Ο Τάσος Παπαδόπουλος επιχειρεί μια καταβύθιση στον συναρπαστικό κόσμο του Λευκάδιου Χερν.

Τον Ιούνιο του 1850 θα γεννηθεί στη Λευκάδα ο καρπός του έρωτα της Ρόζας Κασιμάτη από τα Κύθηρα και του Ιρλανδού χειρούργου του βρετανικού στρατού Τσαρλς Μπους Χερν. Το νησί του Ιονίου όπου γεννήθηκε θα του δώσει και το όνομα του, Λευκάδιος.

Αφού γνωρίσει την απόρριψη από τους γονείς του ήδη από τα παιδικά του χρόνια, θα ξεκινήσει από την εφηβική του ηλικία το μεγάλο της ζωής του ταξείδιον. Λευκάδα, Δουβλίνο, Βόρεια Ουαλία, Νορμανδία, Ντάραμ, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Σινσινάτι, Νέα Ορλεάνη, Γαλλικές Αντίλλες, Μαρτινίκα, Ματσούε, Κουμαμότο, Τόκιο.

Μονόφθαλμος από τα δεκαέξι και σχεδόν ημίτυφλος από το μοναδικό του μάτι, θα κοιμηθεί σε στάβλους και αποθήκες, γνωρίζοντας μεγάλες κακουχίες, μέχρι να βρει τη δημιουργική του κλίση στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Θα αποκτήσει φήμη περιγράφοντας με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο στις εφημερίδες που εργαζόταν στυγερά εγκλήματα, θα διερευνήσει ως πρώιμος αστικός λαογράφος την αργκώ και την κουζίνα των κρεολών της Νέας Ορλεάνης, θα χάσει τη δουλειά του επειδή θα παντρευτεί μια μαύρη γυναίκα την εποχή που οι μεικτοί γάμοι ήταν ακόμη απαγορευμένοι και θα αποκτήσει το ψευδώνυμο το «κοράκι» από τους φίλους του λόγω των σκοτεινών αναζητήσεων του.

Ένα περιπλανώμενο φάντασμα ήταν ο Λευκάδιος, ένας άπατρις που βρήκε ίσως το απάγκιο του στη μακρινή Ιαπωνία. Εκεί παντρεύτηκε την κόρη ενός Σαμουράι, τη Σέτσου, και πήρε το όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι, με το οποίο και θα γίνει γνωστός στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου. Εκεί συνομίλησε με τα ερεβώδη φαντάσματα της Άπω Ανατολής, μεταφέροντας στα βιβλία του ιστορίες και θρύλους που ακόμη και σήμερα κόβουν την ανάσα. Εκεί πέθανε και τάφηκε σε ηλικία 54 ετών.