Τα παιδιά που κοιτούν από ψηλά θα παραμείνουν στην οδό Αρμοδίου στην Βαρβάκειο Αγορά τουλάχιστον μέχρι το τέλος της απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Τα «παιδιά» όμως που κρέμονταν στη στοά Αριστογείτονος δεν θα είναι πια εκεί…

Ενόχλησαν πολύ κάποιους με την παρουσία τους και άρχισαν να πέφτουν θύματα βανδαλισμού το ένα μετά το άλλο.., δυστυχώς αναμενόμενο για ένα έργο που εκτίθεται σε δημόσιο χώρο και μάλιστα σε μια τόσο ευαίσθητη περιοχή. Ίσως τελικά αυτά τα «παιδιά» να πέτυχαν με κάποιο τρόπο τον στόχο τους…

Η έκθεση με τίτλο Αγορά έχει πραγματοποιηθεί με την ευγενική υποστήριξη του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου και υπό την αιγίδα του Δήμου Αθηναίων.

Το κτήριο της Βαρβακείου Αγοράς για την εικαστικό λειτουργεί σαν μια εικονoγραφική προσομοίωση της έννοιας της παγκόσμιας αγοράς, τον τόπο όπου θα εκτυλιχτεί το δράμα του ανθρώπου. Η αρχιτεκτονική της, με τις στοές, τα ψηλά ταβάνια και τους θόλους, σε συνδυασμό με τη σημερινή λειτουργία της, δημιουργεί στη Λύρα το ίδιο δέος και τη συναισθηματική φόρτιση όπως και ένας μπαρόκ καθεδρικός ναός.

Επίσης λαμβάνοντας υπόψη τη σημερινή λειτουργία και ιστορία του χώρου και της γύρω περιοχής, η Λύρα δημιουργεί δύο in situ φωτογραφικές εγκαταστάσεις με παιδιά, οι οποίες διακατέχονται από έντονη θεατρικότητα, δραματικότητα και γενικότερα μπαρόκ αισθητική. Υιοθετώντας στοιχεία από το παρελθόν και «φιλτράροντας» τα με σύγχρονες και μη τεχνικές και μέσα έκφρασης, καταφέρνει να αγγίξει ζητήματα του σήμερα.

Ο χρόνος, το φως, ο ήχος και οι μυρωδιές είναι σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν τόσο την ερμηνεία και την ανάγνωση των έργων όσο και την αντίληψη του θεατή. Παράγοντες που σε συνδυασμό με τη δύναμη και αισθητική των έργων της Λύρα, μετατρέπουν μία απλή επίσκεψη στη Βαρβάκειο Κρεαταγορά σε μία ξεχωριστή εμπειρία για τον καθένα μας, σε μία αλληγορική περιπλάνηση και ένα ταξίδι μέσα στον λαβύρινθο της παγκοσμιοποίησης και του χρήματος για την ανακάλυψη της χαμένης παιδικής μας αθωότητας και τη λύτρωση της πληγωμένης μας ψυχής.

Φυλλάδιο της έκθεσης θα βρείτε στα καφέ και εστιατόρια εντός της κρεαταγοράς.

Ο Δρ. Στρατής Πανταζής γράφει για την έκθεση και το έργο της εικαστικού:

Το 2001, η Ελένη Λύρα δημιούργησε ένα φωτογραφικό, ψηφιακό κολάζ, εγκατεστημένο σε φωτεινό κουτί, με ανθρώπινα σώματα που αιωρούνται στον κεντρικό χώρο του ιστορικού κτηρίου της Βαρβακείου Αγοράς και συγκεκριμένα της ιχθυαγοράς. Δεκαεννιά χρόνια αργότερα επιστρέφει με δύο in situ φωτογραφικές εγκαταστάσεις στις δύο στοές με τα κρεοπωλεία, δεξιά και αριστερά της ιχθυαγοράς επί της οδού Αθηνάς, καθώς το ζήτημα της αγοράς εξακολουθεί να την απασχολεί ως και σήμερα. Το κτήριο, το οποίο είναι του 19ου αιώνα, βασισμένο σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Κουμέλη, για την εικαστικό λειτουργεί σαν μια εικονoγραφική προσομοίωση της έννοιας της παγκόσμιας αγοράς, τον τόπο όπου θα εκτυλιχτεί το δράμα του ανθρώπου. Η αρχιτεκτονική του, με τις στοές, τα ψηλά ταβάνια και τους θόλους, σε συνδυασμό με τη σημερινή λειτουργία του, δημιουργεί στη Λύρα το ίδιο δέος και τη συναισθηματική φόρτιση όπως και ένας μπαρόκ καθεδρικός ναός.

Στη δεξιά πτέρυγα του κτηρίου της Κρεαταγοράς, ο θεατής συναντά τη σειρά φωτογραφιών με τίτλο τα κοιμώμενα παιδιά (2001 – 2020). Λευκά και εμπριμέ παιδικά σεντόνια καλύπτουν μέρη του σώματος παιδιών και παράλληλα αποτελούν το φόντο τους. Οι υφές και οι πτυχώσεις των υφασμάτων, καθώς και τα σώματά τους τονίζονται σε σημεία με φως, αφήνοντας άλλα μέρη στη σκιά. Αυτή η έντονη αντίθεση φωτός και σκιάς, η οποία αποδίδεται με την τεχνική του chiaroscuro στους πίνακες του Μπαρόκ αυξάνει το δραματικό αποτέλεσμα της σκηνής, εκφράζει την πνευματική αναλαμπή και τον εξαγνισμό. Οι πτυχώσεις που διαγράφουν αναρίθμητες κινήσεις μέσα σε κάθε φωτογραφία, δημιουργούν την ψευδαίσθηση του συνεχές και του απείρου, όπως και πάλι συμβαίνει στην τέχνη του Μπαρόκ.

Η στάση των παιδιών, που άλλα τεντώνονται νωχελικά έτοιμα να παραδοθούν σε έναν γαλήνιο ύπνο και άλλα κοιμούνται ήδη βαθιά μέσα στην ασφάλεια ενός οικείου περιβάλλοντος, όπως μαρτυρούν τα ρούχα και τα σεντόνια τους, έρχεται έντονα σε αντίθεση με το χώρο της Αγοράς, καθώς το προσωπικό στοιχείο καταλύεται βίαια και απροσδόκητα από το δημόσιο και σκληρό χαρακτήρα της κρεαταγοράς. Τα ωμά κρέατα και η μυρωδιά τους σε συνδυασμό με τον υποτονικό φωτισμό του εσωτερικού του κτηρίου και τις φωτογραφίες τοποθετημένες ψηλά, σαν εικόνες, δημιουργούν μια γενικότερα θεατρική, δραματική και κατανυκτική ατμόσφαιρα, παρόμοια με αυτή που επίσης συναντάμε στη δυτική μπαρόκ εικονογραφία και αρχιτεκτονική, με απώτερο στόχο να παρασύρουν τον θεατή/ πιστό σε μια συναισθηματική εμπλοκή.

Στη δεύτερη στοά, και συγκεκριμένα στα παράθυρα των δύο πυραμιδοειδών θόλων, η Λύρα έχει τοποθετήσει φωτογραφίες παιδιών. Άλλα μοιάζουν να κάθονται πάνω σε ένα περβάζι με τα πόδια τους να κρέμονται στο κενό ενώ άλλα δείχνουν να παρατηρούν τα καταστήματα και τον κόσμο της αγοράς. Η Λύρα «τρυπά» και «σπάζει» την οροφή προσθέτοντας κομμάτια ουρανού από συναρμογές της νωπογραφίας Η καθιέρωση του Αγίου Ροζαρίου (1737 – 1739) του Giovanni Battista Tiepolo (1696 – 1770) που κοσμεί την οροφή της Εκκλησίας των Ιησουιτών (Gesuati), Σάντα Μαρία ντελ Ροζάριο στη Βενετία. Οι φωτογραφίες γίνονται ένα με τη ζωγραφική του σπουδαίου καλλιτέχνη, ακόμα και με τις πιο ελεύθερες χαρακτηριστικές πινελιές του, με το αισθησιακό απογευματινό φως και την παράδοξη προοπτική. Πιστή στις προσφιλείς συνήθειες του Μπαρόκ, η Λύρα προσαρμόζει την εικόνα στα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των εκάστοτε κτηρίων.

Η παρούσα φωτογραφική εγκατάσταση έχει διαμορφωθεί και ενσωματωθεί με το φάτνωμα της στοάς, την πλάγια κλίση της οροφής, τα οριζόντια μεταλλικά δοκάρια και τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά στοιχεία. Όπως οι μπαρόκ καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες, δημιουργεί μια οπτική απάτη, καλώντας τον επισκέπτη να βιώσει μια απροσδόκητη οπτική του χώρου της Βαρβακείου Κρεαταγοράς, και να πραγματοποιήσει μια διττή ανάγνωση της σκηνής. Ο χώρος αποκτά νέα δυναμική, καθώς το μάτι του θεατή μπορεί να βγει έξω από την οροφή, να χαθεί στην απεραντοσύνη του ουρανού. Η Λύρα υιοθετεί την τεχνική trompe l’oeil της δυτικής τέχνης, η οποία υπονομεύει την πραγματικότητα και ξεγελά το μάτι του θεατή, υπονοώντας το παράδοξο, το φανταστικό, το μεταφυσικό και το συγκινησιακό.

Με αυτόν τον «επαναπατρισμό» των έργων της στην αφετηρία της έμπνευσής τους μετατρέπει τη Βαρβάκειο Κρεαταγορά σε έναν κόμβο όπου η ιστορία συναντά το παρόν. Η σημερινή λειτουργία και η ιστορία του κτηρίου και της γύρω περιοχής καθώς και η χρήση σύγχρονων και μη στοιχείων και τεχνικών ενώνονται με τις ευαισθησίες και την προσωπική ματιά της εικαστικού για τον κόσμο. Το παρελθόν λειτουργεί ως ένα ισχυρό διεγερτικό για την καλλιτεχνική έκφραση και υπόστασή της έτσι ώστε να αγγίξει ζητήματα του σήμερα.

Ο χρόνος, ο ήχος, το φως και οι μυρωδιές είναι σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν τόσο την ερμηνεία και την ανάγνωση των έργων όσο και την αντίληψη του θεατή. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν η Βαρβάκειος Αγορά είναι συνήθως ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο, ο θεατής μπορεί να μυρίσει το φρέσκο κρέας, να παρακολουθήσει την αγοροπωλησία του και να αισθανθεί κατά κάποιο τρόπο, σε συνδυασμό με τις φωτογραφίες, την ωμότητα της εποχής μας.

Και όταν νυχτώνει και κλείνουν τα καταστήματα, τα φώτα και οι λαμπερές επιγραφές σβήνουν, τα ψυγεία και οι πάγκοι αδειάζουν, τα κρέατα και τα τσιγκέλια κρύβονται, η περιοχή ερημώνει και καθαρίζεται, τότε αυτή μετατρέπεται σε τόπο κάθαρσης με μια γλυκιά ηρεμία να απλώνεται, όπως μετά από μια καταιγίδα ή καταστροφή. Και στις δύο περιπτώσεις όμως, η επίσκεψη αποτελεί μία ξεχωριστή εμπειρία για τον καθένα μας, μία αλληγορική περιπλάνηση και ένα ταξίδι μέσα στον λαβύρινθο της παγκοσμιοποίησης και του χρήματος για την ανακάλυψη της χαμένης παιδικής μας αθωότητας και τη λύτρωση της πληγωμένης μας ψυχής. –Δρ. Στρατής Πανταζής

Διαβάστε επίσης:

Ελένη Λύρα: Η παιδική ηλικία είναι το ιερότερο στάδιο της ανθρώπινης ηλικίας