«Μόλις οι Πολίτες σταματήσουν να θέτουν σε προτεραιότητα το ενδιαφέρον να μετέχουν στα κοινά και προτιμήσουν να συνεισφέρουν…

… με το πορτοφόλι τους παρά με την προσωπική παρουσία τους, το κράτος πλησιάζει ήδη στην καταστροφή του. Πρέπει να εκστρατεύσουν; Πληρώνουν στρατεύματα και κάθονται σπίτι τους. Πρέπει να πάνε στη συνέλευση; Διορίζουν βουλευτές και μένουν στο σπίτι τους. Λόγω οκνηρίας και οικονομικής ευχέρειας αποκτούν εντέλει στρατιώτες για να υποδουλώνουν την πατρίδα τους και βουλευτές για να την ξεπουλούν». Ο Rousseau εκθέτει ένα μείζον για μένα πρόβλημα της Ελληνικής κοινωνίας: το πρόβλημα της αποχής από τα κοινά ή όπως το θέτει ο Καστοριάδης το «πρόβλημα της ιδιωτικοποίησης». Ο Πολίτης γίνεται Ιδιώτης, το ενδιαφέρον του περιορίζεται στα του οίκου του.

Ο καθρέφτης της ζωής ανακλά στο θέατρο και έτσι κατ’ επέκταση η θεατρική παραγωγή της τελευταίας εικοσαετίας έφερε τη συμπτωματολογία μιας εκφυλισμένης κοινωνίας βλαχοδήμαρχων και τηλεορασόπληκτων που μετέτρεψαν το θέατρο σε κοσμικό event, τη στιγμή που καταξιωμένοι ηθοποιοί διαφήμιζαν με υπερηφάνεια σαμπουάν για την πιτυρίδα. Αποχή κάτω και πάνω από την σκηνή, λήθη. Η καταστροφή υποχρέωσε κάποιους –περισσότερους από πριν – να δουν ότι το παρόν πολιτικό σύστημα έφτασε στα όριά του, το ίδιο κι η τέχνη του, η αισθητική του κοινωνικού κατακερματισμού και του βαρετού life-style. Οι ιδιώτες βγήκαν από τα σπίτια κατέβηκαν στο δημόσιο χώρο, τον διεκδίκησαν…Όμως και πάλι, η πραγματικότητα αποδείχτηκε και αποδεικνύεται ακόμα πιο ευφάνταστη από την τέχνη που παράγουμε. Γύρω μας καταστροφή κι εμείς ακόμα ψάχνουμε τον τρόπο να αφηγηθούμε την ιστορία της. Η θεατρική παραγωγή στο σύνολό της στέκεται ακόμα αμήχανη μπροστά στα νέα δεδομένα. Ίσως, γιατί ενώ από την (ελληνική) γέννησή του το θέατρο αποτελεί πολιτική χειρονομία με την έννοια της παρέμβασης στον ανοικτό διάλογο για την θέσμιση της πόλης, σήμερα με την κρατικοδίαιτη λογική που το συντήρησε και την ελιτίστικη εσωστρέφεια, έχασε τα αντανακλαστικά παρακολούθησης της ζωής γύρω του. Αυτό το θέατρο έχει πεθάνει. Τι είδους πόλη, τι είδους θέατρο θα γεννηθεί από τα συντρίμμια; Τι είδους πολίτες για να το στηρίξουν κάτω και πάνω από τη σκηνή;

Γιατί στην πραγματικότητα, αυτό το ερώτημα δεν αφορά μόνο τους καλλιτέχνες αλλά και τους αποδέκτες της τέχνης. Στο Λονδίνο πριν χρόνια, όταν το ιστορικό θεατράκι ‘Gate Theatre’ θα έκλεινε μετά τις κρατικές περικοπές, πολίτες της πόλης αγόρασαν το εξώφυλλο του Guardian και δημοσίευσαν χιλιάδες υπογραφές αναγκάζοντας την κυβέρνηση να υπαναχωρήσει,  παρεμβαίνοντας έτσι δυναμικά στην χάραξη κρατικής πολιτικής. Το θέατρο σήμερα πρέπει να στοχεύει σε μια δυναμική σχέση με τον πολίτη και ας προκαλεί αυτό τον θυμό του. Είναι ωραίος ο θυμός κι απαραίτητος για να σπάσει η βιτρίνα που μας βυθίζει στην απάθεια.

Η κρίση ανοίγει την επείγουσα προοπτική, θέτει το κατεπείγον αίτημα για ενεργό συμμετοχή του πολίτη στα κοινά της πόλης, με δύο λόγια για την Επανάκτηση της Πόλης.  Ο Δημόσιος Χώρος ως χώρος δημόσιος, κοινωνικός, βιωματικός, φαντασιακός, μυθικός κοκ. αποτελεί στην Ελλάδα της Κρίσης επίκεντρο διαπραγμάτευσης με την εξουσία γιατί κυρίως μέσα από τη συλλογική έκφραση μπορούμε να φανταστούμε τους εαυτούς μας στο μέλλον, να δημιουργήσουμε εξ αρχής ριζικά νέους τρόπους και πλαίσια πρόσληψης του Θεάτρου.  Πολιτική ως θέατρο, θέατρο ως πολιτική και για να προσδιορίσω τον όρο «πολιτική» θα αναφερθώ στον Καστοριάδη που καλύπτει την οπτική μου λέγοντας: «πολιτική είναι μια συλλογική δραστηριότητα που προσπαθεί να σκεφτεί η ίδια τον εαυτό της κι έχει ως αντικείμενο την θέσμιση της κοινωνίας καθαυτής».

Αν ξανασκεφτούμε τα όρια του θεάτρου και προσπαθήσουμε πάνω στα συντρίμμια να κάνουμε θέατρο σαν να μην “ξέραμε” το πώς, γρήγορα θα ανακαλύπταμε ότι πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα τον τρόπο που το παράγουμε. Δηλαδή, στόχος δεν μπορεί να είναι μόνο το τελικό αποτέλεσμα, όσο και οι μηχανισμοί μέσα από τους οποίους προκύπτει το θέατρο. Δεν αρκεί να καταπιάνεσαι με “πολιτικά έργα”, όταν η διαδικασία της πρόβας είναι ανελεύθερη ή παθητική. Προϋποθέτει ηθοποιούς/ σκηνοθέτη που προστρέχουν στην πρόβα καταρχάς με την ιδιότητα του πολίτη, με ανοιχτά ερωτήματα και με υπεύθυνη θέση απέναντι στα κοινά. Επίσης, ας σκεφτούμε, επί τέλους, σοβαρά για ποιον κάνουμε θέατρο, κατά πόσο η γλώσσα του πολιτικού θεάτρου πρέπει να διευρυνθεί αγγίζοντας λαϊκότερα στρώματα και πώς φέρνεις αυτόν τον κόσμο στις αίθουσες που στατιστικά, συντηρούνται από γυναίκες άνω των 50. Παρένθεση προσωπική – ας μου επιτραπεί – επέλεξα να ζήσω στην Ελλάδα της Κρίσης ακριβώς επειδή εδώ συμβαίνουν ιστορικές καταστροφές και πειραματισμοί που για μένα αποτελούν συνθήκη, σχεδόν προϋπόθεση ανάδρασης, μεταπήδησης από το πεδίο της ιδιωτικής σφαίρας στο πεδίο της Πόλης. Από το “κάνω θέατρο για την έκφρασή μου” στο “κάνω θέατρο για να συν-διαμορφώσω, να συνυπάρξω”.  Σήμερα θα έλεγα “κάνω θέατρο”, όπως “κατεβαίνω” στους δρόμους.

Η ομάδα “ODC” παράγει έργα «out-of-the-box”, εκτός των τειχών του παραδοσιακού θεάτρου στο «Βυρσοδεψείο», έναν ανοικτό και υπό διαμόρφωση χώρο έξω από το «θεατρικό τρίγωνο» του κέντρου της Αθήνας, σε μια ξεχασμένη γωνιά, στο βιομηχανικό τοπίο του Βοτανικού. Αναζητά έμπρακτα ένα σύγχρονο μοντέλο αυτοδιαχείρισης.  Ένας χώρος ώσμωσης νέων τάσεων στην Τέχνη, αδιαμεσολάβητα από καλλιτέχνες για καλλιτέχνες.

INFO:
Είναι ιδρύτρια της θεατρικής ομάδας “ODC” και του χώρου τέχνης «ΒΥΡΣΟΔΕΨΕΙΟ». Έχει παρουσιάσει δουλειά της στο Royal Court  Theatre, Εθνικό Θέατρο, LaMaMa  Theatre, Ν.Y. , Φεστιβάλ Αθηνών, Φεστιβάλ του Εδιμβούργου 1997 και 2002, Θ.Ο.Κ., Θέατρο Τέχνης, Πανεπιστήμιο του Princeton, Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό κέντρο Δελφών, Διεθνές Φεστιβάλ Πειραματικού Θεάτρου Κάιρο, Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, κ.α

Έχει τιμηθεί με το «Fullbright Artist’s Award 2004-2005» για τη συνεργασία της με το Music & Advanced Media Lab του Πανεπιστημίου του Princeton. Το 1997 με το 1o βραβείο Φεστιβάλ Εδιμβούργου.