχηματίσουμε μία εικόνα πιο πλήρη και πιο ολοκληρωμένη για τους πρωταγωνιστές του κινήματος.

Υπάρχει πλούσιο υλικό αλληλογραφίας μεταξύ των επιφανών μελών του κινήματος καθώς και μικρά σχέδια, τα οποία για παράδειγμα σχεδίασε ο Ανδρέας Εμπειρίκος για τον γιο του Λεωνίδα, το Λεωνιδάκι όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλούσε χαϊδευτικά (να σημειώσω εδώ πως ο γιος του Ανδρέα Εμπειρίκου την μέρα των εγκαινίων αποκάλυψε πολλές ευχάριστες λεπτομέρειες σχετικά με τον πατέρα του και την ευαίσθητη αυτή πλευρά του). Επίσης θα βρούμε και ονόματα της ατόφιας ελληνικής ζωγραφικής σκηνής όπως ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Γεράσιμος Στέρης που άφησαν το στίγμα τους στα ελληνικά καλλιτεχνικά σουρεαλιστικά δρώμενα.

Οι Έλληνες σουρεαλιστές για τους οποίους έχει αφιερωθεί και ένα ομώνυμο βιβλίο, έκδοση του Μουσείου Γουλανδρή σε συνεργασία με το Centre Georges Pompidou στο Παρίσι όπου γίνεται λόγος για την ιδιαίτερη συμβολή τους στο κίνημα, έδωσαν την δική τους οπτική γωνία και το δικό τους πρίσμα εξελληνισμένο όπως άλλωστε το διαπιστώνουμε όταν έρθουμε σε οπτική επαφή με τα έργα του Εγγονόπουλου. Ο συγκεκριμένος ποιητής και ζωγράφος με μεγάλα έργα συγγραφικά και ζωγραφικά στην φαρέτρα του εμπνεύστηκε το έργο του από τον De Chirico και το εμπότισε με στοιχεία της αρχαίας και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας για να του εμφυσήσει την δική του ταυτότητα.

Όσοι λοιπόν νιώθετε πως μπορείτε να αποδράσετε για ένα διήμερο στο κοσμοπολίτικο νησί της Άνδρου, σας καλώ να το πράξετε για να ζήσετε από κοντά την μαγεία που σας επιφυλάσσει τόσο το τοπίο όσο και η καλλιτεχνική ατμόσφαιρα που εξασφαλίζει για εσάς η έκθεση του σουρεαλισμού. Αυτή η αιγαιοπελαγίτικη ομορφιά είναι το ιδανικό και ειδυλλιακό περιβάλλον για να αναβιώσουν δίπλα στα κύματα που παφλάζουν οι σουρεαλιστικές δημιουργίες τόσο καταξιωμένων καλλιτεχνών που άφησαν για λίγο την βάση τους για να έρθουν να μας συντροφεύσουν και αυτό το καλοκαίρι. Αδράξτε την ευκαιρία και ζήστε μία σουρεαλιστική εμπειρία γεμάτη χρώμα, εικόνες και σύμβολα σε έναν χώρο όπως το Μουσείο Γουλανδρή που ξέρει να στηρίζει την τέχνη και να μας εξάπτει την φαντασία. Και τα έχουμε ανάγκη λόγω της δύσκολης καθημερινότητας.

Και παραφράζοντας λίγο τον στίχο του Ελύτη, Θεέ μου πόσο μπλε ξόδεψες για να κρύψεις μέσα του τόσα μικρά αλλά και τόσο σημαντικά θαύματα τέχνης.