Ο αφηγητής και συγγραφέας Ντιντιέ Εριμπόν συνθέτει μία εξιστόρηση που ενέχει στοιχεία αυτοβιογραφικά αλλά και ένα πανόραμα της σκέψης του 20ου αιώνα μέσα από την αναφορά σε πολιτικές δράσεις, στοχαστικές αντιλήψεις. Είναι πραγματικά ένα πανόραμα και ένα μωσαϊκό ενός σπαρακτικού διαλόγου με τον εσωτερικό του ψυχισμό, με όσα λαμβάνουν χώρα στη ζωή του αφηγητή. Πρόκειται για τον κόσμο της ομοφυλοφιλίας και της διανόησης στον οποίο ανήκει, ένας κόσμος δύσβατος, ανηφορικός με πολλά εμπόδια που καλείται ένα παιδί από την επαρχία να ξεπεράσει και να αντικρούσει απέναντι σε στερεότυπα που τον θέλουν δέσμιο των όσων στεγανών φυλακίζουν τα ελεύθερα πνεύματα.

Ένας πνευματικός άνθρωπος στην υπηρεσία του στοχασμού

Ο κόσμος του Εριμπόν είναι πολυεπίπεδος, πολυδιάστατος, ο ίδιος είναι ευρυμαθής και εξαιρετικά πνευματώδης, είναι όμως και γενναίος συνάμα καθώς πηγαίνει ενάντια στα ρεύματα μιας οικογένειας που δεν ανέχεται την διαφορετικότητα. Αυτή την διάθεση για διαφοροποίηση καταθέτει εδώ με όλο του το είναι, με την δύναμη της ψυχής του γιατί η μετάβαση σε έναν κόσμο άλλον από αυτόν που είχε προσδιοριστεί από την οικογένειά του για εκείνον είναι και η πεμπτουσία του κατορθώματος της επιβίωσής του μέσα από απαιτητικά και δύσκολα μονοπάτια. Στην πραγματικότητα λογοτεχνία και τέχνη αποτελούν για τον συγγραφέα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, ένα εισιτήριο πρώτης θέσης για να εξέλθει από έναν κόσμο ανεπιθύμητο και να εισέλθει σε έναν πνευματικό κόσμο που τον συγκινεί, έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό του οποίου επιδιώκει να αποτελεί μέλος.

“Το ενδιαφέρον για την τέχνη μαθαίνεται ͘ εγώ το έμαθα. Ήταν μέρος της σχεδόν πλήρους συνεκπαίδευσης του εαυτού μου, που ήταν απαραίτητη για να εισέλθω σ’ έναν άλλο κόσμο, σε μιαν άλλη κοινωνική τάξη – και να πάρω αποφάσεις από τον κόσμο και την τάξη απ’ όπου καταγόμουν”. Η απόφαση να γίνει κάτι άλλο από αυτό που επιθυμούσε η οικογένειά του ήταν για τον ίδιο μία επανάσταση αλλά αυτή ήταν και η καταδίκη του, δηλαδή υπήρξε θύμα της αδυναμίας του οικογενειακού του περιβάλλοντος να δει στο πρόσωπό του κάτι διαφορετικό και τελικά να αποδεχτούν τον νέο του ρόλο στην κοινωνία στην οποία έβγαινε. Ουσιαστικά υπόκειται στον νόμο των στεγανών, πρόκειται για έναν οδυνηρό και απαραίτητο για εκείνον κοινωνικό περίγυρο που τείνει να γίνει βάρος στη ζωή του. Αυτό που επιχειρεί είναι να κόψει τα δεσμά για να νιώσει ξανά ελεύθερος ανεξάρτητος.

Ο Εριντόν σε αυτή την διαδρομή είναι μόνος, πορεύεται μόνος σαν σε νησί, ταυτίζεται με πολλούς όπως τον Μπουρντιέ, τον Μπάλντουιν όπως και τον Ουάιντμαν άλλωστε στον οποίο αναφέρεται με λεπτομέρεια και μοιράζεται μαζί μας την κοινή του πορεία σκέψης με βάση τις εμπειρίες του ίδιου του Ουάιντμαν καθώς και ο ίδιος ο Εριμπόν βιώνει ακριβώς τα ίδια. Ταυτίζεται με τους ήρωες του Ουάιντμαν και αναφέρει χαρακτηριστικά: “Καθώς, για τον Ουάιντμαν, “η απομάκρυνση από το Πίτσμπουργκ, τη φτώχεια και τη νεγρότητα” και η είσοδος στο πανεπιστήμιο αντιπροσώπευαν τον δρόμο μιας εθελούσιας εξορίας, του ήταν προφανώς δύσκολο ανά τακτά διαστήματα να ξαναπαίρνει τον δρόμο του γυρισμού”. Δεν υπάρχει γυρισμός, το ταξίδι του στον πνευματικό κόσμο έχει μέσα του αποφασιστεί, θα αφήσει πίσω του τα στερεότυπα, δεν θα δώσει άλλη βάση στην ανοησία.

Κρίση στην αναγνώριση ταυτότητας που καλείται να ξεπεράσει

Ο Εριμπόν ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των ανθρώπων που καλούνται να κάνουν ένα ακόμα βήμα, να ξεπεράσουν τις δυσκολίες της ιδιαίτερης ταυτότητάς τους και έπειτα να ξεπεράσουν και τις συγκυρίες που το ίδιο το αντικείμενο με το οποίο θέλουν να ασχοληθούν τους επιφυλάσσει. Ο Εριμπόν είναι ένας μικρός ήρωας, γιατί ξεφεύγει από τα δίχτυα μιας οικογενειακής κρίσης όπου και γεννιέται δίχως να το επιθυμεί φυσικά. Τα ίδια του τα αδέρφια με τα οποία τον χωρίζει ολόκληρη άβυσσος δεν τον καταλαβαίνουν, αδυνατούν να τον δεχτούν στο σώμα της οικογένειας και τον αντιμετωπίζουν ως παράταιρο. Ο κόσμος του Εριμπόν που διέπεται από διαφορετικές αντιλήψεις περί κοινωνίας και ύστερα πολιτικές πεποιθήσεις δεν αρέσει σε κανέναν. Είναι ένα νησί από μόνος του και καλείται να κολυμπήσει.

Επιστρέφοντας στον Ουάιντμαν και στο βιβλίο του Φάνον, ο Εριμπόν διαβλέπει κρίση στην κοινωνική συνοχή και συμπεραίνει πως τα παρισινά προάστια με τα παιδιά των μεταναστών που αναζητούν ένα μέλλον είναι ένας πυρήνας ισχυρός, είναι μια βραδυφλεγής βόμβα που αν δεν απενεργοποιηθεί με μεθοδικότητα και σύνεση και αν δεν προσεχτεί κατάλληλα είναι ικανή να προκαλέσει πόλεμο κοινωνικό δίχως πισωγύρισμα. Ο συγγραφέας συνεχώς αναδεικνύει προβληματισμούς κοινωνικούς, πολιτικούς, υπαρξιακούς, επινοεί συνέχεια λόγους ύπαρξης για να αντέξει τα κοινωνικά απανωτά χτυπήματα ενάντια σε μία διαφορετικότητα για την οποία πάντα τον κατέκριναν στον περίγυρό του. Βιώνει την ομοφυλοφιλία του και τον φιλοσοφικό του σύμπαν ως ασθένεια, ως ένα είδος μιάσματος από το οποίο έπρεπε να απαλλαγεί. Και όμως ο ιδιαίτερα ιδιοφυής Όσκαρ Ουάιλντ υπήρξε το παράδειγμα και το πρότυπο που παρά τις ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις και τον χλευασμό που υπέστη σήμερα είναι στο πάνθεον της υψηλής αισθητικής και του δανδισμού.

Ο συγγραφέας επιμένει να δίνει τον δικό του αγώνα για να υπερασπιστεί τις επιλογές του μέσα από ένα βιβλίο που δεν είναι μυθιστόρημα, δεν είναι αφήγημα, δεν είναι δοκίμιο, αλλά κάτι πολύ ξεχωριστό που δεν χρειάζεται κατηγοριοποίηση. Επιχειρεί να εξηγήσει τα ανεξήγητα, να έχει το ελεύθερο στις επιλογές του και να εκφράζεται κατά βούληση δίχως να υποβάλλεται στο στόχαστρο σχολίων που τον εκθέτουν. Βρίσκεται λοιπόν ενώπιον διλημμάτων για την πορεία του ως γκέι, ως άνθρωπος περήφανος για αυτό που πραγματικά είναι και για το δικαίωμα να ζει με αξιοπρέπεια. Υμνεί τον έγχρωμο Ουάιντμαν που παλεύει να επιβιώσει σε μια κοινωνία λευκών όπως εκείνος σε μια κοινωνία ετεροφυλόφιλων αναφέροντας τα λόγια του: “Παντού στον κόσμο μαίνεται ένας πόλεμος κατά των ανθρώπων σαν εμάς, και η αίθουσα επισκέψεων αυτής της φυλακής είναι ένα από τα πεδία μάχης”.

Αποσπάσματα του βιβλίου

“Μιλάς λες και είσαι βιβλίο” μου έλεγαν συχνά στην οικογένειά μου, κοροϊδεύοντας αυτές τις νέες μου συνήθειες και δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι αντιλαμβάνονται τη σημασία τους.

Πίστευα πως επέλεγα εγώ, ενώ στην πραγματικότητα μ’ επέλεγε – ή μάλλον μ’ αιχμαλώτιζε – το μέλλον που με περίμενε.

Διαβάστε επίσης:

Didier Eribon – Επιστροφή στη Ρενς