Το πιο γνωστό βιβλίο του Ελίας Κανέττι είναι «Η Τύφλωση», το οποίο συχνά συγχέεται με το άλλο κορυφαίο έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας το «Περί Τυφλότητος» του Ζοσέ Σαραμάγκου. Και αν το δεύτερο μιλά για την εξάπλωση μίας πανδημίας και την απανθρωποποίηση που επιφέρει η εκμετάλλευση του πόνου, το πρώτο εστιάζει σε έναν μικρόκοσμο πλασμένο από μοχθηρές οικονόμους, θυρωρούς, νάνους, πόρνες και λοιπούς «απόβλητους» χαρακτήρες που προσπαθούν να ξεγελάσουν τον σινολόγο Πέτερ Κην, έναν ουδέτερο χαρακτήρα που χαμένος στην εκτενή βιβλιοθήκη και την αυτοαναφορικότητα του ακαδημαϊκού του τίτλου διατηρεί απόσταση από τα εγκόσμια.

Κι η σύγχυση μεταξύ των δύο παρόμοιων τίτλων που ήταν η αφορμή να πιάσω το πρώτο βιβλίο του Κανέττι στα χέρια μου, δεν ήταν το μόνο κοινό στοιχείο μεταξύ των δύο έργων. Η ενασχόληση του Κανέττι με μία σειρά από διαφορετικά είδη γραφής, από την λογοτεχνία και το θέατρο μέχρι τις κοινωνιολογικές πραγματείες και τους αφορισμούς, υφαίνει έναν άξονα ανάλυσης της ανθρωπότητας και του πλήθους που καταλήγει στη λυπηρή διαπίστωση του Σαραμαγκού ότι η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο βρίσκεται στα βαθύτερα σκοτεινά ένστικτα του ατόμου, ή στις πιο ζωώδεις παρορμήσεις του. Με αφορμή τη συμπλήρωση 117 ετών από τη γέννηση του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας Ελίας Κανέττι, αναψηλαφούμε τους καθοριστικότερους σταθμούς της ζωής του, τα κεφαλαιώδη θέματα της γραφής του και το αποτύπωμά τους στη σύγχρονη λογοτεχνία.

Τα πρώτα χρόνια: Η Βουλγαρία και οι μετακινήσεις

Ο Ελίας Κανέττι γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου 1905 στην πόλη Ρούστσουκ (Rustschuck, σημερινή Ρούσε) της Βουλγαρίας από γονείς Εβραίους Σεφαραδίτες, όπου και παρέμεινε μέχρι την ηλικία των 6 ετών, όταν η οικογένεια έφυγε για το Μάντσεστερ της Αγγλίας. Η παραμονή στη βρετανική μεγαλούπολη ήταν βραχεία και διεκόπη από τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα Κανέττι και την εκ νέου μετεγκατάσταση της οικογένειας στην αυτοκρατορική Βιέννη. Οι μετακινήσεις της μητέρας με τους τρεις γιούς της συνεχίστηκαν με την μετακόμιση τους στη Ζυρίχη και τη Φρανκφούρτη.

Ο Κανέττι, σαν άλλος Όμηρος, έχει διεκδικηθεί από πολλές «πατρίδες»• λίγο η Βουλγαρία, που έσπευσε να τον αναγνωρίσει ως τον πρώτο Βούλγαρο συγγραφέα που κατέκτησε το βραβείο Νόμπελ, λίγο η Αυστρία, που τονίζοντας τα έργα του που διαδραματιζόταν στην πόλη, προσπάθησε να «προσεταιριστεί» τη συγγραφική του ευφυία, μέχρι και η Ανδριανούπολη, τόπος καταγωγής της οικογένειας του πατέρα του, κομπάζει για τον λογοτέχνη.

Όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του, ο Κανέττι θυμάται τα παιδικά του χρόνια με γλυκύτητα και γαλήνη, παρά τις τακτικές μετακινήσεις και τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του. Συχνές ήταν οι αναφορές του στα πρώτα χρόνια στο Ρούστσουκ, μία μικρή μητρόπολη με έντονο πολυπολιτισμικό και πολυγλωσσικό στοιχείο. Το Ρούστσουκ (όπως συνήθιζε να ονοματίζει την πόλη ο Κανέττι, χρησιμοποιώντας πεισματικά το παλαιότερο όνομά της που χρησιμοποιούνταν επί Οθωμανικής κυριαρχίας) έγινε μέρος της νεότευκτης Βουλγαρίας το 1878 και αποτέλεσε σημαντικό οικονομικό κέντρο, ενώ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πολιτισμική, εκπαιδευτική και τεχνολογική άνθηση της χώρας, αφού εκεί ιδρύθηκε το πρώτο τυπογραφείο της Βουλγαρίας, η πρώτη γεωπονική και η πρώτη τεχνική σχολή αλλά επίσης στέγασε την πρώτη κινηματογραφική προβολή στη χώρα. Η παραδουνάβια πόλη συγκέντρωνε πολυεθνικό πληθυσμό και άφηνε μία ελευθερία κινήσεων, θρησκευτικών και πολιτισμικών εκφράσεων για όλους, κάτι που ήταν καθοριστικό για την Σεφαραδίτικης καταγωγής οικογένεια Κανέττι. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι ο Ελίας Κανέττι δεν γύρισε ποτέ ξανά στο Ρούστσουκ, πιθανότατα για να προστατέψει την ειδυλλιακή εικόνα που είχε χτίσει μέσα από την παιδική του οπτική.

Η γλώσσα ως πατρίδα

Μέχρι την ηλικία των επτά, όταν η οικογένεια εγκατέλειψε το Μάντσεστερ, ο μικρός Ελίας μιλούσε ήδη Λαντίνο (την Ισπανοεβραϊκή γλώσσα των Σεφαραδίτων), Βουλγάρικα, Αγγλικά και λίγα Γαλλικά και μετά από παρότρυνση της μητέρας του έμαθε Γερμανικά, τη γλώσσα που έμελλε να αποτελέσει την μόνη του πατρίδα σε μία ζωή γεμάτη διαδρομές και προορισμούς. Η μητέρα του πέρασε ένα μέρος της ζωής της με τον σύζυγό της Ζακ Κανέττι στη Βιέννη, την οποία ενθυμούνταν με αγάπη, ως σκηνικό των πρώτων κοινών τους στιγμών. Όπως σημειώνει ο Yaier Cohen (1988), οι αυστηρές μέθοδοι διδασκαλίας που ακολούθησε η μητέρα του τον βοήθησαν να αναπτύξει τις γλωσσικές του δεξιότητες, καταλαμβανόμενος από αισθήματα «φόβου και ενθουσιασμού», όπως περιγράφει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του.

Ο χρόνος που πέρασε ο Κανέττι σε γερμανόφωνες χώρες είναι λιγότερος από εκείνον που πέρασε μακριά τους, ωστόσο έχει γράψει και κυκλοφορήσει έργα μόνο στη γερμανική, συνήθως με εκδότη τον Βαυαρό Χάνσερ από το Μόναχο. Η επιμονή του στη συγγραφή έργων στα γερμανικά αποδίδεται εν μέρει στην παραμονή του στη Βιέννη, όπου επέστρεψε το 1924 για να σπουδάσει χημεία, αλλά τελικά στράφηκε προς τη μελέτη φιλοσοφίας, ενώ συμμετείχε και σε λογοτεχνικούς κύκλους της πόλης. Αυτό το διάστημα ίσως παίζει τον καθοριστικότερο ρόλο στην ιδιαιτερότητα της περίπτωσης και στη σχέση του Κανέττι με τις γλωσσικές και πολιτισμικές συνυποδηλώσεις του γερμανόφωνου κόσμου. Μέχρι το 1938 και την άνοδο των Ναζί, ο Κανέττι έζησε και έγραψε στη Βιέννη το “Komödie der Eitelkeit” («Η κωμωδία της ματαιοδοξίας») το 1933 και το “Die Blendung” («Η Τύφλωση») το 1936. Ο έπαινος από σπουδαίες φυσιογνωμίες της γερμανικής λογοτεχνίας, όπως ο Τόμας Μαν που χαρακτήρισε την «Τύφλωση» ως «δύσκολο και επιβλητικό έργο» επικύρωσε τη μοναδικότητα του έργου, που θα γινόταν ευρύτερα γνωστό μετά από 25 χρόνια.

Παρότι πέρασε πολλά χρόνια στην Αγγλία και γνώριζε πολύ καλά την αγγλική γλώσσα, επέμενε να γράφει γερμανικά, χρησιμοποιώντας πολλές διαλέκτους που ενσωμάτωσε στη γλωσσική του φαρέτρα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, και ειδικότερα των νεαρότερων ετών. Από τη διάλεκτο της Ζυρίχης μέχρι τη βιεννέζικη αργκό, ο Κανέττι έδειχνε μία ιδιαίτερη αδυναμία στις γλωσσικές αποκλίσεις που πήγαζαν από τις παμπ και τις πλατείες των πόλεων και τις οποίες απεχθανόταν μετά βδελυγμίας η μητέρα του.

Ταυτότητα και πολιτική σκέψη: «Μάζα και εξουσία»

Η φυγή του από την Αυστρία ήταν σωτήρια για τη ζωή του καθώς συνέπεσε με την άνοδο των Ναζί και την «τελική λύση» για τον εβραϊκό πληθυσμό. Κατά την παραμονή του στην Αγγλία ο Κανέττι έπαυσε τις λογοτεχνικές δραστηριότητες και ασχολήθηκε με την έρευνα πάνω στην ψυχολογία των μαζών και την απειλή του φασισμού. Το έργο του «Μάζα και Εξουσία» εκδόθηκε το 1960 στα γερμανικά και το 1962 μεταφράστηκε στα αγγλικά, μετά από μακροχρόνιες έρευνες και μελέτες του Κανέττι σε ένα εύρος αντικειμένων, από την κοινωνιολογία και την πολιτική μέχρι την ηθική φιλοσοφία και την ψυχολογία. Είναι ένα πραγματικά ιδιαίτερο παγκόσμιο έργο, ένα έργο που αναγκάζει τον αναγνώστη να βυθιστεί ολοκληρωτικά σε αυτό, όπου ο συγγραφέας αντικαθιστά την αφηρημένη έννοια της «μάζας» με μία καλά ραφιναρισμένη μορφή, με σύμβολα, με την ενότητα μεταξύ της σκέψης και του ζητήματος που πραγματεύεται. Το βιβλίο διακρίνεται για τη χρήση γλαφυρής γλώσσας και μίας αφηγηματικής δομής που περιπλέκει τον Σουλτάνο του Δελχί, τους εξόριστους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και την αποικιοκρατία με τον κοινοβουλευτισμό, τον φόβο της τρέλας και, τέλος, με τον εθνικοσοσιαλισμό και την τελική λύση, αλλά και τα κύματα αντισημιτισμού που συνέχιζαν (και συνεχίζουν) να συντηρούνται σε λανθάνον επίπεδο σε μία έκρυθμη Ευρώπη.

Ο πρώτος σπόρος φυτεύτηκε στον νου του νεαρού Κανέττι το 1925, όταν παρακολούθησε μία διαδήλωση εργατών στη Φρανκφούρτη, και γιγαντώθηκε κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου που ακολούθησε. Το επιχείρημα του Κανέττι δομείται γύρω από το γεγονός ότι όλα τα τυραννικά καθεστώτα βασίστηκαν στις μάζες για τη γιγάντωσή τους, συνεπώς θέτει την αίτια της συγκρότησης των μαζών στη χειραγώγηση από τους κυβερνώντες. Πέρα από μία αναλυτική πραγματεία της εξουσίας και της συμπεριφοράς της μάζας όπως εκφράζεται από δραστηριότητες που περιλαμβάνουν τη βία του όχλου έως τις θρησκευτικές εκδηλώσεις, η «Μάζα και εξουσία» είναι ένα κάλεσμα ενάντια στην εξουσία, στις πιο κρυμμένες μορφές της, που βρίσκονται ενσωματωμένες σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις.

Η ενδελεχής μελέτη λαϊκών μύθων και παραδόσεων από την Ανατολή και τη Δύση που χάνονται στα βάθη των αιώνων έγινε παράλληλα με το σύγχρονο βίωμα του «Απόλυτου Κακού» και του ναζισμού, που με απόλυτο ορθολογισμό οδήγησε την ανθρωπότητα στα κρεματόρια. Παρά τις συνήθεις αμφισβητήσεις κριτικών σχετικά με την αίσθηση εβραϊκής ταυτότητας του Κανέττι, ο ίδιος αναφέρεται συχνά τόσο στο ευσεβές Σεφαραδίτικο παρελθόν της οικογένειάς του, όσο και στη διαπραγμάτευση της «εβραϊκότητας» που είχε πληγεί βαθύτατα κατά τον μεσοπόλεμο και με το Ολοκαύτωμα. Σε σύνδεση με το ζήτημα της γλώσσας , ο Κανέττι αναφέρει στα απομνημονεύματά του, «Η γλώσσα του μυαλού και του πνεύματος μου θα παραμείνει η γερμανική και αυτό επειδή είμαι Εβραίος. Οτιδήποτε απομένει από μία γη που έχει με κάθε τρόπο καταστραφεί, εγώ, ως Εβραίος, θα το διατηρήσω εντός μου. Η μοίρα του είναι πλέον και δική μου».

«Να συμφωνείς με τα πάντα, εκτός από τον θάνατο»: Ο φόβος του θανάτου στο έργο του Ελίας Κανέττι

Σε έναν από τους τόμους της αυτοβιογραφίας του παρατίθεται ο ορισμός της αποστολής του συγγραφέα: «Ο συγγραφέας θα ζήσει σύμφωνα με έναν δικό του νόμο, που δεν κόβεται σύμφωνα με το μέτρο του. Αυτός ο νόμος λέει: Μην ωθήσετε οποιονδήποτε προς την ανυπαρξία, ακόμα κι αν το θέλει ο ίδιος. Μην ψάχνετε να βρείτε διέξοδο, και δείξτε τον τρόπο σε όλους. Να αντέξεις τη θλίψη και την απόγνωση για να μάθεις πώς οι άλλοι σώζονται από αυτές, αλλά όχι περιφρονώντας την ευτυχία που ανήκει στους ανθρώπους». Ο φόβος του θανάτου είναι ένα θέμα που κυριαρχεί σε όλη την εργογραφία του Ελίας Κανέττι. Στο «Μάζα και εξουσία» αναφέρεται ότι πίσω από κάθε εντολή, κάθε άσκηση εξουσίας, κρύβεται η απειλή του θανάτου. Η ίδια η επιβίωση γίνεται ο πυρήνας της εξουσίας και εργαλειοποιείται, συγκαλύπτοντας ότι ο μοιραίος εχθρός είναι ο ίδιος ο θάνατος. Σαν μουσικό χαλί το ζήτημα του θανάτου διατηρείται σε όλα τα έργα του, από την λογοτεχνία της «Τύφλωσης» και τα προσωπικά του απομνημονεύματα μέχρι τους «Αριθμημένους», ένα θεατρικό έργο όπου οι άνθρωποι γνωρίζουν πόσο θα ζήσουν και πότε θα πεθάνουν.

Το 2014 κυκλοφόρησε από τον Carl Hanser Verlag το “Das Buch gegen den Tod” («Το βιβλίο ενάντια στον θάνατο»), μία πραγματεία αποτελούμενη από σημειώσεις που κρατούσε από το 1937 μέχρι το 1994 στις οποίες στοχαζόταν σχετικά με το νόημα, τη φύση και τον αντίκτυπο του θανάτου. Ο Κανέττι δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το έργο του, που ήλπιζε πως θα αποτελέσει το «magnum opus» του, προτείνοντας ένα συνεκτικό επιχείρημα για το πώς κανείς μπορεί να νικήσει τον θάνατο. Αντί γι’ αυτό έχουμε μία συλλογή από αφορισμούς γεμάτους πεσιμισμό και περιφρόνηση για την ανθρώπινη συνθήκη που μάχεται το παράλογο.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του φαίνεται να μάχεται με τη μνήμη και την ταυτότητα, τις οποίες υποσκάπτει ο «ισόβιος φόβος», τον οποίο συνάντησε αρκετές φορές. Μετά από τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του και το συλλογικό τραύμα του Ολοκαυτώματος, ο Κανέττι έζησε τον χαμό της συζύγου και μούσας του Veza Taubner-Calderon (Canetti) το 1963 και συνέχισε να ασχολείται με λιγότερο προσωπικά έργα καθώς κυκλοφόρησε λογοτεχνικές μελέτες και οδοιπορικά, όπως τα “Der andere Prozess: Kafkas Briefe an Felice” («Η άλλη δίκη: τα γράμματα του Κάφκα στην Φελίτσε») και “Die Stimmen von Marrakesch” («Οι φωνές του Μαρρακές»). Το 1971 παντρεύεται την Hera Buschor και μέσα στη δεκαετία του ’70 εγκαταλείπει το Λονδίνο για το Παρίσι, καταλήγοντας στη Ζυρίχη.

Ο Ελίας Κανέττι συνέγραφε μέχρι το τέλος της ζωής του, κυκλοφορώντας απομνημονεύματα και αυτοβιογραφικά βιβλία, ενώ λέγεται πως υπάρχει ένα τεράστιο προσωπικό αρχείο ανέκδοτων αποσπασμάτων και κειμένων. Το 1981 βραβεύτηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το συνολικό έργο του, το οποίο «χαρακτηρίζεται από μία ευρεία προοπτική, έναν πλούτο ιδεών και καλλιτεχνική δύναμη», σύμφωνα με την ανακοίνωση της διοργάνωσης. Και τι ειρωνικό αυτή η δύναμη να πηγάζει από τον ζωογόνο, τον απόλυτο φόβο.

Ο Ελίας Κανέττι βίωσε τη δική του «φοβερή στιγμή» στις 14 Αυγούστου 1994, όταν έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών στη Ζυρίχη της Ελβετίας, τον τελευταίο από τους πολλούς σταθμούς της ζωής του. Η σκέψη του παραμένει μέχρι σήμερα επίκαιρη θίγοντας τους ακρογωνιαίους λίθους της ανθρώπινης ανησυχίας• τη χειραγώγηση των μαζών, την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, τη διαπραγμάτευση της ταυτότητας, τα όρια μεταξύ τρέλας και πραγματικότητας, το παράλογο του βίου και το αναπόδραστο του θανάτου, μεταξύ άλλων. Οι αντιλήψεις του μπορούν να εντοπιστούν καθαρότερα στα έργα «Η Τύφλωση», «Μάζα και εξουσία» και «Οι αριθμημένοι», τα οποία συνδέονται από νοητικά νήματα, καθώς η ιδέα του Κανέττι για τη μάζα δεν αφορά μόνο την ποσότητα, αλλά την ανάγκη εύρεσης σημείου επαφής με τους άλλους, τη θέληση για εύρεση ταυτότητας. Στην «Τύφλωση» γίνονται φευγαλέες αναφορές στην προέλευση, τη σύνθεση και τα μοτίβα των μαζικών κινημάτων, τις οποίες ο Κανέττι αναπτύσσει στο «Μάζα και εξουσία». Η προσωπική του εσωτερική μάχη για τον συγκερασμό των ταυτοτήτων του Εβραίου, του κοσμοπολίτη, του εξόριστου, του Γερμανού τω πνεύματι και του μελλοθάνατου δεν κόπασε ποτέ, αλλά πραγμάτωσε τα λόγια του Εμπειρίκου, που όπως υποστήριζε «έκανε οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».

«Αντί να σε προσμένει μια φοβερή στιγμή σε περιμένει μια αιωνιότητα από παρόμοιες στιγμές» – Ελίας Κανέττι

Πηγές: Wikipedia.com, nobelprize.org, britannica.com
Ελίας Κανέττι (2008). Η Τύφλωση. Μετάφραση Τζένη Μαστοράκη. Αρχική έκδοση 1936 (Die Blendung)
Ελίας Κανέττι (1980). Μάζα και εξουσία. Μετάφραση Αγγέλα-Άρτεμη Βερυκοκάκη. Αρχική έκδοση 1960 (Masse Und Macht)
Elias Canetti (1979). The Tongue Set Free. Αρχική έκδοση 1977 (Die Gerettete Zunge)
Elias Canetti (1982). The Torch in My Ear. Αρχική έκδοση 1980 (Die Fackel im Ohr 1980 Lebensgeschichte 1921 – 1931)
Elias Canetti (1990). The Play of the Eyes. Αρχική έκδοση 1985 (Das Augenspiel Lebensgeschichte 1931 – 1937)

Cohen, Y. (1988). ELIAS CANETTI: EXILE AND THE GERMAN LANGUAGE. German Life and Letters, 42(1), 32–45. doi:10.1111/j.1468-0483.1988.tb01285.x
Farneti, R. (2006). A NATURAL HISTORY OF CROWDS, RULERS AND SURVIVORS: ELIAS CANETTI AS A POLITICAL THINKER. History of Political Thought, 27(4), 711–735. http://www.jstor.org/stable/26222116