Φάκελος Aπόδρασης

Το 1941 ο Αμερικανός δημοσιογράφος Βάριαν Φράι φτάνει στη Μασσαλία για μια φαινομενικά ακατόρθωτη αποστολή: να φυγαδεύσει, με ελάχιστα μέσα, Εβραίους καλλιτέχνες και συγγραφείς, την ώρα που οι στρατιές του Χίτλερ κατακτούν την Ευρώπη. Ανάμεσά τους ο Αντρέ Μπρετόν, ο Μαρκ Σαγκάλ, η Χάνα Άρεντ, ο Μαξ Έρνστ, ο Χάινριχ Μαν. Ο Φράι επί ένα χρόνο, με κίνδυνο της ζωής του, τους εξασφαλίζει πλαστά έγγραφα και δημιουργεί ένα κρυφό δίκτυο διάσωσης, παρακάμπτοντας τα εμπόδια των γαλλικών Αρχών αλλά και του προξενείου της χώρας του. Συγχρόνως, είναι μπλεγμένος και με τις προσωπικές του ιστορίες: μια κρυφή ερωτική σχέση τον οδηγεί σε μεγάλα διλήμματα.

Απόσπασμα από την εισαγωγή της μεταφράστριας

Στις αρχές του 1941 οι άνεμοι του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου λυσσομανούσαν πάνω από την Ευρώπη, εξαπλώνονταν ύπουλα σε όλη την υφήλιο και σάρωναν στο διάβα τους την κανονικότητα ενός κόσμου που σιγά σιγά έπαυε να υπάρχει, καταφέρνοντας ολέθριο πλήγμα στην ήδη εύθραυστη παγκόσμια ειρήνη.

Οι άνεμοι αυτοί όμως ακόμη δεν είχαν περάσει τον Ατλαντικό· μόνο τον απόηχό τους αφουγκράζονταν κάποιοι, πολύ λίγοι, στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έβλεπαν τον πόλεμο σαν κάτι μακρινό, κάτι που θα τελείωνε γρήγορα και δεν τους αφορούσε πραγματικά. Ένας χαρισματικός άνθρωπος ωστόσο, ο δημοσιογράφος Βάριαν Φράι (Varian Fry), θέλησε να αφυπνίσει τους συμπατριώτες του με κάθε τρόπο ώστε να κατανοήσουν την αναγκαιότητα της διάσωσης του πολιτισμικού και επιστημονικού κεφαλαίου της Ευρώπης. Μεγαλωμένος στο Ρίτζγουντ του Νιου Τζέρσεϊ, γιος διευθυντή χρηματιστηριακής εταιρείας, απόφοιτος του Χάρβαρντ, ο Φράι επισκέφθηκε τη Γερμανία το 1935 ως ανταποκριτής του περιοδικού The Living Age. Στο Βερολίνο έγινε μάρτυρας πολλών βίαιων επιθέσεων κατά των Εβραίων, κι όταν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη έγραψε ένα φλογερό άρθρο στους New York Times κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τον επικείμενο όλεθρο που έσερνε πίσω του το αλαζονικό άρμα του Χίτλερ. Ήδη από το 1933 χιλιάδες Γερμανοί διανοούμενοι, αριστεροί και Εβραίοι είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν τη Γερμανία. Ένα μεγάλο ποσοστό είχε βρει άσυλο στη γειτονική Γαλλία, κι έτσι, όταν η Γερμανία κατέλαβε τη Γαλλία το 1940, το καθεστώς του Βισί είχε εντολές να φυλακίζει τους Γερμανοεβραίους στα μεταβατικά στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γκουρ και του Ντρανσί. Προκειμένου να γλυτώσουν για δεύτερη φορά, κύματα προσφύγων ξεχύθηκαν προς τον νότο βρίσκοντας καταφύγιο κυρίως στη Μασσαλία. Το σημαντικό αυτό λιμάνι της Μεσογείου είχε στο μεταξύ μετατραπεί στην τελευταία στάση όλων όσων πάσχιζαν να εγκαταλείψουν με κάθε τρόπο την Ευρώπη του Άξονα, να εκδώσουν ταξιδιωτικά έγγραφα (βίζες εξόδου από τη Γαλλία, βίζες εισόδου στη χώρα προορισμού και άδειες διέλευσης από τις ενδιάμεσες χώρες) και να αγοράσουν εισιτήρια (πλοίου ή/και τρένου), που ήταν εξαιρετικά δυσεύρετα.

Ένας από τους χιλιάδες που απέδρασαν από τη Γερμανία το 1933 ήταν ο Αυστριακός ψυχαναλυτής Καρλ Φρανκ, ο οποίος άλλαξε το όνομά του σε Πολ Χέιγκεν (Paul Hagen). Μετά την εισβολή του Χίτλερ στη Γερμανία το 1940, συνειδητοποίησε ότι ήταν αδήριτη ανάγκη να ενημερωθεί η παγκόσμια κοινή γνώμη για τον Χίτλερ και να σωθούν αμέτρητοι καλλιτέχνες και συγγραφείς που ζούσαν στη Γαλλία και περιλαμβάνονταν στη λίστα εχθρών του Τρίτου Ράιχ. Έτσι ίδρυσε με τη συνδρομή και άλλων ατόμων την Επιτροπή Επείγουσας Διάσωσης (Emergency Rescue Committee) στη Νέα Υόρκη προκειμένου να φυγαδεύσει όλους αυτούς τους πρόσφυγες, κυρίως Γερμανούς και Γάλλους. Έπρεπε ωστόσο να υπάρχει κάποιος που θα επέβλεπε το έργο της Οργάνωσης στη Γαλλία, και στο πρόσωπο του Βάριαν Φράι βρήκε τον ιδανικό υποψήφιο.

Ο Φράι και όλοι όσοι αποτελούσαν τον οργανωτικό κορμό της ΕΕΔ συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο διαμέρισμα της Ίνγκριντ Γουόρμπεργκ, γόνου εβραϊκής οικογένειας τραπεζιτών. Η επιλογή των ονομάτων που θα έμπαιναν στη λίστα διάσωσης αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολη, οι συγκρούσεις δεν έλειψαν, αλλά τελικά, όπως σχολιάζει ο φίλος και βιογράφος του Βάριαν Φράι, ο Άντι Μαρίνο, «σ’ εκείνο το μικρό διαμέρισμα αποφασίστηκε η τύχη εκατοντάδων εξαιρετικών και χαρισματικών ανθρώπων και η πορεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού άλλαξε για πάντα».

Τζούλι Όριντζερ

H Τζούλι Όριντζερ γεννήθηκε στο Μαϊάμι το 1973. Είναι η συγγραφέας δύο βραβευμένων βιβλίων: του μυθιστορήματος Invisible Bridge και της συλλογής μικρών ιστοριών How to Breathe Underwater, και τα δύο στη λίστα των Aξιόλογων Βιβλίων των New York Times. Είναι η νικήτρια του βραβείου Plimpton του Paris Review και έχει λάβει υποτροφίες από το Ίδρυμα Γκουγκενχάιμ, το Εθνικό Ταμείο για τις Τέχνες, το Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών Ράντκλιφ στο Χάρβαρντ, τη MacDowell Colony, και το Κέντρο Dorothy & Lewis B. Colman για Μελετητές και συγγραφείς της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης. Ζει στο Μπρούκλιν.

Εξώφυλλο: Στάθης Βατανίδης, Το Ταξίδι