Ο ορισμός του γκροτέσκου από τον Wolfgang Kayser που κάνει λόγο για μια «έκφραση του αποξενωμένου και αλλοτριωμένου κόσμου, ενός κόσμου αλλόκοτου που άλλοτε καθίσταται τρομακτικός και άλλοτε κωμικός» θα μπορούσε να αποδώσει επαρκώς την ερμηνευτική προσέγγιση της Λένας Κιτσοπούλου στο μύθο του Φράνκενσταϊν.

Με εργαλεία, λοιπόν, το γκροτέσκο, την παρωδία και τη σάτιρα η πρωτοποριακή σκηνοθέτιδα επιχειρεί να εξορύξει το ζόφο που εμφωλεύει στα κοινωνικά κύτταρα και αναπαράγει τη μεγάλη εικόνα της δυσαρμονίας, του υπερφυσικού και των αχαλίνωτων συγκρούσεων. Ο μύθος του Φράνκενσταϊν της Μαίρης Σέλλεϋ δεν είναι παρά το κίνητρο για μια επιτελεστική διαδικασία που κινείται στο φάσμα υπερβάσεων (transgressions) υπονομεύοντας την οριζόντια δραματικότητα, συστήνοντας μεταμοντέρνες αισθητικές pastiche, επιστρατεύοντας σύντηξη χρόνων και τόπων («χρονοτόπους») και αξιοποιώντας δημιουργικά την αποδόμηση. Εδώ ο βασικός ήρωας προσλαμβάνει άλλο νόημα και η αντίθεση ανάμεσα στην πρωτότυπη μορφή και την καινούργια αποδεικνύεται ανατρεπτική: ο Προμηθέας της βικτωριανής εποχής αντικαθίσταται από ένα πρότυπο νέου ανθρώπου που τολμά να αντιτάξει την αδράνεια και το τίποτα ενάντια σε κάθε μορφή απροκάλυπτης ή καταστατικής βίας. Στάση πολιτική και σημείο μηδέν επανακαθορισμού των κατισχυουσών σταθερών που διέπουν τη σχέση του ατόμου με τον κόσμο του; Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει μια εξπρεσιονιστική κραυγή απόγνωσης και αγωνίας πίσω από τη συγκεκριμένη δημιουργία με την οποία δεν είναι ασυσχέτιστος ούτε ο ακανθώδης ρόλος και ο προορισμός του/της δημιουργού. Ο κλιμακούμενος σε ένταση μονόλογος της Κιτσοπούλου, με τη μορφή ιντερμέδιου-διακήρυξης, αποκρυσταλλώνεται ως κέντρο βάρους μιας σκηνικής περιπέτειας όπου η ποίηση, η θεατρικότητα, η ωμότητα ως εξαγνισμός των αισθήσεων, τα σύμβολα, οι παραστατικές εικονοποιήσεις και οι νευρώδεις ρυθμοί αποκαλύπτουν εντέλει μια ειρηνική, φωτεινή οπίσθια πλευρά: τη βαθιά ενσυναίσθηση και την κατανόηση της ανθρώπινης συνθήκης. Και το κεντρικό διακύβευμα- ήτοι να παρασταθούν και όχι απλώς να παρασταθούν τα κοινωνικά αδιέξοδα- παραμένει αλώβητο παρά την πληθωρικότητα των σκηνικών εργαλείων, τη χρήση μεικτών μέσων, τα οποία λειτουργούν ως πολλαπλά πεδία θέασης, τη φρενίτιδα, την οικειοποίηση των άκρων, τη συμφιλίωση της ποπ κουλτούρας με την εικαστικότητα, την επανένωση του λόγου με τους μηχανισμούς του υποσυνείδητου.

Οι ερμηνείες

Απαιτείται δυναμική επανατοποθέτηση του ερμηνευτικού άξονα των ηθοποιών, προκειμένου να εκλυθεί όλη η υβριδική ενέργεια που απαιτούν οι περφόρμανς της Λένας Κιτσοπούλου. Και αυτό γιατί στην εντεινόμενη αποσταθεροποίηση της σκηνής θα πρέπει να απαντούν οργανωμένες τεχνικές και από καθένα και καθεμία χωριστά να υπάρχει συνεχής επίγνωση της σφαιρικής φιλοσοφίας του πονήματος. Ο Νίκος Καραθάνος (πατέρας Φράνκεσταϊν) κινείται με υποδειγματική ευελιξία στα διακριτά υποκριτικά terrains. Η Ιωάννα Μαυρέα (μητέρα Φράνκενσταϊν) αποδίδει όλες τις αποχρώσεις του χιούμορ, από το οικείο ρεαλιστικό μέχρι το σκοτεινό, δαιμονικό, φρικώδες και παράλογο. Ο Ηλίας Μουλάς (Χένρι) εγκολπώνεται με συνειδητότητα και ευαρμοστία τις επί μέρους σκηνικές τονικότητες. Ο Γιάννης Κότσιφας (πατέρας Χένρι) επιδίδεται σε μια εντυπωσιακά εκστατική ερμηνεία. Η Έμιλυ Κολιανδρή (Ζυστίν) αποκαλύπτει με ανάγλυφο τρόπο τη σκοτεινή φυσιογνωμία της καρικατούρας, ενώ η Χριστίνα Αντωναράκη (Ελίζαμπεθ) παραδίδει με πυρετώδη τρόπο τις αντικρουόμενες πλευρές της μορφής που υπηρετεί. Ο Πάνος Παπαδόπουλος (Φράνκενσταϊν) παγιώνει, σε σχέση με τον μυθικό ήρωα της Σέλλεϋ, ένα ισχυρό αντιπαράδειγμα, μέσα από την ευαλωτότητα μιας γοητευτικής ρομαντικής υπόστασης, ενώ το υπόλοιπο σύνολο (Χρήστος Καραβέβας, Φώντας Μίχος, Σωτήρης Μανίκας, Ματίλντα Τούμπουρου, Σαβίνα Τσάφα και Μιχάλης Ψαλίδας) αφομοιώνεται δημιουργικά σε αυτή τη σκηνική δημιουργία που εξετάζει προοπτικά και ενεργητικά το μεγάλο ζήτημα της σύζευξης ζωής-τέχνης.

Διαβάστε επίσης:

Φράνκενσταϊν – Ο Χαμένος Παράδεισος, της Λένας Κιτσοπούλου στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση