Η Feelgood Entertainment παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τη Πέμπτη 7 Μαΐου 2015 την ταινία ΕΡΩΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΠΟΥΝΙΑ (Love at First Fight) σε σκηνοθεσία του Thomas Cailley.

Το εξαιρετικό σκηνοθετικό ντεμπούτο του Thomas Cailley είναι μια ανατρεπτική ρομαντική κομεντί που αντιστρέφει τους ρόλους ανάμεσα στα δύο φύλα. «Μια υπέροχη πρώτη ταινία, ένα αυθεντικό όραμα ενηλικίωσης που αιχμαλωτίζει τον παλμό μιας γενιάς…», όπως δήλωσε το τμήμα Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών του Φεστιβάλ των Καννών που της απένειμε και τα τρία βραβεία του για πρώτη φορά στο ιστορικό του θεσμού. Οι νεαροί ανερχόμενοι πρωταγωνιστές  Kevin Azais (Playing Dead) και Adele Haenel (Water Lilies) ενσαρκώνουν ιδανικά τους δύο απολαυστικούς χαρακτήρες σε αυτή την αισιόδοξη και χιουμοριστική ιστορία αγάπης και ενηλικίωσης.

Σύνοψη:

Περιτριγυρισμένος από την οικογένεια και τους φίλους του, ο Arnaud έχει μπροστά του ένα ήσυχο καλοκαίρι. Μέχρι που θα συναντήσει τη Madeleine, μια όμορφη και σκληροτράχηλη κοπέλα, με καλογυμνασμένο σώμα και ένα σωρό προφητείες για το τέλος του κόσμου. Εκείνος δεν έχει μεγάλες προσδοκίες, εκείνη προετοιμάζεται για το χειρότερο. Εκείνος δέχεται τα πράγματα όπως έχουν, εκείνη τσακώνεται, τρέχει, κολυμπάει και σπρώχνει τον εαυτό της στα άκρα. Αν και δεν του έχει ζητήσει τίποτα, μέχρι πού είναι διατεθειμένος να φτάσει για αυτήν; Είναι μια ιστορία αγάπης, ή επιβίωσης, ή και τα δύο. 

Βραβεία:

Βραβείο Κριτικής Επιτροπής, Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ελλάδας, 2015

Βραβείο FIPRESCI, Cannes Film Festival, 2014

Βραβείο SACD,  Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών, Cannes Film Festival, 2014

Βραβείο Art Cinema, Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών, Cannes Film Festival, 2014

Βραβείο  Europa Cinemas Label,  Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών, Cannes Film Festival, 2014

Συνέντευξη με τον Thomas Cailley

Το πιο εντυπωσιακό πράγμα στην ταινία είναι η αλληλεπίδραση ανάμεσα στο σκηνικό και τους χαρακτήρες. Η φύση μοιάζει να είναι η μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης σας.

Μεγάλωσα στην Aquitaine της Γαλλίας και ήθελα για πολύ καιρό να κινηματογραφήσω στην περιοχή Landes με τα τεράστια δάση και τις λίμνες. Δεν μπορείς να δεις τον ορίζοντα γιατί υπάρχει πάντα κάτι που σπάει το τοπίο, όπως ένας λόφος, μία δεντροστοιχία ή ένα σύνολο από σπίτια. Αυτή η, κατά τα άλλα φιλήσυχη, επαρχία βάλλεται συχνά από φυσικές καταστροφές, όπως χειμερινές καταιγίδες και θερινές πυρκαγιές. Αυτό είναι το σημείο εκκίνησης, η ιδέα της ήρεμης επαρχίας δίπλα σε μία ήσυχη λίμνη, που στην πορεία πλήγεται από έναν τυφώνα. Αυτή η σύγκρουση των δύο διαφορετικών στοιχείων έδωσε το έναυσμα για τον Arnaud και τη Madeleine. Από εκείνο το σημείο φαντάστηκα ένα ταξίδι αυτών των δύο εκ διαμέτρου αντίθετων χαρακτήρων που θα έρθουν κοντά και θα καταρρίψουν τα όρια τους.

Ο χαρακτήρας της Madeleine μοιάζει να έχει γραφτεί ειδικά για την Adele Haenel.

Ήθελα έναν δυνατό χαρακτήρα που θα μετέδιδε ενέργεια στην ιστορία. Μου αρέσει η αίσθηση των υπερβατικών ταινιών. Τη στιγμή που η Madeleine εμφανίζεται στην σκηνή, ξέρεις ότι κάτι σημαντικό θα συμβεί. Είναι η κινητήριος δύναμη πίσω από την ιστορία, καθώς αναστατώνει τον κόσμο του Arnaud και προκαλεί τις καταστάσεις.

Η Adele Haenel ήταν η πρώτη ηθοποιός που ο Stephane Batut, ο υπεύθυνος του casting, κι εγώ είχαμε στο μυαλό μας για τον ρόλο. Δύο λεπτά μετά τη συνάντηση μαζί της είχαμε πειστεί ότι ήταν η ιδανική. Μας είπε για την περίοδο που προπονήθηκε για έναν μαραθώνιο στο Βερολίνο μέσα στην καρδιά του χειμώνα και για το πώς ήταν ολομόναχη και εντελώς απροετοίμαστη. Μου αρέσει η ιδέα ότι μέσα από τα δικά μας όρια μπορούμε να γευτούμε την ελευθερία. Η Adele έχει αυτήν την ένταση, κάτι ξεχωριστό που δεν προσδιορίζεται εύκολα. Είναι επίσης πολύ αστεία και μία εξαιρετική αθλήτρια.

Το σθένος του χαρακτήρα προκύπτει από το γεγονός ότι δεν αφήνει κανένα κενό ανάμεσα στην απόφαση και τη δράση. Η Madeleine υπάρχει σε έναν κόσμο αγνής ενέργειας. Αυτό εξηγεί την εκκεντρικότητα της και καμία φορά την ακατάλληλη, αμήχανη ή ακόμα και βίαιη συμπεριφορά της. Δεν κάνει παύση για χάρη της εσωτερικής αναζήτησης. Αν δεν της αρέσει κάτι, ξεσπάει.

Και ο Arnaud;

Τα χαρακτηριστικά του δεν είναι τόσο προφανή, ειδικά στην αρχή της ταινίας που είναι ακόμα συγκρατημένος και ασαφής. Αυτό που μου αρέσει σε αυτόν είναι ο τρόπος που παίρνει τα πράγματα όπως είναι. Είναι ανοιχτός στις εξελίξεις.

Ενώ η Madeleine είναι έντονη, ο Arnaud είναι πιο υπομονετικός, παρακολουθεί και ακούει, παρατηρεί αυτό το κορίτσι και σταδιακά καταλαβαίνει ποια είναι, ποιοι είναι οι στόχοι και οι φόβοι της. Στην περίπτωση του, παίρνεις αυτό που βλέπεις. Δεν κρίνει τους άλλους. Αλλά καθώς την παρατηρεί, παρασύρεται και αναλαμβάνει την ευθύνη της με έναν τρόπο – έτσι ισχυροποιείται ο ίδιος και δραπετεύει από την αδράνεια.

Η δύναμη που εκπέμπει το βλέμμα του Kevin Azais μου έκανε τρομερή εντύπωση. Η παρουσία και το κοίταγμα του έχουν μία ξεκάθαρη δύναμη που η κάμερα πιάνει με τη μία. Είναι γνήσιος, αυθόρμητα γενναιόδωρος και βαθύς.

Από το σενάριο, αποφασίσαμε ότι ο χαρακτήρας του Arnaud έχει τη δική του ταινία. Με άλλα λόγια, αυτό που βλέπουμε στην αρχή της ταινίας μας υπόσχεται ότι θα εξελιχθεί, ότι θα γίνει πιο συγκεκριμένος και άρα ένας πραγματικός κινηματογραφικός ήρωας.

Οι χαρακτήρες σας εξελίσσονται κατά τη διάρκεια της ταινίας. Νιώθουμε ότι τους παρακολουθούμε να μεγαλώνουν.

Ναι, γιατί είναι χαρακτήρες που αναλαμβάνουν δράση. Όταν γράφαμε το σενάριο με τον  Claude Le Pape, θέλαμε να αποφύγουμε κάθε υπαινιγμό ότι οι χαρακτήρες είναι άρρωστοι και ότι η ταινία θα προσπαθούσε να τους γιατρέψει. Η πλοκή δεν είναι ψυχολογική. Για τον Arnaud και τη Madeleine, το παν είναι η διαρκής δράση, πρόοδος και η εξυπνάδα. Βρίσκονται σε διαρκή κίνηση. Εξ ου και ο γαλλικός τίτλος, Les Combattants, που σημαίνει  μαχητές. Για παράδειγμα, στην αρχή της ταινίας, το πένθος του Arnaud δεν τον ωθεί στην αποστασιοποίηση ή στην παθητικότητα. Αντιθέτως, σηκώνεται όρθιος και προσπαθεί να βρει μία λύση. Το ίδιο ισχύει με τη Madeleine. Δεν μπορεί να σταθεί ακίνητη. Τρώγεται και θέλει να κινείται διαρκώς. Υποβάλλει τον εαυτό της σε εντατική προπόνηση για να εκτονώσει την υπερένταση της. Όταν αισθάνεται χαμένη, απλώς ρωτάει τον Arnaud «τι θα κάνουμε τώρα;» . Αυτός της απαντάει «Προσαρμοζόμαστε. Επιβιώνουμε». Έτσι λειτουργούν. Εκεί στηρίζεται η σχέση τους. Είναι αυτή η ικανότητα για δράση, ανασυγκρότηση και επινόηση καινούριων κόσμων.

Κάθε εμπειρία που αποκτούν είναι η βάση για να ωριμάσουν. Οι διαφωνίες, ο στρατός, μια αλεπού που θα φάνε. Αυτές οι ενέργειες είναι το δικό τους παιχνίδι που ενδυναμώνει τη σχέση και τους κάνει μοναδικούς.

Όμως σε κάποιο σημείο σταματάνε να ενεργοποιούνται.

Νομίζω ότι τότε οι χαρακτήρες έχουν φτάσει στο τέλος της περιπέτειας τους και η εμπειρία επιβίωσης δεν θα είχε ολοκληρωθεί αν δεν χρειαζόταν να αντιμετωπίσουν το κενό. Προσπάθησα να δομήσω την ιστορία σαν ένα ταξίδι, ξεκινώντας με το παραθαλάσσιο θέρετρο και προχωρώντας σε αυτή την παράξενη στρατιωτική μονάδα και τέλος επιστρέφοντας στη φύση. Το ταξίδι των χαρακτήρων αφαιρεί σαν φλούδες τα επίπεδα για να μείνουν γυμνοί και εκτεθειμένοι. Για να παραδοθούν ο ένας στον άλλο, πρέπει να περάσουν από αυτό το κενό.

Η ταινία μοιάζει να γυρίστηκε με χρονολογική σειρά.

Αυτός ήταν ένας από τους βασικούς στόχους μας με τον Pierre Guyard, τον παραγωγό. Ήταν τελικά η καλύτερη λύση, γιατί στις επτά εβδομάδες των γυρισμάτων πολλά πράγματα άλλαξαν σε ανθρώπινο επίπεδο. Αυτό οξύνθηκε από το γεγονός ότι κάναμε γυρίσματα σε απομονωμένες περιοχές που δημιουργούσαν την αίσθηση μιας νησίδας. Μπόρεσα να το αξιοποιήσω αυτό σε σχέση με τους ηθοποιούς και τους χαρακτήρες. Ήθελα να πετύχω τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στα δύο κι έτσι να μη χρειάζεται να υποδύονται τίποτα.

Στην αρχή της ταινίας, η απόσταση ανάμεσα στον Arnaud και τη Madeleine είναι σαν μία άβυσσος. Εξελίσσονται παράλληλα, σιγά σιγά, οπότε η πορεία της ταινίας θα ήταν παρεμποδισμένη αν γυρίζαμε τα διαφορετικά στάδια με τη λάθος σειρά. Με ενδιέφερε πολύ να δω πώς θα «μόλυναν» ο ένας τον άλλον, πώς η επίμονη επιθυμία του ενός για τον άλλον θα τους άλλαζε. Αυτή η μόλυνση είναι που τους εξελίσσει. Στο τέλος της ταινίας, η Madeleine δεν έχει λιγότερες εμμονές, αλλά τώρα μπορεί να βασίζεται σε κάποιον σύμμαχο, πράγμα που δεν μπορούσε να κάνει προηγουμένως. Ο Arnaud της επέτρεψε να ανοιχτεί. Αντίστοιχα, όταν ο Arnaud λέει στον αδελφό του για τα δάση που αναφλέγονται αυθόρμητα, ο Manu πιστεύει ότι έχει ξεφύγει τελείως. Στην πραγματικότητα, έχει μόλις αρχίσει να σκέφτεται σαν τη Madeleine. Έχει μολυνθεί.

Αυτή η ταινία αντιμετωπίζει τη μυθοπλασία και τη φαντασία ως αναγκαιότητες στη ζωή.

Από την αρχή της συγγραφής του σεναρίου, ήθελα να χτίσω την ιστορία των ηρώων ως ένα ταξίδι από την πραγματικότητα στη φαντασία. Η ταινία ξεκινάει με την οπτική του Arnaud, δείχνοντας το περιβάλλον του, την οικογένεια, τους φίλους, της δουλειά του και ό,τι απαρτίζει την καθημερινότητα του. Η Madeleine εμφανίζεται από το πουθενά σαν αστέρι που προσκρούει στη Γη εκεί κοντά.

Εκείνη φέρνει τη μυθοπλασία στην ιστορία. Επιταχύνει τον χρόνο και κινητοποιεί τον κόσμο. Η προοπτική μας αλλάζει γρήγορα από τον κόσμο του Arnaud στον δικό της, τον κόσμο που ονειρεύεται (τον στρατό) και που τελικά την απογοητεύει καθώς απορρίπτει τις αξίες που τον διέπουν. Εν ολίγοις, τίποτα δεν συμβαίνει όπως το είχε σχεδιάσει. Γιατί ο Arnaud και η Madeleine δεν ταιριάζουν στους κόσμους τους, η μόνη τους επιλογή είναι να δημιουργήσουν έναν καινούριο κόσμο μαζί.

Αφήνουν τα πάντα πίσω και δημιουργούν τη δική του μυθοπλασία: ένα μωσαϊκό, ένα εύθραυστο τρόπο ζωής που είναι ουτοπικός και εύθραυστος μαζί, αλλά είναι δικός τους. Είναι το τέλος του μέχρι τότε γνωστού κόσμου και πρόκειται για μία πιθανή αναγέννηση την ίδια στιγμή.

Ο τρόπος που απεικονίζετε τον στρατό είναι πραγματικά μοναδικός, με χιούμορ απαλλαγμένο από στερεότυπα και καρικατούρες.

Ο στρατός δεν είναι το θέμα της ταινίας. Είναι πιο πολύ το φόντο. Μου φάνηκε ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο στρατός υπόσχεται περιπέτεια, δράση και την ευκαιρία να ξεπεράσει κάποιος τα όρια του- αυτό προσελκύει νεοσύλλεκτους και αποκαλύπτει την υποβόσκουσα υπαρξιακή τους κρίση. Ο ίδιος πήρα μέρος σε στρατιωτική εκπαίδευση όταν έγραφα το σενάριο κι έτσι εμπνεύστηκα απευθείας τις περισσότερες σκηνές και τους χαρακτήρες. Το πιο ενδιαφέρον και αστείο μαζί ήταν η ασυμφωνία μεταξύ των προσδοκιών και των πολεμικών φαντασιώσεων των νέων και της πραγματικότητας του στρατού.

Ο υπολοχαγός Schliefer, για παράδειγμα, είναι ένας χαρακτήρας με τον οποίο συμπάσχω. Επενδύει πολύ χρόνο στις στρατολογήσεις και πραγματικά πιστεύει στην αποστολή του, αλλά οι ριζοσπαστικές ιδέες και ο ατομικισμός των νέων που πρέπει να εκπαιδεύσει του προκαλούν απέχθεια. Ο Schliefer τρέφει μονίμως αυταπάτες. Η ιστορία του είναι πραγματικά τραγική.

Υπάρχει πολύ χιούμορ στην ταινία. Η κωμωδία συνεχώς μικραίνει την απόσταση ανάμεσα στο κοινό και τους χαρακτήρες, παρ’ όλη την παράνοια μερικών καταστάσεων και διαλόγων.

Η κωμωδία συχνά υποδηλώνει ότι το κοινό θα αποστασιοποιηθεί από αυτό που προκαλεί το γέλιο. Δεν μου αρέσει αυτός ο ορισμός γιατί υπαινίσσεται ότι γελάμε με τους χαρακτήρες με έναν συγκαταβατικό τρόπο, χωρίς να τους νοιαζόμαστε. Πιστεύω ότι η κωμωδία μπορεί να είναι το μέσο για να μειώνεται η απόσταση και η ευκαιρία να μοιραζόμαστε κάτι με τους χαρακτήρες.

Στη σκηνή με τη βάρκα ο Arnaud και η Madeleine είναι μικροσκοπικές σιλουέτες στη μέση μιας μεγάλης λίμνης, αλλά καταλαβαίνουμε τι κάνουν. Η κάμερα είναι 500 μέτρα μακριά και μοιάζει σαν να είμαστε μαζί τους στη βάρκα. Αυτή η αίσθηση μου αρέσει, όταν η κωμωδία παρασύρει το κοινό στην ιστορία, δημιουργώντας οικειότητα με τους χαρακτήρες. Μοιραζόμαστε τις συνήθειες τους, τις φαντασιώσεις τους και τα πιστεύω τους.

Κατά τη διάρκεια της ταινίας, το φως μοιάζει να ακολουθεί την πορεία των ηρώων.

Έκανα πολύ προεργασία με τον διευθυντή φωτογραφίας, τον αδερφό μου, David Cailley. Η ταινία διηγείται το ταξίδι των δύο χαρακτήρων και χρησιμοποιήσουμε το φως για να δείξουμε αυτό το ταξίδι. Δεν θέλαμε ένα μονοχρωματικό φιλμ.

Στην αρχή της ταινίας, έχουμε πολλούς μπλε τόνους που είναι αρκετά ψυχροί (ο καλοκαιρινός ουρανός, η πισίνα και το εσωτερικό του night club). Στο δεύτερο μέρος, οι κίτρινοι τόνοι παραβιάζουν το μπλε, επικαλούμενοι το πράσινο του στρατού. Το φώς σταδιακά ζεσταίνει. Μετά οι κυρίαρχες κίτρινες αποχρώσεις αποκτούν μεγαλύτερη έμφαση στο τρίτο μέρος μέσα στο δάσος. Εδώ, τα πράσινα γίνονται πιο ζωντανά, το ποτάμι είναι σχεδόν χρυσό, όπως και τα σώματα των χαρακτήρων και οι νύχτες ανάβουν με πορτοκαλί φωτιές. Παράλληλα, τα κάδρα αλλάζουν, είναι κινούμενα και ανοίγουν σε μεγαλύτερους ορίζοντες και προοπτικές.

Η μουσική είναι πολύ συγκεκριμένη.

Δεν ήθελα μία μουσική ενσωματωμένη στην ταινία, που να αντανακλά τα αισθήματα των χαρακτήρων .Η μουσική των Hit’n’Run μου άρεσε αυτόματα γιατί έχει ό,τι ήθελα χωρίς την ψυχρότητα και την επιτήδευση ενός μεγάλου μεριδίου της ηλεκτρονικής μουσικής. Η  μουσική είναι εξαιρετικά απλή, αλλά μεταδίδει μία οργανική, ζωντανή και ποιητική αίσθηση. Τα κομμάτια τους είναι πολύ δυνατά και επικά και αυτό δίνει πολύ ενέργεια και χαρά στις σκηνές.

Συντελεστές:

Σκηνοθέτης: Thomas Cailley

Σενάριο: Thomas Cailley, Claude Le Pape

Παίζουν: Adèle Haenel, Kévin Azaïs, Antoine Laurent, Brigitte Rouan, William Lebghil

Διεύθυνση Φωτογραφίας: David Cailley

Μοντάζ: Lilian Corbeille

Διάρκεια: 98’