Της άρεσε να αφήνει ένα κερί να καίγεται όλη νύχτα και στις ξανθές του φλόγες να ψηλαφίζει κάθε πόντο του στρογγυλού προσώπου του. Με γίγαντα σε νάρκη έμοιαζε έτσι που απλωνόταν στο κρεβάτι τους, ενώ στους τοίχους σκαρφάλωνε ασθμαίνοντας η τεράστια σκιά που ανήκε στο βουνό του κορμιού του. Κάποιες φορές το στόμα του ξέμενε ανοιχτό σαν σπηλιά, και τα καπάκια των ματιών του αν μη τι άλλο, γίνονταν ασπίδες του ονείρου ενάντια στην πραγματικότητα. Όμορφος ή έστω γοητευτικός; Όχι, ο Ντιέγκο δεν ήταν τίποτα απ’ τα δύο, αλλά αλήθεια τώρα, τι σημασία έχει ποιός είσαι ή πώς είσαι όσο υπάρχει κάποιος σε τούτον τον κόσμο που σ’ αγαπά; Ας μην γελιόμαστε, αυτό είναι αγάπη: να βλέπεις το αόρατο, να αγγίζεις το απόλυτο, να νιώθεις το απέραντο. Εκεί όπου οι αισθήσεις των άλλων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν απλώς ελαττωματικές.

Το φιλάσθενο από τα γεννοφάσκια του, κορίτσι με τα τοξοτά φρύδια κι εκείνη τη σιβυλλική έκφραση που έκρυβε πόνο, αγωνίες και τη μισερή γυναικεία της φύση, ερωτεύεται τον σαραντάχρονο δάσκαλό της κι αναγνωρισμένο κιόλας τοιχογράφο, Ντιέγκο Ριβέρα, στα 19 της. Ο εύσωμος άντρας που ανακάλυψε την καλλιτεχνική σπίθα στο βλέμμα της, και στις πρώιμες προσωπογραφίες της, έσπευσε να λήξει με συνοπτικές διαδικασίες τον γάμο του, και να ενωθεί μαζί της τρία χρόνια αργότερα. Η ταλαντούχα μαθήτρια και υπερευαίσθητη ερωμένη, Φρίντα Κάλο, τον συγκλόνιζε, μα και τον τρόμαζε την ίδια στιγμή. Πορευόμενη στη ζωή με τη βεβαιότητα πως ποτέ δεν θα κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά της λόγω των πολλαπλών προβλημάτων της υγείας της, αφιερώθηκε πλήρως στη γένεση της προσωπικής της Τέχνης. Τα έντονα χρώματα, η επιτακτική ανάγκη για απελευθέρωση, η ατίθαση σεξουαλικότητα, η λαϊκή παράδοση, ο χριστιανισμός, αλλά και οι διάσπαρτες παρενδυτικές πινελιές, γονιμοποίησαν με τον καλύτερο τρόπο τις εμπνεύσεις της.

Ο βαθιά επηρεασμένος από τον κυβισμό και τον Σεζάν, Ριβέρα από την άλλη, που ενδιαφερόταν μόνο για την καλοπέραση του, πήγαινε όπου φυσούσε ο άνεμος. Και έμελλε πολλάκις να την απατήσει, και άλλες τόσες να επιστρέψει μετανιωμένος στη συζυγική τους κλίνη. Εκείνη αν και τον λάτρευε, πήρε την απόφαση να τον χωρίσει μετά από δέκα χρόνια αστάθειας. Πνιγμένη στη μοναξιά της ωστόσο, με μια οδυνηρή αποβολή στις πλάτες της, και ναυαγισμένους κομμουνιστικούς αγώνες, τον ξαναπαντρεύτηκε το 1940.

Χορτασμένη από νύχτες ηδονών με τους Αντρέ Μπρετόν και τον Λέοντα Τρότσκι, και με άτομα του ίδιου φύλου, μπορούσε να παραδεχθεί πως η καρδιά της ανήκε αποκλειστικώς στον Ντιέγκο. Αφηρημένο εικαστικό έργο ήταν ο έρωτάς τους. Από όσα εκπλήσσουν την διάνοια και συνεπαίρνουν την αίσθηση του δέκτη. Από τους μακριούς δρόμους που απευθύνονται μονάχα στους φεγγαροπερπατητές της ψυχής. Από εκείνα τα χτυπητά παραδείγματα που κατά τον Προυστ, μας δείχνουν πόσο μικρή σημασία μπορεί να έχει η καθημερινότητα ενίοτε. Ένας έρωτας σαν ιδιότυπο ποδήλατο ήταν, όπου ακόμα και αν δεν κάνεις πεντάλ, δεν χάνεις την ισορροπία σου, μήτε πέφτεις.

Αντίκρισε το φως του κόσμου στις 6 Ιουλίου 1907 με τον ομφάλιο λώρο τυλιγμένο γύρω από το λαιμό της και την απαισιοδοξία ως εφεδρικό πετσί της. Ούτε η πολιομυελίτιδα ούτε το ατροφικό της πόδι παρόλα αυτά στάθηκαν εμπόδια στα όνειρα και τους στόχους της. Έγινε δεκτή στην Εθνική Προπαρασκευαστική Σχολή του Μεξικού και συνδέθηκε σύντομα φιλικά με τους Πάμπλο Πικάσο και Μαρσέλ Ντισάν, ενώ γαντζωμένη στο μπράτσο του συζύγου της, θα εξέθετε πολλούς πίνακές της στα μήκη και τα πλάτη της γης. Το 1930 στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια ετοίμασε για το κοινό της ένα έργο που αναπαριστά τους δυο τους, ενώ το 1932 ο πίνακας «Νοσοκομείο Χένρι Φορντ» απεικονίζει την εμπειρία μιας αποτυχημένης κύησης, στην οποία προστέθηκαν άλλες δύο. Με κεντρικό άξονα τη ζωή, τα διλήμματα και τις ατυχίες της, όταν θα χωρίσει από τον άπιστο Ντιέγκο Ριβέρα θα ζωγραφίσει τις «Δύο Φρίντες» (1939). Αν και υπήρξε μία εκ των σπουδαιότερων εικαστικών του 20ου αιώνα, η Φρίντα, δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί μια απλή γυναίκα διψασμένη για την ευτυχία που δεν ερχόταν. Η δημιουργός των έργων «Σπασμένη Στήλη» (1944), «Χωρίς Ελπίδα» (1945), «Πληγωμένο Ελάφι» (1946), «Ο Μαρξισμός επουλώνει τις πληγές» (1954), και άλλων πολλών, πίστευε για τον κόσμο που την φιλοξένησε για 47 χρόνια, πως ήταν μια κόλαση. Ενός άλλου πλανήτη μεν μα πάντα μια άβολη και ζοφερή εστία του Διαβόλου, στην οποία για να επιβιώσει έπρεπε μόνο να ζωγραφίζει.

Ο άθεος Ντιέγκο που βρέθηκε στο δρόμο της για να την απατήσει ακόμα και με την αδελφή της, Κριστίνα, τής έμαθε όμως κάτι που αγνοούσε. Πως η αισιοδοξία είναι θέμα διάθεσης και θέλησης, πως μόνο αυτή πολλαπλασιάζει την ψυχική δύναμη, και πως οι άντρες και οι γάτες έχουν κάτι κοινό: όταν τους αγνοείς έρχονται και τρίβονται στα πόδια σου. Με τη σειρά της η Φρίντα, που οι φήμες την θέλουν να έχει δώσει τέλος στη ζωή της στις 13 Ιουλίου 1954, ενώ άλλες να πεθαίνει από πνευμονία, κάτι τού άφησε μαζί με το πένθος. Κάτι που η ίδια κατέγραψε στο ημερολόγιό της πριν φύγει, μαζί με την επιθυμία της να μην ξαναζήσει ποτέ τη ζωή που τής έτυχε. Ο Ντιέγκο απάντησε αυτές τις σελίδες δύο μέρες μετά τον θάνατό της. Ανάμεσα σε όλα τα άλλα, ανάμεσα σε σκίτσα, μουτζούρες αλλά και πολλά αποσιωπητικά, πήρε τη γραπτή επιβεβαίωση της αγάπης της. Η Φρίντα έγραφε πως όσα αισθάνθηκε για ΄κείνον ήταν ένα θαύμα ορατό μόνο στα μάτια της, η συνώνυμη φύση του «εγώ» και του «εσύ». Ο χώρος και ο χρόνος της καρδιάς της, και η συλλεκτική παλέτα του είναι της. Τι είπε εκείνος στην κηδεία της; «Αχ, η Φρίντα! Ένα κορίτσι τόσο διαφορετικό από τ’ άλλα που βιάστηκε να γίνει περιστέρι στον ουρανό. Η Φρίντα, που η τέχνη τής χάρισε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει κάθε βουρδουλιά του πεπρωμένου.»


Φωτογραφία θέματος: Frida Kahlo and Diego Rivera by Nickolas Muray, 1939 via theredlist.com


Διαβάστε επίσης:

Σιμόν ντε Μποβουάρ – Ζαν Πωλ Σαρτρ: «Αυτή και καμία άλλη»