Υποτεθείσθω ότι στον έρωτα το «μαζί» είναι το πάρτυ, τότε το «χωριστά» είναι το άχαρο συμμάζεμα της επομένης. Κι όταν ο διάλογος αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα του άνδρα, ο μονόλογος γίνεται το μοιραίο βέλος στη γυναικεία φαρέτρα. Και έτσι, μετατρέπεται η αγάπη στο μαχαίρι με το οποίο κόβεις συχνότερα το δάχτυλο παρά το ψωμί σου, κι η σχέση σε μια σύμβαση που λήγει μόλις οι άλλοι σού ευχηθούν «στο καλό και να μας γράφεις». Υπάρχουν ωστόσο, κι οι δεσμοί που «λύνονται» στα λόγια, αλλά στην πράξη παραμένουν «γόρδιοι». Διότι το αληθινό συναίσθημα είναι το έμβλημα της αιωνιότητας και το πάθος μια μάχη όπου μερικοί αρνούνται πεισματικά να χάσουν την υπομονή τους. Στρατιώτες πρώτης γραμμής ενός τέτοιου ειδυλλίου υπήρξαν ο Φρανκ Σινάτρα κι η Άβα Γκάρντνερ. Ενός ειδυλλίου, δηλαδή, που τη μια σε στέλνει στον Παράδεισο με λευκή επιταγή και την άλλη στην Κόλαση με ακάλυπτη.

Ο γεννημένος στις 12 Δεκεμβρίου 1915, Φράνσις Άλμπερτ Σινάτρα, που θεωρείται ο σπουδαιότερος Αμερικανός τραγουδιστής του 20ου αιώνα, με ηχογραφήσεις που ξεπερνούν τις 1400, την πρωτοαντίκρισε σε μια ομαδική φωτογράφηση φιλανθρωπικού χαρακτήρα. Γόης του πενταγράμμου, αλλά και του σινεμά, τιμημένος με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας από τον Ρ. Ρίγκαν το 1985, καθώς επίσης και με το Χρυσό Μετάλλιο του Κογκρέσου το 1997, μα και με 11 Γκράμι, ανάμεσά τους και με ‘κείνο για την συνολική του προσφορά στην αμερικανική κουλτούρα, την αγνόησε σχεδόν επιδεικτικά τότε. Σα να της χρωστούσε από μια προηγούμενη ζωή την ερωτική απαξίωση, δίχως όμως να υπολογίσει πως από τις γυναίκες του πεπρωμένου σου, μονάχα να τρέξεις μπορείς, όχι να κρυφτείς.

Περίπου 6 χρόνια αργότερα, θα τα έκανε όλα γης μαδιάμ για χάρη της. Παράτησε οικογένεια και σιγουριά, πυρπόλησε καριέρα, φήμη, λεφτά κι απέδειξε πως ο άνθρωπος είναι ικανός για το καθετί από τη στιγμή που θα αγγίξει το άπειρο της ηδονής. Με το Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία «Όσο υπάρχουν άνθρωποι» (1953), και υποψηφιότητα για το αντίστοιχο α’ ανδρικού για τη συμμετοχή του στη δραματική ταινία «Ο 2 άνθρωπος με το χρυσό χέρι» (1955), ο Φρανκ Σινάτρα που μας καλεί όλους διαχρονικά μια βόλτα στο φεγγάρι, σε ένα ανοιξιάτικο σεργιάνι στο Δία και τον Άρη, κατέκτησε την Άβα Γκάρντνερ. Ή πιο σωστά, κατακτήθηκε από εκείνη. Για πάντα και μια μέρα παραπάνω, όπως θα συνηγορούσε ποιητικά κι ο Σαίξπηρ.

Το κορίτσι από το Νότο που γεννήθηκε την παραμονή των Χριστουγέννων του 1922, και που μόλις 19 χρόνια αργότερα θα υπέγραφε το πρώτο του συμβόλαιο με την MGM και θα αναχωρούσε οριστικά από την επαρχία για το Χόλλυγουντ, τον πότισε κυριολεκτικά έρωτα εκείνη τη νύχτα στο Παλμ Σπρινγκς. Και δεδομένου ότι μιλάμε για τον επιρρεπή στο ποτό αλλά και τις λοιπές καταχρήσεις Σινάτρα, δεν άργησε να τον μεθύσει. Και να τού γίνει πολύτιμη, ίσως και απαραίτητη. Έχοντας πίσω της δύο αποτυχημένους γάμους, στους οποίους δε νιώθεις ούτε μόνος ούτε και μαζί, έγινε το έταιρό του ήμισυ σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ενώ ο Τύπος δεν τους άφηνε σε χλωρό κλαρί. Αυτή που τότε άρχιζε να γίνεται γνωστή με τις σημαντικές ταινίες «Οι δολοφόνοι», «Το ξύπνημα της Αφροδίτης» και «Στο νησί των παρανόμων», στήριξε με κάθε τρόπο τον Φρανκ που ό,τι έπαιρνε την κάτω βόλτα με σπασμένα φωνή και φτερά, και πλήρως κατεστραμμένα τα οικονομικά του.

Και στην αρχή περνούσαν ζάχαρη. Όπως κάθε ζευγάρι μέχρι να παραγνωριστεί. Και έκαναν κοινά όνειρα από αυτά που μας πείθουν ότι το μείζον συστατικό οποιασδήποτε σχέσης δεν είναι ό,τι λέμε κι ό,τι κάνουμε, αλλά κυρίως ό,τι είμαστε. Πολύ σύντομα όμως, ο άνδρας με την αντιδραστική ιδιοσυγκρασία, τις στενές επαφές με τη μαφία και τον Κένεντι, ο οποίος είχε μάλιστα κάνει και φυλακή στα 23 του για σεξουαλική παρενόχληση σε παντρεμένη γυναίκα, το ξεπέρασε το όριο. Άρχισε να ζηλεύει υπερβολικά κάθε αρσενικό που πλησίαζε την Άβα είτε για επαγγελματικούς είτε για άσχετους λόγους, με αποτέλεσμα να τής κάνει σκηνές ζηλοτυπίας ως κι ενώπιον τρίτων. Η Γκάρντνερ από την άλλη, δεν πήγαινε πίσω. Έχοντας πλάι της έναν άνδρα που δε φημιζόταν για την ερωτική σταθερότητά του, παραπονιόταν με οποιαδήποτε αφορμή, κι έτσι ο γάμος τους που ακολούθησε, κατέληξε σε φιάσκο έπειτα από ομηρικούς καβγάδες ως και χειροδικίες. Έτσι είναι. Ό,τι χρειάζεται βία για να διατηρηθεί, είναι καταδικασμένο.

Κι όταν κάνουν το ντεμπούτο τους τα προβλήματα, οι ανθρώπινοι δεσμοί υφίστανται ό,τι και τα φυτά που τα τρώει η ψείρα, κι ό,τι το σίδερο που το γλείφει η σκουριά. Εκτός και αν σκεφτείς εγκαίρως πως όταν χαλάει κάτι, δεν το πετάμε, μα μένουμε και το φτιάχνουμε. Στην 3 προκειμένη περίπτωση πάντως, ο Φρανκ κι η Άβα τα έκαναν θάλασσα, μια και βρέθηκαν να πελαγοδρομούν τυφλά σε μια κατάσταση, όπου όσο πιο βαθύ το συναίσθημα τόσο πιο μεγάλος και ο πόνος. Κοντολογίς, αυτό σημαίνει πως η σχέση τους γέμισε χαλασμένες φιλοδοξίες με την ταχύτητα που το στόμα γεμίζει χαλασμένα δόντια. Συνεπώς, οι δύο αστέρες μετατράπηκαν στον άνδρα που κάνει αυτό που μπορεί, και στην γυναίκα που κάνει ό,τι δεν μπορεί ο άνδρας. Ο ερμηνευτής των θρυλικών «My way», «Strangers in the night», «That’s life», «Fly me to the moon», «Theme From New York, New York» δε σκέφτηκε πως το μόνο άτομο που μπορείς να ελέγξεις σε έναν δεσμό, είναι απλά ο εαυτός σου, και πως όσο μας αγαπούν, μάς συγχωρούν τα πάντα, και όταν ένα ωραίο πρωινό πάψουν, μάς φορτώνουν ακόμα και λάθη που δεν κάναμε ποτέ. Την ίδια στιγμή, η Άβα που τον είχε πιάσει μια και δυο, αλλά και περισσότερες φορές να της λέει ψέματα, έπεσε στην γνώριμη σε πολλούς παγίδα, όπου η διαρκής δυσπιστία είναι το τίμημα που πληρώνεις όταν τρέμεις ότι οι άλλοι θα σε ξεγελάσουν.

Μπορεί να πήραν διαζύγιο κουρασμένοι από τις ερωτικές τους φιλονικίες, η σπίθα της αγάπης τους όμως, δεν έσβησε. Κι έτσι, παρόλο που ακολούθησαν χωριστούς δρόμους, μας υπενθυμίζουν με την ένωσή τους ότι στις προσταγές της καρδιάς δεν πρέπει να αντιδρούμε, μα να μάθουμε να ανταποκρινόμαστε, ότι όταν δε συζητάς με τους άλλους, αλληλοσφάζεσαι μαζί τους, κι ότι ευτυχία είναι να μη βαρεθείς ποτέ αυτό που ήδη έχεις. Ταυτόχρονα, υπογραμμίζουν όλα εκείνα στα οποία ενίοτε σφάλλουμε και την πατάμε ανεπανόρθωτα. Μα ποια είναι αυτά; Το ότι εχθρός του έρωτα είναι πάντα ο εγωισμός, ότι η χαρά που αναζητούμε, γκρεμίζει αυτή που ήδη έχουμε, κι ότι το «για πάντα» θέλει και κόπο και τρόπο.