Ἡ σκηνή, Με το Πρόσωπο στον Τοίχο, Μίλτος Σαχτούρης

Ἀπάνω στο τραπέζι εἴχανε στήσει
ἕνα κεφάλι ἀπό πηλό
τούς τοίχους τούς εἶχαν στολίσει
με λουλούδια
ἀπάνω στο κρεβάτι εἴχανε κόψει ἀπό χαρτί
δυό σώματα ἐρωτικά
στο πάτωμα τριγύριζαν φίδια
και πεταλοῦδες
ἕνας μεγάλος σκύλος φύλαγε
στη γωνιά
Σπάγγοι διασχίζαν το δωμάτιο ἀπ᾿ ὅλες
τις πλευρές
δε θά ῾ταν φρόνιμο κανείς
να τους τραβήξει
ἕνας ἀπό τους σπάγγους ἔσπρωχνε τα σώματα
στον ἔρωτα
Ἡ δυστυχία ἀπ᾿ ἔξω
ἔγδερνε τις πόρτες

Πληθυντικός Αριθμός, Το λίγο του κόσμου, Κική Δημουλά

Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολύ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικός ἀριθμός
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.
Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
στήν ἀρχή ἑνικός ἀριθμός
καί μετά πληθυντικός:
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιά ὅλα ἀπό δῶ καί πέρα.
Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καί ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.
Ἡ νύχτα,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
γένους θηλυκοῦ,
ἑνικός ἀριθμός.
Πληθυντικός ἀριθμός
οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπό δῶ καί πέρα.

Σάρκινος λόγος, Ι., Τα ερωτικά, Γιάννης Ρίτσος

Τί ὄμορφη που εἶσαι. Με τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη για ὅλους, ὁρατή μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τα μαλλιά ὡς τα νύχια τῶν ποδιῶν με σκοτεινο διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τους ἀσημένιους στεναγμούς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιές ἐκρήξεις ἀπ᾿ τη πράξη τοῦ ἔρωτα.
Το πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τη νυχτωμένη πόλη με τα ἠμίφωτα μπάρ,
τα ναυτικά οἰνομαγειρεῖα.
Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε το διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
Μια γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.
Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σε μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ την ἀναπνοή τοῦ σώματός σου.
Μη φεύγεις. Μη φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ το ἀέτωμα στα ξερά χόρτα.
Μια γυμνή γυναῖκα ἀνεβαίνει τη ξύλινη σκάλα κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό.
Ὁ ἀτμός τῆς κρύβει το πρόσωπο.
Ψηλά στον ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικό ἑλικόπτερο βομβίζει σε ἀόριστα σημεῖα.
Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου.
Το τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας που μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.
Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.
Κάτω ἀπό τη κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
πέρα ἀπ᾿ το χρόνο κι ἀπ᾿ το θάνατο πέρα, σε μια μοναχική παγκόσμιαν ἕνωση.
Τί ὄμορφη που εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σοῦ δέομαι: Κρύψου.

Όταν κατεβαίνεις μετά τον έρωτα, Οι Μνηστήρες, Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ

Όταν κατεβαίνεις μετά τον έρωτα
ζυγιάζεσαι, ώρες σε κοιτώ
να περνάς μια-μια τις σφαίρες
του ορατού
και ξέροντας την Κόλαση
να ξαναγυρίζεις στη γη.
Τα μπλε και τα αεράκια
μισοπεθαίνον στα δάχτυλά σου
τ’ ακουμπάς στο πραγματικό
εκεί που ήσουνα για μια στιγμή
το κέντρο.
Έχεις τον πειρασμό ακόμα
στη στάση της κεφαλής
να μη θελχθείς
να μη δοκιμάσεις κανέναν
συγκεκριμένο θάνατο
αλλά αιώνια να περιμένεις
να γίνει η άρνηση καλό
και το καλό η παύση.
Σε κατεβάζουν τα σκοινιά
σιγά-σιγά από ψηλά
είσαι το όνειρο
και μόνο εσύ ξέρεις
πόσο πονάει η αγάπη
η αγάπη της ύλης
μόνο εγώ ξέρω
πως κάποτε ήσαν ένα
και τα δυο, φως και χώμα
μες στο νερό το μέσα.
Κάθε φορά μπορεί να είναι η τελευταία
ίσως να μείνεις πίσω πια
με τις λίγες ψυχές
που καρτερούν το άδειο
να τους δοθεί, να τις δεχθεί
να γίνει το σπέρμα νόημα
στον κυκλικό αέρα.

Πολύ πριν σε συναντήσω, Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας, Τάσος Λειβαδίτης,

Πολύ πριν σε συναντήσω, εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα,
έσκυβε και με ρωτούσε, «Τι έχεις αγόρι;»
Εγώ δεν μίλαγα, μονάχα έβλεπα πίσω απ’ τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από ‘σένα.
Κι όταν έπαιρνα το παιδικό κοντύλι,
ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια,
όταν κοίταγα στο τζάμι τη βροχή,
ήταν που αργούσες ακόμα,
κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου και άνοιγα,
δεν ήταν κανείς, κάπου όμως μες στον κόσμο
ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά
-Θυμάσαι;-
Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά
σαν να με γνώριζες χρόνια.
Μα και βέβαια με γνώριζες.
Γιατί πολύ πριν μπεις μες στη ζωή μου
είχες ζήσει μες στα όνειρά μου Αγαπημένη μου!
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή!

Και φόνοι έξοχοι, Σημεία Στίξεως, Μαρία Λαϊνά

Και βιασμοί και έρωτες και θάνατοι
και φόνοι έξοχοι·
λείπει απλώς το βυσσινί τοπίο
και τ’ άσπρο γέλιο μου.
Καταφεύγω λοιπόν σε μικρούς λόγους
κι ασήμαντα αποτελέσματα
Όμως στην άκρη του γκρεμού
με τον ένα τους τοίχο ανοιχτό στο απέναντι
κοιμούνται μες στην απελπιστική κραυγή του ήλιου
τα άγρια όνειρά μου.
Καταφεύγω λοιπόν σε μικρές αισθήσεις
ωστόσο μέσα μου υπάρχουν όλα
και βιασμοί και έρωτες και θάνατοι
και φόνοι έξοχοι.
Τα βράδια ήσυχα το πρόσωπό τους ανάβει.

Δωδέκατο, Δεν είναι η εποχή των κερασιών, γιώργος δομιανός

1. την μοναξιά δεν μπορείς να την γεμίσεις με ανθρώπους, γιατί η μοναξιά δεν είναι κενό, είναι εξόγκωμα.
2. για κάθε εξόγκωμα μοναξιάς υπάρχει μια κοιλότητα λαγνείας
3. η ταχύτητα που ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου μπροστά στην θάλασσα καθορίζει αν τα χέρια της θα σε πνίξουν ή θα σε σώσουν
4. η ποίηση είναι μια θάλασσα που βουλιάζεις προς τα πάνω
5. η θεοποίηση είναι ένα περιτύλιγμα που πουλάνε δωδεκάχρονα πακιστανάκια στην κάνιγγος. αν δεν θυμάσαι πως είναι η κάνιγγος μην τολμήσεις να πατήσεις
6. όταν κοιμόμαστε τις νύχτες, στις ντουλάπες μας κάνουν πάρτι οι αντιφάσεις της επόμενης μέρας
7. από την άλλη, στο μαξιλάρι μας, κάνει πάρτι η ασάφεια του αληθινού μας εαυτού
8. όταν πεθαίνουμε το σύνολο των ερωτικών σκέψεων που έχει παράξει ο εγκέφαλός μας, μεταφρασμένο σε μηχανική ενέργεια μπορεί να κινήσει την αλυσίδα ενός ποδηλάτου για μερικά δευτερόλεπτα.
9. η απόσταση που θα διανύσει το ποδήλατο είναι η απόσταση μεταξύ του «έζησα» και του «έζησα παράφορα»
10. τα τηλεσκόπια είναι το πιο έξυπνο κόλπο των αστεριών για να κοιτάν το μέσα μας
11. το πιο πολύτιμο μέσα μας, κρύβεται στο εξόγκωμα της μοναξιάς μας
12. στο χαρίζω


Κεντρική φωτογραφία θέματος: Ophelia, John Everett Millais, 1852, Tate Gallery collection