Η Gallery Genesis παρουσιάζει την έκθεση του Παναγιώτη Κεφαλά, με τίτλο Εντροπία και άρνηση, από την Πέμπτη 3 Απριλίου 2014.

 
Η έννοια της εντροπίας πρωτοεμφανίζεται το 19ο αι. στον τομέα της θερμοδυναμικής και προβλέπει την μετατροπή της ενέργειας σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο σύστημα, τη διάλυση κάθε οργάνωσης σε μια κατάσταση αταξίας και έλλειψης διαφοροποίησης.

Πρόκειται για έκρηξη αναπόδραστη και μη αναστρέψιμη όπου κάθε είδος ιεραρχικής τάξης έρχεται σε μια τελειωτική ομοιότητα. Από τη δεκαετία του ’60, αρχίζει να γίνεται συνειδητή η βαθιά εντροπική κατάσταση στην οποία βυθίζονται η επανάληψη των αγαθών στη αγορά, των εικόνων και των λέξεων στα ΜΜΕ. Ο Robert Smithson στα πλαίσια της διαφωνίας του με το μεταμοντέρνο κίνημα και τον εντροπικό χαρακτήρα που αποκτούν έργα τέχνης της εποχής σχολιάζει τα κέντρα εκπτώσεων που με «τα προσεκτικά τακτοποιημένα εμπορεύματα και την πένθιμη πολυπλοκότητα οδηγούν σε καταναλωτική λησμοσύνη ».

Ο Andy Warhol δημιουργεί τον «τραυματικό ρεαλισμό». Χρησιμοποιώντας τη εντροπία δηλώνει πως «όταν κάνεις μια καταστροφική εικόνα ξανά και ξανά αυτή δεν έχει το ίδιο αντίκτυπο». Το «τροχαίο ατύχημα» και η «ηλεκτρική καρέκλα» είναι κάποια από τα έργα του στα οποία η επανάληψη του ίδιου πράγματος  αφαιρεί τη σημασία του, η εικόνα της καταστροφής και του θανάτου βυθίζεται σε εντροπική επανάληψη, ο φόβος και η συγκίνηση σχεδόν εκμηδενίζονται.

Οι εικόνες που δημιουργώ είναι ζωγραφικές εικόνες που παράγονται με αμιγώς παραδοσιακά ζωγραφικά μέσα. Η θεματολογία αυτών των έργων αποτελείται από αντικείμενα, ανθρώπους και τοπία που προέρχονται είτε από τον πραγματικό κόσμο και την καθημερινότητά μου είτε από προσωπικό αρχειακό υλικό και περνάνε στο ζωγραφικό χώρο και χρόνο. Το στοιχείο του χρόνου αφορά την παρατήρηση, τον χρόνο θέασης του θέματος από την πλευρά μου και τον χρόνο θέασης του αποτελέσματος από την πλευρά του θεατή. Πρόκειται για μία «αντιεντροπική » κατάσταση, καθώς  η βασική θεματική προέλευση αποτελείται από εικόνες που στην καθημερινότητα μας περνούν απαρατήρητες. Ένα παλτό κρεμασμένο στον τοίχο, ένας άνθρωπος που στέκεται στη θάλασσα, ένας καθρέφτης. Η  ενέργεια που χάνεται από τις φευγαλέες εικόνες που κατακλύζουν την καθημερινότητα μας σταθεροποιείται και καθυστερεί την εντροπική φύση των πραγμάτων. Βασικός μου στόχος στο τελικό αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ερωτημάτων και ποικίλλων αναγνώσεων με την κάθε εικόνα να λειτουργεί αυτόνομη  αλλά και ενταγμένη σε ένα σύνολο που καταλήγει σε μια ανοιχτή αφήγηση που στηρίζεται στη σκηνοθεσία με την απουσία ενός σταθερού σεναρίου έτσι ώστε το κάθε έργο να επιδέχεται διαφορετική ερμηνεία μόνο του ή σε συνάρτηση  με τα υπόλοιπα, να συνδέεται άμεσα με την ιστορία της ζωγραφικής σε μια προσπάθεια διαπραγμάτευσης και ανανέωσης ζητημάτων, αλλά και να επηρεάζεται από διαφορετικές μορφές έκφρασης όπως ο κινηματογράφος, η ποίηση και η λογοτεχνία.

Αρκετές φορές, ιδιαίτερα στα τοπία που ζωγραφίζω η εικόνα διαχέεται από ένα θόλωμα λόγω της βροχερής και ομιχλώδους ατμόσφαιρας που διαλύει τα όρια και καταλήγει σε ένα φως φιλτραρισμένο, παρουσιάζοντας μια πραγματικότητα που βρίσκεται σε συνάρτηση με την ψυχική διάθεση, τη νοσταλγία του χρόνου και παρουσιάζεται σαν εικόνα μνήμης που απωθείται και  επανέρχεται θολή στην επιφάνεια. Στις φιγούρες που αντικρίζουμε σχεδόν πάντα την πλάτη τους και βρίσκονται σε ένα ζωγραφικό χώρο που δυνητικά αναπτύσσεται κυρίως σε εικόνες μικρών διαστάσεων (20χ28εκ.), με απασχόλησαν το έργο και η νοηματική του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, το ρομαντικό κίνημα και η ψυχογραφία των χαρακτήρων του Fyodor Dostoyevsky. Πρόκειται για το στοιχείο του ταξιδιώτη σε μια κυκλική δομή αφήγησης χωρίς συγκεκριμένο προορισμό «ταξιδεύοντας», «προσμένοντας» ή «αδρανώντας».  Η μορφή του εξόριστου, όπου η εξορία βρίσκεται σε αισθητό επίπεδο ως συναίσθημα δυσαρμονίας που αποκαλύπτει η ρήξη ανάμεσα σε εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο, μια εξορία ως φύση του σύγχρονου ανθρώπου που από το ρομαντισμό και μετά διατρέχει τη δυτική κουλτούρα.

Το «αντικείμενο» στη δουλειά μου, ζωγραφίζεται σχεδόν πάντα εκ του φυσικού. Πρόκειται για αναπαράσταση καθημερινών αντικειμένων με απώτερο σκοπό τη αποδέσμευσή τους από τον εφησυχασμό που προξενεί η χρηστική τους ιδιότητα. Με αφορμή «τα παπούτσια της αγρότισσας» του Vincent Van Gogh ο γερμανός φιλόσοφος Martin Heidegger στο βιβλίο του «Η προέλευση του έργου τέχνης» παρουσιάζει τη νεκρή φύση ως προσωπικό αντικείμενο, ως πορτραίτο που τελικά γίνεται υποκείμενο, ανακαλύπτουμε τις πραγματικές του ιδιότητες, το περιεχόμενό του.

Gustave Courbet: «Ζωγραφίζω σημαίνει δίνω στον πίνακα ένα βάρος μεγαλύτερο από ότι έχει το πράγμα που είδα». Κάποιες φορές οι εικόνες μου γίνονται εντονότερα «ρεαλιστικές». Η προσπάθειά μου αποσκοπεί στη αντιμετώπιση της πραγματικότητας χωρίς προκαταλήψεις,  επηρεασμένος από την απελευθερωμένη από εξιδανικεύσεις και εξωραϊσμούς ηθογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και την ουμανιστική ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη.