Η έκθεση «Εν τω σκότει εφαίνετο φως» ανασύρει ως κεντρικό της άξονα τη μυσταγωγία, εκείνη τη λεπτή, υποδόρια ατμόσφαιρα που διατρέχει το σύμπαν του Παπαδιαμάντη και το φορτίζει με μια αίσθηση τελεστικής σκοτεινότητας, ιερότητας και πνευματικής πύκνωσης. Είναι το άρωμα μιας μνήμης που θροΐζει ανάμεσα στο φως και στη σκιά, μιας κατάστασης που κατοικεί στο μεταίχμιο, όπου οι μορφές, οι χειρονομίες και οι ψίθυροι αντηχούν διττά φωτεινοί και σκοτεινοί μαζί.

Το «σκοτεινό φως» που επικαλείται ο τίτλος δεν είναι αντίφαση αλλά μια βαθιά διεργασία αποκάλυψης. Φως που αναδεύει μύθους και παθήματα, που φέρνει στην επιφάνεια την ηθική αβεβαιότητα του ανθρώπου, τις αθέατες πτυχές της ψυχής του και τις ρωγμές όπου ακόμη επιμένει η επιθυμία. Μέσα σε αυτό το πεδίο, όπου η ελληνική γραφή συναντά τη γένεση και το ιερό, οι πέντε καλλιτέχνες προσέρχονται ως ιχνηλάτες της εσωτερικής ανάφλεξης. Αντλούν από το υπόγειο στρώμα της παράδοσης και της κοινής μας μνήμης, μεταπλάθοντας την ύλη τους σε εικόνες που δεν παρατηρούνται απλώς, αλλά βιώνονται. Διανοίγει άδυτες πτυχές και ανασυστήνει το παπαδιαμαντικό τοπίο όχι ως αφήγηση, αλλά ως αισθαντική εμπειρία, μια τελετή φωτός και σκότους που υποβόσκει σαν αθέατο πέπλο, σαν ανάσα που μόλις εκφέρεται, σαν σιγομουρμουριστό μοιρολόι.

Ο Γιώργος Κόρδης, εικονογραφεί τη Φόνισσα, μετατρέπει τον χώρο σε μια σύγχρονη ζωοφόρο, ένα εικονογραφημένο σύμπαν της τραγικής ηρωίδας με σημεία στίξης και αντίστιξης όμοια με αυτά του διηγήματος. Η αφήγηση απλώνεται ως τελετουργικό μονοπάτι ενώ η μορφή της Φραγκογιαννής φωτίζεται και βυθίζεται στη σκιά συγχρόνως. Στο έργο του, η παράδοση της αγιογράφησης, με την ιεροκρατική της βαρύτητα, συγχρωτίζεται με το ηθικό βάρος του παπαδιαμαντικού λόγου. Η εικόνα λειτουργεί ως εξομολόγηση, όπου ο άνθρωπος, στην αναμέτρησή του με το φως, αποκαλύπτεται αμφίρροπος, τρωτός, βαθιά αληθινός. Μια αίσθηση διδαχής απορρέει από το εντυπωσιακό αυτό τέμπλο που δημιουργεί ο Κόρδης, καλώντας μας να συνυπάρξουμε με τους ήρωες του έργου στον ίδιο χωροχρόνο.

Ο Μιχάλης Μανουσάκης, με τη σειρά του, διασχίζει τα μυστικά περάσματα της ύπαρξης· τα έργα του θυμίζουν δωμάτια μνήμης που πάλλονται από ανείπωτα μουρμουρητά, θραύσματα φωτός και σκιές που μετατοπίζονται. «Ακούσµατα απρόσµενων ψιθύρων στα σκασµένα τοιχώµατα των διαδρόµων µε τις διαδροµές του νου για το φως της άλλης διάστασης, αυτής που θα σκαλίζει εσαεί τα όνειρα, τις επιθυµίες και τα πάθη στα άδεια δωµάτια των σωµάτων µε φως πότε ψυχρό, πότε θερµό, νύχτα και µέρα» σημειώνει ο ίδιος, και τα λόγια του φωτίζουν τις αθέατες πτυχές του εαυτού μας. Το πορτρέτο της γυναίκας, αινιγματικό και στέρεο, μετουσιώνει τη γυναίκα-μήτρα, τη μητέρα πάσης φύσεως. Κάτω από το ράγισμα των τοίχων και το υπόγειο φως, η παρουσία της γυναίκας γίνεται φορέας ζωής, πένθους και ονείρου· το υλικό που γίνεται άυλο, το αόρατο που αποκτά σάρκα και οστά.

Ο Γιάννης Τζερμιάς, με τη Μήδεια, συνομιλεί ευθέως με τη Φόνισσα του Κόρδη. Οι δύο μορφές, χωρισμένες από αιώνες αλλά ενωμένες από τη μοίρα τους, φέρουν επάνω τους το ασήκωτο βάρος της παιδοκτονίας. Η Μήδεια και η Φραγκογιαννή συναντιούνται εδώ ως σκοτεινές ιέρειες ενός κόσμου όπου η αγάπη, η οδύνη και το άδικο συμπλέκονται αξεδιάλυτα. Η τραγωδία λειτουργεί ως κοινός τόπος, φορέας μνήμης που ταξιδεύει μέσα στον χρόνο και επανέρχεται ως σύγχρονο εικαστικό ερώτημα. Το βάθος του τραγικού ήρωα ενσαρκώνεται με όρους τελικότητας και σκοπού.

Ο Νίκος Χουλιαράς εισφέρει την ατμόσφαιρα μιας αλλοτινής εποχής με μια εικαστική γραφή πλημμυρισμένη από μυσταγωγία, από ψυχικά τοπία που αναδύονται σαν λαϊκά άσματα και σκιρτήματα του υποσυνείδητου. Το έργο του φέρει κάτι από το νυχτερινό φως των παραμυθιών, από τη γητεία του ελληνικού τοπίου, από τις μυστικές κινήσεις των ταπεινών ανθρώπων και, εντέλει, από εκείνη την υπόγεια ατμόσφαιρα που κατακλύζει τον κόσμο του Έλληνα λογοτέχνη «η κορυφή των κορυφών», όπως τον αποκαλεί ο Κ. Π. Καβάφης.

Ο Γιώργος Χουλιαράς, με τα γλυπτά του, διαρρηγνύει τον χώρο. Οι συμπαγείς όγκοι του μοιάζουν με αρχέγονα ίχνη, απομεινάρια ενός κόσμου όπου η υλικότητα αποκτά τελετουργική, παλμική δύναμη. Σαν οι φόρμες του να προϋπήρχαν σιωπηλές και να αποκαλύπτονται τώρα, για να μιλήσουν για το αιώνιο και το πρωταρχικό, για εκείνη τη μορφή που προηγείται του πράγματος, για την ίδια την ιδέα, τη χροιά και τη σύσταση που θεμελιώνει τα σύμβολα του κόσμου. Και καθώς η σκιά και το φως παλεύουν ανάμεσα στους όγκους, αποκαλύπτεται ξανά αυτή η ιεροφανής ατμόσφαιρα, ένα σκοτεινό φως που φωτίζει την ψυχή, το σώμα και τον μύθο ταυτόχρονα.

Κι καθώς διασχίζει κανείς τις μυσταγωγικές διαδρομές της έκθεσης, ένα μοτίβο φαίνεται να ξεπηδά ξανά και ξανά:

Το φως σώζει ή αποκαλύπτει;
Το σκοτάδι κρύβει ή μαρτυρεί;

Εδώ, «εν τω σκότει εφαίνετο φως» δεν είναι μόνο τίτλος. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο καλλιτέχνης ψηλαφεί τον εαυτό του, μέσα στον πολιτισμό και την εντοπιότητα. Ένα εσωτερικό φως, αμφίσημο και παλλόμενο, που αποκαλύπτει τις αθέατες ποιότητες από τις οποίες συγκροτείται. Ένα φως που συνδέει σημεία της κοινής μνήμης με τον τόπο και το παρελθόν.

-Νιόβη Κρητικού

Κεντρική εικόνα θέματος: Μιχάλης Μανουσάκης