«Η μουσική αρχίζει εκεί που τελειώνουν οι δυνατότητες της γλώσσας», είχε πει ο Φινλανδός συνθέτης Γιαν Σιμπέλιους.

Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, έχοντας επίγνωση του κοινωνικού και πολιτισμικού της ρόλου, συμπράττει ξανά με τον παγκοσμίως κορυφαίο Λεωνίδα Καβάκο σε ρόλο αρχιμουσικού και σολίστ στις 4 Ιουνίου. Μια συναυλία με βαθιά συμβολική σημασία. Δύο πολλά υποσχόμενοι νέοι μουσικοί ερμηνεύουν μαζί με έναν από τους καλύτερους βιολονίστες του κόσμου.

Ο διακεκριμένος Ουκρανός βιολονίστας Ντμίτρο Ουντοβιτσένκο συνδιαλέγεται με τον Λεωνίδα Καβάκο στο δεξιοτεχνικό Κοντσέρτο για 2 βιολιά και ορχήστρα σε ρε ελάσσονα του Γ.Σ. Μπαχ. Έργο που αναπτύσσει πληθωρικό διάλογο μεταξύ των σολίστ, το Κοντσέρτο για δύο βιολιά χρησιμοποιεί την ορχήστρα για να αναδείξει την πολυφωνία που κυριαρχεί. Στη συνέχεια, ο Α’ Κορυφαίος στις βιόλες της Ορχήστρας, Ηλίας-Ίων Λιβιεράτος μαζί με τον Λεωνίδα Καβάκο, παρουσιάζουν το δεύτερο μέρος (Andante) της αριστουργηματικής Συμφωνίας κοντσερτάντε για βιολί, βιόλα και ορχήστρα σε μι ύφεση μείζονα του Β.Α. Μότσαρτ. Πρόκειται για ένα από τα πιο αισθαντικά και εκφραστικά μέρη που έγραψε ποτέ ο συνθέτης, στο οποίο το βιολί και η βιόλα αποδεικνύονται ισάξιοι συνομιλητές σε έναν αιθέριο μουσικό διάλογο. Το πρώτο μέρος της συναυλίας κλείνει με τον ακμαίο Ντμίτρο Ουντοβιτσένκο να ερμηνεύει το δεύτερο μέρος (Adagio di molto) από το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε ελάσσονα του Γιαν Σιμπέλιους. Σύνθεση – σταθμός για το ρεπερτόριο του οργάνου, το συγκεκριμένο Κοντσέρτο απαιτεί έναν αληθινό βιρτουόζο για να αποδώσει την εκφραστικότητα και τη γοητεία του. Το πρόγραμμα δεν θα μπορούσε παρά να λήγει με τη μεγαλειώδη Συμφωνία αρ. 4 σε μι ελάσσονα του Γ. Μπραμς. Η τελευταία και αναμφισβήτητα ωριμότερη Συμφωνία του μεγάλου ρομαντικού συνδυάζει την μορφολογική ακρίβεια με το βαθυστόχαστο μουσικό περιεχόμενο με τρόπο που μόνο ένα Σώμα καλλιτεχνών θα μπορούσε να αναδείξει. Το Σώμα της Ορχήστρας.

Η συναυλία τελεί υπό την αιγίδα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, UNHCR.

Τα έσοδα θα διατεθούν για τα παιδιά πρόσφυγες από την Ουκρανία.

Το πρόγραμμα με μια ματιά

ΓΙΟΧΑΝ ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΜΠΑΧ (1685-1750)
Κοντσέρτο για 2 βιολιά και ορχήστρα σε ρε ελάσσονα BWV 1043

ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ ΜΟΤΣΑΡΤ (1756–1791)
Συμφωνία κοντσερτάντε για βιολί, βιόλα και ορχήστρα σε μι ύφεση μείζονα, K.V. 364 (2ο μέρος: Andante)

ΓΙΑΝ ΣΙΜΠΕΛΙΟΥΣ (1865–1957)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε ελάσσονα, έργο 47 (2ο μέρος: Adagio di molto)

ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΜΠΡΑΜΣ (1833–1897)
Συμφωνία αρ. 4 σε μι ελάσσονα, έργο 98

ΣΟΛΙΣΤ
Λεωνίδας Καβάκος, βιολί
Ντμίτρο Ουντοβιτσένκο, βιολί
Ηλίας-Ίων Λιβιεράτος, βιόλα

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Λεωνίδας Καβάκος

Για την ιστορία…

JOHANN SEBASTIAN BACH (1685 – 1750)
Κοντσέρτο για δύο βιολιά και ορχήστρα σε ρε ελάσσονα, BWV 1043
Vivace
Largo, ma non tanto
Allegro

Μετά από σύντομης διάρκειας θητείες ως οργανίστας σε εκκλησίες των πόλεων Arnstadt και Mühlhausen στη Θουριγγία, το 1708 o Bach έγινε οργανίστας στο παρεκκλήσι της αυλής του δούκα της Βαϊμάρης. Κατά την εκεί παραμονή και εργασία του, ο Bach απέκτησε μεγάλη φήμη ως οργανίστας και συνθέτης –κυρίως έργων θρησκευτικής μουσικής. Το 1717 άφησε τη θέση αυτή για μία φαινομενικά κατώτερη, αυτή του αρχιμουσικού στην αυλή του πρίγκιπα Leopold στο Köthen (Σαξονία -Άνχαλτ). Εκεί ωστόσο ο Bach βίωσε ένα πιο φιλελεύθερο περιβάλλον, βρισκόμενος στην υπηρεσία ενός πραγματικά μουσικόφιλου ευγενούς, έχοντας στη διάθεσή του ένα αξιόλογο οργανικό σύνολο και έχοντας μεγάλα περιθώρια έκφρασης ιδίως στο χώρο της οργανικής, κοσμικής μουσικής, της οποίας ο Leopold ήταν λάτρης. Η σύνθεση του κοντσέρτου για δύο βιολιά ανάγεται στην ευτυχισμένη περίοδο διαβίωσης του Bach στο Köthen (1717 – 1723), κατά την οποία γράφτηκαν μεταξύ άλλων και τα περιβόητα “Βραδεμβούργια Κοντσέρτα”. Δυστυχώς αρκετά έργα του Bach εκείνης της περιόδου δεν έχουν σωθεί, ίσως λόγω του ότι γράφτηκαν με την πρόθεση μίας εφήμερης τέρψης ή εξαιτίας αμέλειας και ακούσιας ανευθυνότητας του γιου του Wilhelm Friedemann (1710 – 1784), που κληρονόμησε τμήμα της βιβλιοθήκης του πατέρα του. Το κοντσέρτο για δύο βιολιά διασώθηκε από έναν άλλο γιο του Bach και γνωστό συνθέτη, τον Carl Philipp Emanuel (1714 – 1788).

Ήδη από τα νεανικά του χρόνια ο Bach υπήρξε θιασώτης του ιταλικού κοντσέρτου, όπως αυτό έφτασε στο απόγειό του με τον Antonio Vivaldi (1678 – 1741). Ο θαυμασμός του αυτός εκφράστηκε μάλιστα και με πλήθος υπέροχων μεταγραφών κοντσέρτων του Ενετού δασκάλου. Ο Vivaldi είχε ακολουθήσει -και τελειοποιήσει- τη μπαρόκ φόρμα κοντσέρτου, σύμφωνα με την οποία το έργο ήταν τριμερές (γρήγορο – αργό – γρήγορο) και η δομή των επιμέρους μερών βασιζόταν στην ιδέα του “ritornello”, ενός θέματος που παρουσιαζόταν κατά κανόνα από όλη την ορχήστρα και που περιοδικά επανεμφανιζόταν, ερχόμενο σε αντιδιαστολή με παρεμβαλλόμενα σολιστικά επεισόδια.

Ανάλογης δομής είναι και το Κοντσέρτο για δύο βιολιά. Το πρώτο μέρος ήδη με το άνοιγμά του εμπλουτίζει την απλή ιδέα του ritornello με έναν αντιστικτικό τρόπο, καθότι το κύριο θέμα παρουσιάζεται αρχικά από τα δεύτερα βιολιά και τέσσερα μέτρα μετά από τα πρώτα κατά μία πέμπτη πιο ψηλά, όπως θα ανέμενε δηλαδή κανείς να συμβεί σε μία φούγκα. Τα σολιστικά επεισόδια ανοίγουν ένα πληθωρικό διάλογο μεταξύ των δύο σολίστ και βασίζονται σε ένα θέμα, που συνδυάζει μεγάλες αποστάσεις ιδιαίτερης δραματικότητας και κατιούσες κλίμακες. Το δεύτερο μέρος, σε Φα μείζονα, αποτελεί ένα από τα πλέον ειδυλλιακά και εκφραστικά αργά μέρη του Bach. Τα έγχορδα της ορχήστρας διατηρούν ένα διακριτικό συνοδευτικό ρόλο αφήνοντας τους σολίστ να αναδείξουν ένα εξαίσιο ντουέτο. Η μελωδία, κάθε φορά που προσεγγίζει μία πτώση, αμέσως παίρνει νέες κατευθύνσεις δίνοντας μία αίσθηση ατέρμονης πορείας. Το τρίτο μέρος επιστρέφει στη ρε ελάσσονα και στην πολυφωνικής έντασης ατμόσφαιρα του πρώτου μέρους, με το χαρακτηριστικό, δυναμικό μοτίβο τριών νοτών που ανοίγει το μέρος, να επαναλαμβάνεται διαρκώς άλλοτε από την ορχήστρα και άλλοτε από τους σολίστ εν είδει ηχούς.

WOLFGANG AMADEUS MOZART (1756 – 1791)
Συμφωνία κοντσερτάντε για βιολί, βιόλα και ορχήστρα σε Μι ύφεση μείζονα, K.V. 364
Allegro maestoso
Andante
Presto

Η “Συμφωνία κοντσερτάντε” είναι ένας ιδιαίτερος τύπος μουσικού έργου, που γνώρισε –πρωτίστως στη Γαλλία- μεγάλη εξάπλωση και απήχηση ανάμεσα στα 1770 και 1830, ως φυσική απόρροια των κοινωνικών αλλαγών της εποχής και δη της ανάπτυξης της αστικής τάξης. Η ανάπτυξη του θεσμού των δημόσιων συναυλιών σε μεγάλες αίθουσες και η στροφή της επιθυμίας του τότε κοινού προς τη δεξιοτεχνική επίδειξη αλλά και την πληθωρική μελωδικότητα ώθησαν πολλούς συνθέτες στην ενασχόληση με το νεοεμφανισθέν είδος. Αν και κατά καιρούς έχει επιχειρηθεί να θεωρηθεί η συμφωνία κοντσερτάντε ως εξέλιξη του “concerto grosso” της εποχής μπαρόκ, η σχέση τους είναι καθαρά επιφανειακή, αφού πέραν της ομοιότητας ότι και στα δύο έργα οι σολίστ είναι περισσότεροι του ενός, οι δομικές και κυρίως υφολογικές διαφορές τους είναι σημαντικές. Η Συμφωνία κοντσερτάντε δομικά βρίσκεται πιο κοντά στο κλασικό κοντσέρτο και αναθέτει στους σολίστ ένα σαφώς πρωταγωνιστικό ρόλο σε αντίθεση με την ορχήστρα που κατά κύριο λόγο τους συνοδεύει. Επίσης, οι σολίστ εκθέτουν και αναπτύσσουν διαφορετικό μέχρις ενός σημείου θεματικό υλικό από αυτό των ορχηστρικών tutti. Στιλιστικά, η συμφωνία κοντσερτάντε διακρίνεται για τη μελωδική της ποικιλία και μία ανάλαφρη και αισιόδοξη διάθεση, όπως αυτή που διέπει κατά κανόνα μία σερενάτα ή ένα ντιβερτιμέντο.

Το ταξίδι του Mozart σε πόλεις, όπως το Mannheim, το Μόναχο και το Παρίσι, από το Σεπτέμβριο του 1777 μέχρι τον Ιανουάριο του 1779 προς εύρεση εργασίας, επηρέασε από πολλές απόψεις την εξέλιξη και ωρίμασή του ως δημιουργού αλλά και ως ανθρώπου. Κατ’ αρχάς, στο Mannheim γνώρισε τον πρώτο μεγάλο έρωτα με την υψίφωνο Aloysia Weber (αδελφή της μετέπειτα συζύγου του Constanze Weber), που τελικά έληξε άδοξα. H μητέρα του, που τον συνόδευε, αρρώστησε και απεβίωσε στις 3 Ιουλίου 1778, ενώ η αναζήτηση μίας προσοδοφόρας εργασίας απέβη άκαρπη. Από μουσικής άποψης ωστόσο ο νεαρός Mozart είχε την ευκαιρία στο ταξίδι του να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς σημαντικούς μουσικούς και έργα, που έδωσαν μία νέα κατεύθυνση στο δημιουργικό του έργο εφεξής. Προφανώς στο Παρίσι, στο οποίο έμεινε την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1778, ήρθε σε επαφή με το δημοφιλές είδος της συμφωνίας κοντσερτάντε, με αποτέλεσμα να συνθέσει ήδη εκεί τον Απρίλιο του 1778 το Κοντσέρτο για φλάουτο και άρπα και ενδεχομένως τη Συμφωνία κοντσερτάντε για όμποε, κλαρινέτο, φαγκότο και κόρνο K.V.297b, που είναι ωστόσο αμφισβητούμενης γνησιότητας έργο. Με την επιστροφή του στο Salzburg συνέθεσε το Κοντσέρτο για δύο πιάνα σε Μι ύφεση μείζονα, K.V.365 (χειμώνας 1779) και τη Συμφωνία κοντσερτάντε για βιολί και βιόλα, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς.

Όσον αφορά στο μέρος της βιόλας, ο Mozart έκανε χρήση της scordatura, τεχνικής κατά την οποία οι χορδές χορδίζονται σε διαφορετικό τονικό ύψος από το συνηθισμένο. Έτσι, το μέρος της βιόλας γράφτηκε σε Ρε μείζονα με την οδηγία όλες οι χορδές να χορδιστούν ένα ημιτόνιο ψηλότερα από το κανονικό, ώστε το μέρος να ηχεί στη Μι ύφεση. Με αυτή την τεχνική ο Mozart αποσκοπούσε να αποσπάσει μεγαλύτερη ηχητική λάμψη και όγκο από τη βιόλα, καθιστώντας τη “ίσο συνομιλητή” με το σόλο βιολί. Παράλληλα, η πρωτότυπη ενορχηστρωτική επιλογή του συνθέτη, να χωρίσει τις βιόλες της ορχήστρας σε δύο επιμέρους τμήματα, ενίσχυσε και εμπλούτισε σημαντικά τη μεσαία ηχητική περιοχή, στην οποία αυτές κινούνται. Η αγάπη του Mozart για τη βιόλα είναι γνωστή, το μέρος της οποίας σε σύνολα μουσικής δωματίου συνήθιζε να εκτελεί ο ίδιος, και εικάζεται –χωρίς να μπορεί να επιβεβαιωθεί- πως το σημαίνον μέρος της βιόλας στη συμφωνία κοντσερτάντε προοριζόταν για τον ίδιο.

Καθώς ολοκληρώνεται η καθαρά συμφωνικών διαστάσεων αλλά χωρίς πομπώδη διάθεση εισαγωγή της ορχήστρας, οι δύο σολίστ εμφανίζονται σε ταυτοφωνία “αναδυόμενοι” μέσα από αυτή, για να εκθέσουν ένα εντελώς διαφορετικό θεματικό υλικό συνδιαλεγόμενοι μεταξύ τους με αβρότητα. Παρά τον πλούτο των θεμάτων, που καθιστά μάλλον άστοχη την προσπάθεια σύμπτυξής τους σε πρώτο και δεύτερο θέμα, η συνολική δομή παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια του μέρους διαυγής επιτυγχάνοντας μία λειτουργική ισορροπία ανάμεσα στις σολιστικές και ορχηστρικές ενότητες αλλά και ηχητική ισορροπία ανάμεσα στους δύο σολίστ. Η καντέντσα, γραμμένη από τον ίδιο τον Mozart, δεν επικεντρώνεται τόσο στη δεξιοτεχνική επίδειξη όσο στην αρμονική συνύφανση δύο μονολόγων, άρρηκτα συνδεδεμένων ως προς το περιεχόμενό τους με ό, τι έχει προηγηθεί.

Το αργό μέρος σε ντο ελάσσονα, ένα από τα πλέον αισθαντικά και εκφραστικά αργά μέρη του Mozart, βασίζεται σε δύο κύρια θέματα, που αφού παρουσιαστούν πρώτα από την ορχήστρα, περνούν διαδοχικά σε κάθε έναν από τους δύο σολίστ, για να αναπτυχθούν στη συνέχεια με πολυφωνικό και έντονα συγκινησιακό τρόπο. Της αιθέριας κατακλείδας προηγείται μία ακόμη διαλογική καντέντσα γραμμένη από το συνθέτη.

Ο γαλλικής προέλευσης χορός “contredanse” υπήρξε ένας από τους πιο δημοφιλείς χορούς του 18ου αιώνα. Αυτός ενέπνευσε το συνθέτη στο φινάλε, ένα ζωηρό και χορευτικό ροντό σε ρυθμό δύο τετάρτων, το οποίου η πηγαία ευθυμία έρχεται σε καταφανή αντίθεση με τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του προηγούμενου μέρους. Κατά τα πρότυπα του “contredanse” το μέρος σχεδόν εξ ολοκλήρου απαρτίζεται από οκτάμετρες φράσεις που διαδέχονται η μία την άλλη με τον πιο φυσικό τρόπο. Σίγουρα είναι το πλέον εξωστρεφές και δεξιοτεχνικό για τους δύο σολίστες μέρος της συμφωνίας οδηγώντας σε ένα αισιόδοξο τέλος.

JEAN SIBELIUS (1865 – 1957)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε ελάσσονα, έργο 47
Allegro moderato
Adagio di molto
Allegro, ma non tanto

Στην προσπάθεια προσπέλασης και κατανόησης των εσωτερικών, ψυχολογικών συνθηκών που άμεσα ή έμμεσα επηρέασαν το Sibelius στη σύνθεση του κοντσέρτου για βιολί είναι αναπόφευκτο να συνυπολογίσει κανείς την ιδιαίτερη σχέση του συνθέτη με το βιολί, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα εφηβικά του χρόνια. Ξεκίνησε να σπουδάζει το όργανο αυτό σε ηλικία 14 ετών και σύντομα διατρανώθηκε μέσα του η επιθυμία να ακολουθήσει μία σολιστική καριέρα. Ωστόσο, η κάπως καθυστερημένη έναρξη των σπουδών του και το χαμηλό επίπεδο μουσικής εκπαίδευσης στη γενέτειρά του, Φινλανδία, σε συνδυασμό με την έλλειψη της απαραίτητης αυτοπειθαρχίας και ταμπεραμέντου στάθηκαν ανασχετικοί παράγοντες για την επίτευξη ενός τόσο μεγαλεπήβολου στόχου. Σύμφωνα με μαρτυρία βιογράφου του συνθέτη, στις 9 Ιανουαρίου 1891 ο Sibelius έλαβε μέρος σε ακρόαση, προκειμένου να γίνει δεκτός από τη Φιλαρμονική της Βιέννης. Η οικτρή του αποτυχία στην ακρόαση σήμανε και το άδοξο τέλος της ενασχόλησής του με το βιολί αφήνοντάς του μία αίσθηση πικρίας και ανικανοποίητου. Δέκα χρόνια περίπου μετά, το Σεπτέμβριο του 1902 ο Sibelius ξεκινούσε να συνθέτει το κοντσέρτο για βιολί, που σε ένα βαθμό διαπνέεται από αυτή την αίσθηση αναγκαστικού αποχωρισμού από μία παλιά “μεγάλη αγάπη”.

Η σύνθεση του έργου είχε σε γενικές γραμμές ολοκληρωθεί το φθινόπωρο του επόμενου χρόνου, αν και υπήρχαν ακόμα τότε κάποιες ελλείψεις στην ενορχήστρωση, που συμπληρώθηκαν μέχρι τις αρχές του 1904. Στην αρχή το κοντσέρτο γράφτηκε για τον Γερμανό βιρτουόζο –και για ένα διάστημα εξάρχοντα της ορχήστρας του Ελσίνκι- Willy Burmester (1869 – 1933), ο οποίος και θα έκανε λογικά την πρώτη εκτέλεση στο Βερολίνο. Ωστόσο, ο Sibelius έκανε τα πάντα για να γίνει η πρεμιέρα του κοντσέρτου στο Ελσίνκι και μάλιστα σε μία ημερομηνία, που θα ήταν αδύνατο για τον Burmester να το εκτελέσει. Την τελευταία στιγμή ο Sibelius -κατά κάποιους ωθούμενος από ένα ένστικτο αυτοκαταστροφής- ανέθεσε την εκτέλεση στο φίλο του Victor Nováček, καθηγητή βιολιού στο Ωδείο του Ελσίνκι, ο οποίος ωστόσο δε διέθετε σε καμία περίπτωση τις απαραίτητες δεξιοτεχνικές και εκφραστικές ικανότητες για να ερμηνεύσει το απαιτητικότατο αυτό κοντσέρτο. Η πρεμιέρα, στις 8 Φεβρουαρίου 1904, με το συνθέτη να διευθύνει τη Φιλαρμονική του Ελσίνκι, ήταν, όπως αναμενόταν, μία παταγώδης αποτυχία. Ο Sibelius προέβη κατόπιν σε εκτενή αναθεώρηση του έργου, που ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1905. Ο Burmester συνέχιζε να διεκδικεί την ευκαιρία να το εκτελέσει, προσφέροντας μάλιστα εγγυήσεις στο συνθέτη, ότι θα το έπαιζε με τέτοιο τρόπο, που “όλη η πόλη θα ήταν στα πόδια του”. Όμως και πάλι ο Sibelius τον παρέκαμψε και έτσι ήταν ο Βοημικής καταγωγής διακεκριμένος βιολονίστας Karel Halíř που έκανε την πρώτη εκτέλεση της αναθεωρημένης εκδοχής του κοντσέρτου στις 19 Οκτωβρίου 1905 στο Βερολίνο υπό τη διεύθυνση του Richard Strauss, ενώ τελικός αποδέκτης της αφιέρωσης του κοντσέρτου ήταν ο Ούγγρος βιολονίστας Franz von Vecsey (1893 – 1935), ένα προβεβλημένο παιδί-θαύμα της εποχής, μαθητής του μεγάλου Joseph Joachim.

Η αρχή του πρώτου μέρους με το βιολί να εκθέτει το απόμακρο, ψυχρό αλλά βαθιάς εσωτερικότητας πρώτο θέμα υπό την αιθέρια συνοδεία των εγχόρδων είναι από τις πιο γοητευτικές στιγμές όλου του έργου. Σύντομα η πορεία της μουσικής οδηγεί σε μία καταιγιστική σολιστική καντέντσα, που δίνει τη θέση της σε ένα πληθωρικό ορχηστρικό tutti, μεταβατικό προς το λυρικό και νοσταλγικό δεύτερο θέμα. Ένα θυελλώδες ορχηστρικό τμήμα ξεσπάει με μία απόχρωση εμβατηρίου, που προοδευτικά οδηγεί σε μία ερεβώδη ατμόσφαιρα, μέσα από την οποία αρχίζει η εκτενής, δεξιοτεχνική καντέντσα του βιολιού. Αυτή λειτουργεί ουσιαστικά ως επεξεργασία του θεματικού υλικού, πριν την επανέκθεση, στην οποία ο συνθέτης συνεχίζει να εξερευνά και να αναπτύσσει περαιτέρω το θεματικό υλικό. Ο Αμερικανός μουσικοκριτικός Olin Downes (1886 – 1955) αποτύπωσε εύστοχα την πρυτανεύουσα ατμόσφαιρα του μέρους: “…τραγούδια βάρδων που ακούγονται πάνω από ένα υπόβαθρο από δαυλούς ή παγανιστικές φωτιές μέσα σε ένα άγριο βόρειο φως”.

Το δεύτερο μέρος του κοντσέρτου περιέχει κάποιες από τις γοητευτικότερες και συγκινητικότερες σελίδες του συνθέτη. Το κύριο θέμα, που χρειάζεται 20 μέτρα για να ξεδιπλωθεί ολόκληρο, παραπέμπει στην πρώιμη αγάπη του Sibelius για τον Wagner. Μετά από μία πορεία συναισθηματικής και ηχητικής κλιμάκωσης, το ίδιο θέμα επανέρχεται σε κλαρινέτα και φαγκότα συνοδευόμενο με ποικίλους τρόπους (κλίμακες, σπαστές οκτάβες του βιολιού και με αργά κατιούσες κλίμακες στα φλάουτα, τα δεύτερα βιολιά και τις βιόλες).

Ο χαρακτηρισμός του έγκριτου μουσικολόγου D. F. Tovey (1875 – 1940) για το τρίτο μέρος, “μία Πολωνέζα για πολικές αρκούδες” μοιραία συνοδεύει τις περισσότερες από τις αναλύσεις του κοντσέρτου, παρά την κάπως ειρωνική του διάσταση. Το άγριο πρώτο θέμα προέρχεται από ένα κουαρτέτο εγχόρδων του Sibelius του 1890. Η δεξιοτεχνική γραφή για το βιολί βρίσκεται ομολογουμένως στο αποκορύφωμά της, ενώ παράλληλα επικρατεί σε πολλά σημεία μία ευφάνταστη ρυθμική πολυσημία, που προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Η ανορθόδοξη –από την άποψη της τονικής αλληλουχίας των επιμέρους θεμάτων- φόρμα σονάτας ολοκληρώνεται με μία εντυπωσιακή coda στη φωτεινή Ρε μείζονα. Η τελική ανιούσα πορεία του βιολιού δίνει ένα κάθετο και οριστικό τέλος σε μία από κάθε άποψη συγκλονιστική μουσική και συναισθηματική περιπλάνηση.

ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΜΠΡΑΜΣ (1833 – 1897)
Συμφωνία αρ. 4 σε μι ελάσσονα, έργο 98
Allegro non troppo
Andante moderato
Allegro giocoso
Allegro energico e passionatο

Η εργασία του Μπραμς πάνω στην Τέταρτη Συμφωνία ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1884 στο γραφικό χωριό Mürzuschlag της Στυρίας (νοτιοανατολική Αυστρία). Έχοντας την προαίσθηση, ότι η συμφωνία θα ξένιζε τους ακροατές της, ο συνθέτης σε επιστολές του έκανε ένα λογοπαίγνιο, έμμεσα παρομοιάζοντάς την με τις φράουλες της περιοχής: «Σε αυτά τα μέρη οι φράουλες δεν ωριμάζουν και δε γίνονται γλυκές, ώστε να τις τρώει κανείς απλά σαν φρούτα». Το επόμενο καλοκαίρι η συμφωνία ολοκληρώθηκε και στις 25 Οκτωβρίου ο συνθέτης διηύθυνε την ορχήστρα του Μάινινγκεν (που είχε θέσει στη διάθεσή του ο μαέστρος της Χανς φον Μπύλοβ) στην πρεμιέρα της Τέταρτης, η οποία έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Το ίδιο συνέβη και σε επόμενες εκτελέσεις της σε πόλεις της Γερμανίας κατά τις επόμενες εβδομάδες.

Η Τέταρτη Συμφωνία αποτελεί το απαύγασμα της ωριμότητας του Μπραμς ως συμφωνικού συνθέτη. Εγκεφαλικότητα και συναισθηματικότητα συμπορεύονται αρμονικά και η αριστοτεχνική μορφολογική ακρίβεια αποτελεί προαπαιτούμενο όρο έκφρασης και βίωσης ενός βαθύτατου μουσικού περιεχομένου. Η έναρξη του μεγαλειώδους -αλλά και εν πολλοίς αγωνιώδους- πρώτου μέρους πραγματοποιείται με αφοπλιστική αμεσότητα· χωρίς κάποιας μορφής εισαγωγή ο συνθέτης παρουσιάζει άμεσα τις προθέσεις του. Οι μελωδικές ιδέες που παρατίθενται και γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας στην πορεία, αν και φαινομενικά διαφορετικές μεταξύ τους, πηγάζουν από μία ενιαία εσωτερική λογική.

Παρόλο που τυπικά το δεύτερο μέρος είναι γραμμένο σε μι μείζονα, στην πράξη ο Μπραμς χρησιμοποιεί τον Φρύγιο τρόπο (μία οκτάβα φυσικών νοτών ξεκινώντας από το μι) κάνοντας έτσι μία στροφή σε μία αρμονική γλώσσα του παρελθόντος. Το μελαγχολικό αυτό μέρος χαρακτηρίστηκε από φίλη του συνθέτη ως «ένας περίπατος σε μία ιδανική τοποθεσία κατά το ηλιοβασίλεμα, καθώς οι ήχοι γίνονται ολοένα και πιο ζεστοί και σφραγίζονται με μία πορφυρή λάμψη». Το τρίτο μέρος περιγράφεται συχνά ως σκέρτσο, αν και στην ουσία είναι ένα χαρούμενο εμβατήριο, που για λίγο διαλύει την βαριά και βαθυστόχαστη διάθεση που έχει διαμορφωθεί.

Η μέγιστη καινοτομία της Τέταρτης Συμφωνίας βρίσκεται αναμφίβολα στο φινάλε. Ο συνθέτης αξιοποιεί την παλιά φόρμα της πασακάλιας, κατά την οποία ένα σύντομο μελωδικό σχήμα επαναλαμβάνεται διαρκώς, ενώ πάνω σε αυτό θεμελιώνεται μία σειρά παραλλαγών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το θέμα προέρχεται από το τελευταίο χορωδιακό της Καντάτας αρ. 150 του Μπαχ: Nach dir, Herr, verlanget mich (Εσένα ποθώ, Κύριε). Ο Μπραμς δεν διστάζει να δώσει ζωή σε μία θεωρούμενη «νεκρή» φόρμα αξιοποιώντας τις γνώσεις του στον χώρο της αντίστιξης και των παραλλαγών. Το θέμα παρουσιάζεται άμεσα με οκτώ ηχηρές συγχορδίες. Οι πρώτες εννέα παραλλαγές αυξάνουν σταδιακά την ένταση, ακολουθούν τέσσερις παραλλαγές σε μείζονα τονικότητα και πιο αργό tempo, που λειτουργούν ως ένα ηρεμότερο ιντερμέτζο, ενώ οι επόμενες οδηγούν ουσιαστικά προς τη μεγαλειώδη και λαμπερή coda, που κλείνει το έργο. Από ενορχηστρωτικής άποψης το φινάλε της Τέταρτης θεωρείται ως το κορυφαίο επίτευγμα του Μπραμς· ίσως γι’ αυτό δεν επεδίωξε να γράψει κάποια άλλη συμφωνία ως τον θάνατό του.