«Ο λόγος που σε εγκαταλείπω δεν είναι το ότι είσαι και θα παραμείνεις φτωχός για την υπόλοιπη ζωή σου. Αυτό, ειλικρινά, είναι το λιγότερο», γάβγισε πετώντας όπως – όπως τα ρούχα της μέσα στην βαλίτσα.

«Φεύγω, Φράνσις. Τέλος. Φεύγω οριστικά, και μην με ψάξεις. Θα φροντίσω να μην ξανά ειδωθούμε ούτε τυχαία. Με κούρασε η μιζέρια και η λιποψυχία σου. Προτιμώ να παντρευτώ ένα κάτι με γωνίες, παρά ένα στρογγυλό τίποτα. Τι να τον κάνω έναν ψευτο – συγγραφέα που περιμένει τις ιδανικές συνθήκες για να δουλέψει, αγνοώντας πως θα πεθάνει χωρίς να έχει γράψει ούτε λέξη στο χαρτί; Είσαι αδύναμος, Φράνσις, και είναι στο αίμα σου, όπως φαίνεται, να καταβροχθίζεσαι πάντα από τους δυνατούς. Αυτό ήταν, τελειώσαμε. Και ξέρεις γιατί; Γιατί σε αντίθεση με σένα, διαπίστωσα πως όποιος περιμένει πολύ, δεν πρέπει να περιμένει πολλά. Φεύγω, Φράνσις, και έχω ήδη καθυστερήσει. Φεύγω. Θα χαθώ στην δράση για να μη μαραθώ στο πλάι σου από την απελπισία. Αντίο για πάντα.»

Όταν η πόρτα έκλεισε, ο άνδρας που έμεινε πίσω, άρχισε να σιγοκαίγεται στην κόλαση. Κι όλα αυτά στην αγωνιώδη του προσπάθεια να αγγίξει την «Άλλη όψη του παραδείσου». Για χάρη της Ζέλντα Σάιρ.

Τελικά τα κατάφερε την Άνοιξη του 1919. Ίσως χρειαζόταν απλώς να πεισμώσει. Και μετά από μια σειρά άστοχων συγγραφικών ενεργειών, να συνειδητοποιήσει πως αυτό που μετράει δεν είναι η επιθυμία του ανθρώπου να πετύχει. Όλοι έχουν τέτοιες επιθυμίες. Εκείνο που πραγματικά έχει σημασία είναι η αποφασιστικότητά του να δουλέψει σκληρά ώστε να την εκπληρώσει. Και ίσως έπρεπε να καταλάβει ότι χωρίς μια αίσθηση επείγοντος, κάθε όνειρό μας χάνει την αξία του. Και πως πρέπει να περιφρονούμε πού και πού τον ίδιο μας τον εαυτό για να τον υπερβούμε και να τον ξαναπλάσουμε. Αδιαμφισβήτητα πάντως, ανήκε στην κάστα αυτών των σπουδαίων τύπων του κόσμου που φτάνουν στην πρώτη τους μεγάλη επιτυχία, μόλις ένα βήμα πριν την πιο μεγάλη και επεισοδιακή τους αποτυχία.

Αυτός ήταν ο φρεσκο – χωρισμένος τότε, Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ που συχνά τα έβλεπε όλα διπλά από το ποτό. Αυτός. Κι έμελλε να γίνει ο κυριότερος εκπρόσωπος της «Χαμένης Γενιάς» των Αμερικανών λογοτεχνών, κι ένας απ’ τους κορυφαίους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Αυτός ήταν κι ο κολλητός φίλος του Έρνεστ Χεμινγουέι, κι αυτός που μόλις σημείωσε το εκδοτικό του τζακ ποτ με την έκδοση του πρώτου μυθιστορήματός του, «Η άλλη όψη του παραδείσου», από την Charles Scribner’s Sons, κέρδισε ξανά πίσω τη γυναίκα που αγαπούσε και πατώντας γερά στα πόδια του σε οικονομικό επίπεδο, την παντρεύτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Τα προβλήματα της σχέσης τους, ωστόσο, δεν εξαφανίστηκαν. Ίσα ίσα που μπορεί να πει κανείς, πως έγιναν σοβαρότερα από τη στιγμή που η Ζέλντα γέννησε τη μοναχοκόρη τους κι εξεδήλωσε αλλόκοτες συμπεριφορές. Στην αρχή, ζήλευε υπερβολικά το σύζυγό της, του οποίου η επιτυχία έμοιαζε με ασταμάτητο τρένο, έπειτα τον κατηγορούσε για εξωσυζυγικές σχέσεις, κι ας μην είχε αποδείξεις, κι αργότερα ανέπτυξε έμμονη ιδέα κι η ίδια με τη συγγραφή. Όχι επειδή την αγαπούσε, αλλά επειδή λάτρευε παθολογικά εκείνον κι ήθελε με έναν τρόπο να αποσπάσει την προσοχή του. Πολύ γρήγορα κλείστηκε στον εαυτό της, και τα φύλλα της καρδιάς της ήταν ένας μικρός σωρός από δραματικές αντιφάσεις.

Ο Φιτζέραλντ που λυπόταν για τη σταδιακή της ψυχολογική κατακρήμνιση, έβαζε τα αγχολυτικά στο νερό και το φαγητό της, περνούσε χρόνο μαζί της και πολεμούσε μαζί της τα φαντάσματά της. Όταν την κοίμιζε στην αγκαλιά του, ήταν μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες. Όταν ξυπνούσε μουτρωμένη, του επιβεβαίωνε πως ο Θεός είναι Αυτός που εκφράζεται μέσα από όλα τα πράγματα, αλλά ο διάβολος μονάχα μέσα από τον ίδιο τον άνθρωπο.

Παρόλο που κατά τη δεκαετία του 1920, βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του με τα μυθιστορήματά του, «Όμορφοι & Καταραμένοι» (1922) και «Ο υπέροχος Γκάτσμπυ» (1925), ο Φιτζέραλντ παρέμεινε κερί αναμμένο πλάι στη σύζυγό του. Κι όταν τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο κι άρχισε εκείνη να μπαινοβγαίνει σε ψυχιατρικές κλινικές, έπεσε σε κατάθλιψη. Η κατάσταση της Ζέλντα δεν έλεγε με τίποτα να βελτιωθεί, για την ακρίβεια όλο και χειροτέρευε.

Η όμορφη γυναίκα που κάποτε τον συνόδευε στα τζαζ πάρτι και έπιναν μαζί τόνους σαμπάνιας, είχε μετατραπεί σε ένα άλαλο ον, του οποίου τα χόμπι ήταν το διάβασμα, η μουσική, η σιωπή, κι η αδυναμία σύλληψης οποιουδήποτε αισιόδοξου μέλλοντος. Η μοιραία γυναίκα που κάποτε τον είχε παρατήσει επειδή ήταν φτωχός κι επειδή η ευφυΐα του χωρίς φιλοδοξία θύμιζε πουλί χωρίς φτερά, τον παρατούσε και πάλι. Άθελά της αυτή τη φορά.

Η μουρμούρα της δεν άργησε να γίνει ο θάνατος του έρωτά τους, η σχιζοφρένειά της το πιο μεγάλο αγκάθι στο ήδη εύθραυστο δέρμα του γάμου τους, ενώ τα τεράστια οικονομικά κόστη από τις αγωγές και τις περιθάλψεις της στις διάφορες ψυχιατρικές κλινικές, έπληξαν για τα καλά τον Φιτζέραλντ. Η έμπνευση πήγε οριστικό περίπατο, η υγεία του κλονίστηκε και η κόρη του έπαψε με τον καιρό να του μιλάει. Παρόλο που στο πλευρό του στάθηκε η δημοσιογράφος Σίλα Γκρέιαμ με την οποία ανέπτυξε ερωτικό δεσμό, η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.

Ο συγγραφέας που ήξερε όσο κανείς, πως πρέπει να γράφεις στα βιβλία αυτά που δεν μπορείς να εμπιστευτείς σε κανέναν, πως δεν πρέπει να βουτάς την πένα σου στο μελάνι μα στη ζωή, και πως όλες οι λύπες αντέχονται αν τις τοποθετήσεις έντεχνα μέσα σε μια ιστορία, εντέλει βρήκε το μπελά του με τη Ζέλντα Σάιρ. Την αγάπησε βαθιά, την αγάπησε αμετάκλητα, κι αν είχε διαλέξει ανάμεσα σε καριέρα και αγάπη, θα προτιμούσε να μείνει για μια ζωή άνεργος κι άεργος, μα αλυσοδεμένος στην ψυχή της.

Ίσως – ποιός ξέρει – τα προβλήματά τους να έληξαν στη μετά θάνατον συμβίωσή τους. Στον κοινό τους τάφο στο Ρόκβιλ. Ίσως εκεί να αντιλήφθηκαν πως η αιωνιότητα της δικής τους αγάπης δεν κάνει τη διάρκεια αλλα την καταργεί, πως όποιος δεν έχει αγαπηθεί από αυτόν που αγαπάει, δεν ξέρει τι θα πει αγαλλίαση και πως υπάρχει μια ρωγμή σε όλα. Ακόμα και στους τάφους. Και από ‘κει μπαίνει το φως του ήλιου και η ευτυχία.