Κατά τη διάρκεια της ζωής τους όχι μόνο δεν υπήρξαν φίλοι, αλλά σύμφωνα με έγκυρες πηγές δε συμπαθούσαν ο ένας τον άλλον. Τις πολυεπίπεδες διαφορές τους δεν μπόρεσε να γεφυρώσει το κοινό τους πάθος για τη σύνθεση. Χαρακτηριστική η ρήση του θεμελιωτή της Εθνικής Μουσικής Σχολής Μανώλη Καλομοίρη: «Δυστυχώς από το Κοντσέρτο του κυρίου Σκαλκώτα δεν κατάλαβα τίποτε». Στη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Ελληνική Επανάσταση ΙΙΙ, ο Μανώλης Καλομοίρης συναντά τον κύριο εκπρόσωπο του Μουσικού Μοντερνισμού στην Ελλάδα, μέσα από δύο γραπτά- σταθμούς. Στον πυρήνα τους, η ελληνικότητα και το καλλιτεχνικό όραμα καθενός, δοσμένα μέσα από τις διαφορετικές, αλλά και τόσο γοητευτικές, μουσικές γλώσσες που ανέπτυξαν. Η βραδιά ανοίγει με το πηγαία ρομαντικό Συμφωνικό Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα – κορυφαίο έργο του Μανώλη Καλομοίρη για το όργανο. Σολίστ, ο καταξιωμένος Τίτος Γουβέλης, ο οποίος εγγυάται υψηλού επιπέδου ερμηνεία για αυτή την ακραία δεξιοτεχνική, κοπιώδη πιανιστική γραφή. Ακολουθούν Πέντε από τους 36 Ελληνικούς Χορούς του Νίκου Σκαλκώτα, σύνθεση – καρπός της μελέτης του πάνω στη δημοτική μουσική, που κρατά την ουσία, μπολιάζοντάς τη με το προσωπικό του ιδίωμα.

Μαγνητοσκοπημένη συναυλία – Η παρακολούθηση είναι δωρεάν.

Το σχόλιο του σολίστ

Το Συμφωνικό Κοντσέρτο για πιάνο και Ορχήστρα του Καλομοίρη είναι ένα από τα πιο σημαντικά και επικά του έργα, κατά τη γνώμη μου ένα από τα πιο ενδιαφέροντα. Χαρακτηριστικό δείγμα της Εθνικής Μουσικής Σχολής για πολλούς λόγους. Ο πιο προφανής είναι ότι το β’ μέρος του είναι παραλλαγές πάνω στη μελωδία από ένα παραδοσιακό ελληνικό τραγούδι «Ο Λύγκος ο λεβέντης, ο αρχιληστής» το οποίο ο Καλομοίρης αγαπούσε και άκουγε ήδη από τα παιδικά του χρόνια. Το 1935 που γράφει το Κοντσέρτο, σε ώριμη πια ηλικία, αυτή η μελωδία που είχε καταγεγραμμένη στη μνήμη του δίνει το έναυσμα για μια σειρά πολύ εντυπωσιακών παραλλαγών. Ασφαλώς συναντά κανείς και άλλα στοιχεία της Εθνικής Μουσικής Σχολής: την πολύ έντονη χρήση του τριημιτονίου, ενός διαστήματος το οποίο έχει πολύ μεγάλη σχέση με την παράδοση, το χρώμα της μουσικής. Βεβαίως, οι επιρροές του Καλομοίρη δεν σταματούν εκεί. Ήταν πολύ εμπνευσμένος από τη μουσική του Βάγκνερ, κατά δήλωσή του, οπότε η ενορχήστρωση είναι αρκετά βαριά, έχει μια πολύ μεγάλη ορχήστρα, το οποίο συνιστά και μία μεγάλη δυσκολία που καλείται να δαμάσει ο εκάστοτε σολίστ.

Το σχόλιο του μαέστρου

Το Κοντσέρτο για πιάνο του Καλομοίρη είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο. Απαιτητικό για τον πιανίστα, με πυκνή ενορχηστρωτικά γραφή για την ορχήστρα. Πέρα από τα ελληνικά στοιχεία, συναντάμε και όλη τη γνώση της δυτικής μουσικής γραφής, την οποία κατείχε ο Καλομοίρης. Η σύμπραξη με μια τόσο ποιοτική και έμπειρη ορχήστρα καθώς και με έναν εξαιρετικό σολίστα (Τίτος Γουβέλης), έκανε τη δουλειά μου πιο εύκολη και ευχάριστη. Οι Χοροί του Σκαλκώτα είναι αναμφισβήτητα ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα ελληνικά έργα παγκοσμίως. Ο αριστουργηματικός χειρισμός των ηχοχρωμάτων από τον συνθέτη, η ισορροπία όσον αφορά τις δυναμικές μεταξύ των οργάνων, δημιούργησαν 36 “μουσικά διαμάντια”.

Το πρόγραμμα με μια ματιά

ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ (1883–1962)
Συμφωνικό κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα

ΝΙΚΟΣ ΣΚΑΛΚΩΤΑΣ (1904–1949)
Πέντε Ελληνικοί Χοροί από τους 36 Ελληνικούς Χορούς, σειρά ΙΙ

ΣΟΛΙΣΤ
Τίτος Γουβέλης, πιάνο
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Αναστάσιος Συμεωνίδης

Για να παρακολουθήσετε online τη συναυλία, το Σάββατο 12.06 στις 20:30, επισκεφθείτε τη Σελίδα μας στο Facebook ή το YouTube κανάλι μας.

Για την ιστορία…

ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ (1883 – 1962)

Συμφωνικό Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα
1.Allegro con moto ma maestoso
2.Παραλλαγές, φούγκα και φινάλε επάνω σ’ ένα ελληνικό δημοτικό τραγούδι

Όποια γνώμη και αν έχει κανείς για τη μουσική του Μανώλη Καλομοίρη, οφείλει να δεχτεί ότι το μουσικό του έργο είναι απόλυτα συνεπές προς τις ιδέες και τα ιδανικά του. Επιχειρώντας κανείς να αποτυπώσει συνοπτικά τις βασικές συνιστώσες της μουσικής του προσωπικότητας, θα κάνει μοιραία λόγο για τη βαθιά βιωματική του επαφή με την ελληνική μουσική παράδοση, την ακαδημαϊκή, «γερμανική» μουσική του παιδεία, την ακαταμάχητη γοητεία που άσκησε πάνω του ο Βάγκνερ και ο ρωσικός ρομαντισμός, την ένθερμη συστράτευσή του με το κίνημα του δημοτικισμού και την υιοθέτηση των πολιτικών οραμάτων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Όλα τα παραπάνω άφησαν τη σφραγίδα τους στη μουσική του: μία πληθωρική μουσική που αποπειράται να συνταιριάξει την ελληνική παράδοση με τα επιτεύγματα της λόγιας ευρωπαϊκής μουσικής, μια μουσική που συχνά οι τεχνικές της ρίζες είναι ακαδημαϊκές αλλά που διαπνέεται συνάμα από έναν υπερεκχειλίζοντα στόμφο, μια μουσική που παλεύει να μεταφέρει ένα παθιασμένο μήνυμα ενός εξίσου παθιασμένου δημιουργού για όλα τα μικρά και τα μεγάλα συναισθήματα που η ελληνικότητα πυροδοτεί στην ψυχή του.

Το Συμφωνικό Κοντσέρτο, αδιαμφισβήτητη κορωνίδα της συνθετικής ενασχόλησης του Καλομοίρη με το πιάνο, είναι έργο της ωριμότητάς του, γραμμένο στα 1935. Μπορεί ο Καλομοίρης να συνειδητοποίησε αρκετά νέος ότι το μέλλον του δεν θα ήταν η καριέρα του βιρτουόζου πιανίστα αλλά η πολύχρονη σπουδή του πιάνου έθεσε στη διάθεσή του ένα διόλου ευκαταφρόνητο οπλοστάσιο για τη σύνθεση του κοντσέρτου. Πράγματι, η πιανιστική γραφή είναι εξόχως δεξιοτεχνική, φέρνοντας τον εκάστοτε εκτελεστή αντιμέτωπο με μία ευρύτατη γκάμα τεχνικών προκλήσεων και -κυρίως- απαιτώντας από αυτόν σχεδόν ανελλιπώς να επιβάλλεται ηχητικά μίας ογκώδους και βαρύτατης ενορχήστρωσης. Όλα αυτά καθιστούν το Συμφωνικό Κοντσέρτο ως ένα από τα πιο κοπιώδη στην εκτέλεσή τους κοντσέρτα του ρεπερτορίου του πιάνου. Ωστόσο, καθίσταται σαφές σε κάθε εκτελεστή ή ακροατή του, ότι ο απώτερος στόχος του έργου δεν βρίσκεται σε καμία περίπτωση στην πυροτεχνηματική επίδειξη πιανιστικής δεξιοτεχνίας αλλά στην αποτύπωση ενός φλέγοντος, πηγαία ρομαντικού, μουσικού οράματος. Και ίσως αυτό εξηγεί το γεγονός ότι το Κοντσέρτο διατήρησε από την πρώτη του εκτέλεση, που έδωσε η σπουδαία Λίλα Λαλαούνη το 1937, μέχρι σήμερα μία σταθερή θέση στο ρεπερτόριο των συμφωνικών συναυλιών στην Ελλάδα, υπηρετούμενο από πλειάδα διακεκριμένων πιανιστών μας (Μαρία Χαιρογιώργου, Κρινώ Καλομοίρη, Άρης Γαρουφαλής, Δημήτρης Σγούρος, Βασίλης Βαρβαρέσος κ.ά.).

Το μουσικό αυτό όραμα είναι, το δίχως άλλο, αποκύημα μίας αλλοτινής εποχής. Μιας εποχής με οξυμμένα πάθη, μεγάλες εθνικές ανατάσεις αλλά και εξίσου μεγάλες ακυρώσεις, με κοινωνικά και καλλιτεχνικά προτάγματα που έχουν προ πολλού ξεπεραστεί. Εύλογα αναρωτιέται κανείς, κατά πόσο ο φορτισμένος, «ρωμαίικος» μουσικός λόγος του Καλομοίρη μπορεί να συγκινήσει σήμερα, στη δική μας εποχή που αποστρέφεται καθετί το πομπώδες ή το υπερβολικά συναισθηματικό, που -απολύτως δικαιολογημένα- είναι καχύποπτη απέναντι σε πύρινες εθνοκεντρικές ρητορείες. Η ακράδαντη πεποίθηση του γράφοντος είναι πως μπορεί. Αρκεί κανείς να θελήσει να δει κατάματα τον γενεσιουργό πυρήνα της μουσικής του Καλομοίρη, που αναλαμβάνει το γοητευτικό και τόσο παράτολμο κάποιες φορές εγχείρημα του να συνομιλήσει με την ουσία της ελληνικότητας, να μετουσιώσει χαρές και πόνους σε ένα συναισθηματικό ερωτικό τραγούδι, σε έναν ξέφρενο χορό, σε θαρραλέες πολεμικές ιαχές ή πένθιμα μοιρολόγια. Σημασία δεν έχει τόσο η ανά περίπτωση επιτυχία ή μη του εγχειρήματος, σημασία έχει η τόσο συγκινητική αυτή πρόθεση, που δύναται να είναι απρόσμενα αναζωογονητική και αποκαλυπτική αισθήσεων και βιωμάτων ριζωμένων στο συλλογικό μας ασυνείδητο.

ΝΙΚΟΣ ΣΚΑΛΚΩΤΑΣ (1904-1949)

Από τους «36 Ελληνικούς Χορούς για ορχήστρα»
1.Συρτός (Σειρά ΙΙ αρ.1)
2.Σιφνέικος (Σειρά ΙΙ αρ.2)
3.Κρητικός «Αυγής-αυγής θα σηκωθώ» (Σειρά ΙΙ αρ.3)
4.Νησιώτικος «Μια Μυλοποταμίτισσα» (Σειρά ΙΙ αρ.4)
5.Χιώτικος (Σειρά ΙΙ αρ.8)

Οι «36 Ελληνικοί Χοροί για ορχήστρα» ανήκουν στα τονικά έργα του Νίκου Σκαλκώτα, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι επεξεργασίες υλικού από την ελληνική δημοτική μουσική. Η σύνθεση του έργου έγινε κυρίως στο διάστημα 1934-36, κατά τη διάρκεια μιας δημιουργικής και προσωπικής κρίσης του συνθέτη (1931-1935), η οποία οφειλόταν τόσο στην προσωπική αναζήτηση ενός νέου ατονικού αρμονικού συστήματος όσο και στην αρνητική υποδοχή και την έλλειψη κατανόησης που επέδειξαν οι σύγχρονοί του Έλληνες μουσικοί κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα (1933). Η σύνθεση των Χορών ξεκίνησε ενδεχομένως κατόπιν προτροπής του πατέρα του συνθέτη και συνεχίστηκε με νέο ενδιαφέρον μετά από την συνεργασία του με το «Ελληνικό Λαογραφικό Μουσείο» του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών (1935), του οποίου η διευθύντρια, Μέλπω Μερλιέ, του ανέθεσε την μεταγραφή, ανάλυση και σχολιασμό ηχογραφημένων δημοτικών τραγουδιών της Κρήτης και της Σίφνου. Η εργασία αυτή στάθηκε αφορμή για την μελέτη του υλικού του Ινστιτούτου και την ανεύρεση σπάνιων καταγραμμένων δημοτικών μελωδιών, που αποτέλεσαν μεταξύ άλλων το προς επεξεργασία υλικό του. Οι «Χοροί» ολοκληρώθηκαν το 1936 αλλά τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του (1948-49) ο συνθέτης προέβη σε ενορχηστρωτικές αλλαγές στο σύνολό τους.

Οι «36 Χοροί» είναι κατεξοχήν σύντομοι και εξαιρετικά πλούσιοι σε μορφή και περιεχόμενο. Η εξέλιξη της επεξεργασίας του υλικού είναι πυκνή, χρησιμοποιείται μεγάλη ποικιλία εκφραστικών μέσων και η μετάβαση από την μία κατάσταση στην άλλη επιτυγχάνεται με εξαιρετική ισορροπία. Ενώ σε όλους τους Χορούς υπάρχει τονικό κέντρο, η αρμονία που χρησιμοποιείται δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κλασική, ούτε υστερο-ρομαντική, ούτε καν όμοια με την τροπική ή χρωματική αρμονία της λεγόμενης Εθνικής Σχολής. Σε μερικούς Χορούς υπάρχουν ψήγματα ατονικότητας, ενώ σε όλους υπάρχουν ηθελημένες, απροσδόκητες διαφωνίες χωρίς λύση καθώς και «ανορθόδοξες» για την δυτική αρμονία διαδοχές συγχορδιών, που δημιουργούν μια αίσθηση απώλειας της τονικότητας. Στον τομέα της ενορχήστρωσης συναντάμε επίσης μια πρωτότυπη ενορχηστρωτική γραφή, πυκνή αλλά διάφανη, η οποία συνεισφέρει σημαντικά στην αυθεντικότητα του έργου.

Στις επεξεργασίες του ο Σκαλκώτας δεν είχε πρόθεση να παρουσιάσει αυτούσιο το δημοτικό τραγούδι, αλλά, έχοντάς το σαν αφετηρία να συνθέσει ελεύθερα στο δικό του προσωπικό ύφος, πάντα όμως κρατώντας το βασικό χαρακτήρα του πρωτότυπου. Το αποτέλεσμα αποδεικνύει τη βαθιά γνώση που είχε αποκτήσει ο συνθέτης πάνω στη δημοτική μουσική, γιατί, διατηρώντας το ελληνικό δημοτικό πνεύμα και τα χαρακτηριστικά του ύφους του, παρουσίασε μια εντελώς πρωτότυπη, μετουσιωμένη άποψη της δημοτικής μουσικής, ένα έργο που περιέχει την πεμπτουσία της ελληνικής μουσικής, τον ρυθμό, το ύφος και τη ζωντάνια της, μέσα σε 36 συμπυκνωμένα σε εντυπωσιακό βαθμό μικρά συμφωνικά ποιήματα.