Γεννήθηκα στη Θάλασσα, ταξίδευα από μικρό παιδί. Έμαθα να μιλάω, έκανα τα πρώτα μου βήματα και δούλεψα πρώτη φορά στη Θάλασσα. Δεν με τρόμαξε ποτέ, ούτε όταν την κοιτούσα ήρεμη και αχανή, ούτε όταν ήταν ταραγμένη και νόμιζα ότι θα με καταπιεί. Ήταν τα πάντα, εχθρός και φίλος, η κούνια που με νανούριζε, το σπίτι μου και μια μέρα θα γινόταν ο γλυκός μου τάφος.

Στα λιμάνια έμαθα τι είναι η γυναίκα, δε θυμάμαι πια την πρώτη που γνώρισα, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι το κρεβάτι της, όσο φιλόξενο κι αν ήταν, δεν μπορούσε να με ξεκουράσει, ήθελα για να κοιμηθώ τη μόνιμη κίνηση της Θάλασσας, να νιώθω τον ωκεανό από κάτω μου, το σπίτι μου, που μου χάρισε ζωή, έτοιμο να με ξαναδεχτεί μια μέρα και να με κοιμίσει για πάντα. Αυτή η σκέψη, μου έδινε κουράγιο τότε, δεν με τρόμαξε ποτέ. Ήταν η ζωή και ο θάνατος και εγώ ήμουν ανοιχτός και ελαφρύς, έτοιμος να ταξιδέψω στο κύμα αλλά και να ξεκουραστώ στον πάτο.

Σε ένα απ’ τα λιμάνια τη γνώρισα, είχε ζήσει μόνο στην ξηρά, αλλά ένιωθα όπως στο σπίτι μαζί της, το κρεβάτι της με ξεκούραζε κι ας έμενε ακίνητο, αλλά όσο ήταν δίπλα μου δε μου έλειψε η κίνηση, έπαιρνα ζωή και ήθελα μια μέρα να κοιμηθώ μαζί της, δεν τρόμαξα ποτέ. Την παρακολουθούσα ήρεμη και άπειρη, να με περικλείει και να με καταπίνει, ταραγμένη και ανήσυχη να με ανεβάζει ξανά στην επιφάνεια, να γελάει και να κλαίει και η Θάλασσα δεν μου έλειψε στιγμή.

Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα, φύγαμε από το λιμάνι και πήγαμε σ ένα σπίτι μακριά απ το νερό, έτσι αναγκάστηκα να μάθω να περπατάω χωρίς να κουνιέται το πάτωμα, να δουλεύω τη γη και να μιλάω με τους ανθρώπους της. Την ξέχασα τη Θάλασσα, και με ξέχασε κι αυτή, δεν με φώναζε πια κοντά της. Ήθελα πια να κοιμηθώ στη γή, αυτή που μου έδωσε νέα ζωή, που με πήγε σ’ Αυτήν.

Μια μέρα, με κοίταξε ψυχρά, μου πάγωσε το αίμα. Μου είπε ότι μυρίζω αλάτι και θάνατο, μου είπε ότι όταν κοιμάται δίπλα μου κινούμαι και της προκαλώ ναυτία. Μου είπε ότι φεύγει, γύρισε και δεν κοίταξε πίσω μέχρι που χάθηκε από τα μάτια μου. Έτσι, έγινα ξένος.

Ξένος. Την πρώτη μέρα, το πάτωμα άρχισε να γέρνει, δεν ήταν πια παράλληλο με το ταβάνι. Έμαθα να περπατάω με μια κλίση για να μπορώ να κινούμαι όπως πριν. Τη δεύτερη, το φως λιγόστεψε, σαν να αδυνάτισε ο ήλιος, αναγκάστηκα να φορέσω γυαλιά για να κάνω τις πιο απλές δουλειές. Την τρίτη άρχισα να ψηλώνω ή όλα άρχισαν να μικραίνουν, δεν έμαθα ποτέ, στο σπίτι χωρούσα μόνο καθιστός και όχι εύκολα. Στον ορίζοντα άρχισε να φαίνεται η Θάλασσα, σαν να μίκρυνε η απόσταση που μας χώριζε. Στο τέλος έκανα μερικά βήματα και έφτασα μπροστά της. Έβγαλα τα παπούτσια μου και βούτηξα τα πόδια μου ως τους αστραγάλους. Και τότε, για πρώτη φορά, ένιωσα ναυτία.

Info: Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα, τελειόφοιτος κλασικού πιάνου στο ωδείο Athenaeum. Κατέβασε την ηλεκτρική κιθάρα του πατέρα του από το πατάρι όταν ήταν δεκατριών χρονών. Μετά από χρόνια πειραματισμών με διάφορα στυλ και μουσικά όργανα, ένα πέρασμα από τη jazz και από τη Θεολογική σχολή Αθηνών, το πρώτο του album με τίτλο Μillionaire κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 2012 από την Archangel Music. Έχει διακριθεί από το μουσικό portal Jumping Fish για το τραγούδι του Come Again, και το τραγούδι του The Absence of Many πήρε το πρώτο βραβείο, αλλά και το βραβείο καλύτερου στίχου στο 48 Hour Music Project.